Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με ένα κρίσιμο διπλό στοίχημα: η ανάγκη να προχωρήσουμε στην Πράσινη Μετάβαση είναι επείγουσα και ζωτική, αλλά οι σχετικές δράσεις πρέπει να αναπτύσσονται με τρόπο ισορροπημένο ώστε να μην δοκιμάζεται η συνοχή της κοινωνίας θέτοντας (τελικά) σε κίνδυνο και το ίδιο το εγχείρημα. Αυτοί οι δύο στόχοι πρέπει να υπηρετηθούν ταυτόχρονα και εξίσου αποτελεσματικά. Μόνο έτσι θα κερδίσουμε το στοίχημα και θα μπούμε στην νέα, πράσινη εποχή με δυναμισμό –και συνάμα χωρίς απώλειες.
Εάν η ανθρωπότητα εξακολουθήσει να καταναλώνει τους φυσικούς πόρους της Γης με τους σημερινούς ρυθμούς, έως το 2050 ο παγκόσμιος πληθυσμός θα χρειάζεται ένα απόθεμα πρώτων υλών τρεις φορές μεγαλύτερο από τις δυνατότητες παραγωγής που διαθέτει ο πλανήτης. Με βάση τον σημερινό αριθμό γεννήσεων, ως το 2050 οι κάτοικοι της Γης θα έχουν φτάσει τα 9 δισεκατομμύρια. Και, τότε, θα χρειάζονται τρεις Γαίες για να συντηρηθεί ο παγκόσμιος πληθυσμός στη ζωή. Το σενάριο για το αύριο γίνεται εφιαλτικό, αν συνυπολογίσουμε ότι ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται η κατανάλωση πόσιμων υδάτινων πόρων είναι δύο φορές υψηλότερος από τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού. Οι συνταρακτικές αυτές προγνώσεις πείθουν και τον πλέον δύσπιστο, ότι κάτι πρέπει να κάνουμε για να προλάβουμε τον περιβαλλοντικό όλεθρο. Και να το κάνουμε άμεσα, οργανωμένα, ισορροπημένα και ορθολογικά. Η υπόθεση της Πράσινης Μετάβασης είναι υπαρξιακής σημασίας. Για το δικό μας αύριο, κυρίως όμως για το μέλλον των παιδιών μας.
Η Πράσινη Μετάβαση φέρνει ήδη αλλαγές στην αγορά εργασίας, καθιστώντας απολύτως απαραίτητη την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων καθώς και των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που ασκούν τα κράτη-μέλη, ώστε να επιτευχθούν δίκαια αποτελέσματα για όλους.
Αυτή η ζωτική αλήθεια υπονομεύεται από τρεις θεμελιώδεις μύθους, που ενστερνίζεται (δυστυχώς...) μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης: Πρώτον, ότι το περιβαλλοντικό συνιστά ένα πρόβλημα, ενδεχομένως και σοβαρό, αλλά της επόμενης μέρας και πάντως όχι της παρούσης. Δεύτερον, ότι η Πράσινη Μετάβαση είναι κάτι γενικό και αφηρημένο, που αφορά ένα φαινόμενο χωρίς άμεσες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Τρίτον, ότι η Ελλάδα είναι ουραγός στις δράσεις για την Πράσινη Μετάβαση.
Ειδικά ο τρίτος και τελευταίος μύθος, τον οποίο αναμασά τακτικά η εγχώρια αντιπολίτευση, αντιστρέφει απολύτως την πραγματικότητα. Τα δύο τελευταία χρόνια, με τις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ, πετύχαμε να ανεβάσουμε πάνω από το 50% το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο συνολικό μείγμα παραγωγής ηλεκτρισμού στην πατρίδα μας: στη διάρκεια του 2023 το 57% των εγχώριων αναγκών σε ηλεκτρικό ρεύμα καλύφθηκε από τον ήλιο, τον αέρα και το νερό.
Επιπλέον, ο Πυλώνας Νο.1 του Ταμείου Ανάκαμψης αφορά στην Πράσινη Μετάβαση, προβλέποντας την κινητοποίηση του 38,1% των συνολικών πόρων που διατίθενται για την υλοποίηση του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» (με 6,1 δις ευρώ από το Ταμείο και 11,6 δις ευρώ από επενδύσεις). Βασικός στόχος, είναι ένα νέο, «ενάρετο» και αποδοτικό ενεργειακό μοντέλο, με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, χάρη στη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ενέργειας, την ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό, την αναβάθμιση και επέκταση των δικτύων διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και το εγχείρημα των «GReco Islands»: πρόκειται για την άρση της απομόνωσης νησιών της λεγόμενης «άγονης γραμμής» (Ικαρία, Χάλκη, Οινούσσες, Ανάφη, Κίμωλος, Φολέγανδρος), στο πλαίσιο μιας ολικής αναθεώρησης της καθημερινότητας, με όρους αειφορίας, βιώσιμης ανάπτυξης και κυκλικής οικονομίας. Το σχέδιο προβλέπεται να εξελιχθεί σε ένα επιτυχημένο πείραμα–υπόδειγμα για παρόμοιες δράσεις, σε άλλες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, η χρηματοδότηση του εγχειρήματος προέρχεται από το πρόγραμμα ΕΣΠΑ 2021-2027, δηλαδή από ευρωπαϊκούς πόρους.
Σε πείσμα, λοιπόν, των μύθων και των αβάσιμων στερεοτύπων, η μετάβαση σε πράσινες πρακτικές, αποτελεί μια πιεστική αναγκαιότητα του τώρα – όχι κάποιου απώτερου μέλλοντος. Ήδη μας επηρεάζει όλους και σε όλες τις πλευρές της ζωής μας: από τις διατροφικές και καταναλωτικές συνήθειές μας, έως το πώς και πού εργαζόμαστε, ακόμη και το πόσο αμειβόμαστε. Για την κυβέρνηση, τα κριτήρια της Πράσινης Μετάβασης επιδρούν καθοριστικά στον σχεδιασμό και τη χάραξη στρατηγικών για τις επενδύσεις σε έργα υποδομών και καθορίζουν τη διαμόρφωση πολιτικών προτεραιοτήτων.
Το ίδιο ισχύει, σε μεγέθυνση, για την Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της. Η Πράσινη Μετάβαση έχει τεθεί σε άμεση και επείγουσα προτεραιότητα από την Ευρώπη των 27. Η αρχή έγινε με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal) του 2020 και ακολούθησε η έγκριση της νομοθεσίας για το κλίμα, τον Ιούνιο του 2021. Η ΕΕ δεσμεύτηκε να μειώσει έως το 2030 τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 55% σε σύγκριση με το 1990. Και έως το 2050 να έχει κατακτηθεί η κλιματική ουδετερότητα.
Με αυτή τη στοχοθεσία, οι απαιτούμενοι μετασχηματισμοί ισοδυναμούν με τεκτονικούς σεισμούς – ειδικά στα συστήματα ενέργειας, στην παραγωγή αγαθών, στις μεταφορές. Οι αλλαγές θα επηρεάσουν τον προσανατολισμό της οικονομίας, την κοινωνική διαστρωμάτωση, την εκμετάλλευση της γης και, τελικά, τον ίδιο τον άνθρωπο. Η Πράσινη Μετάβαση φέρνει ήδη αλλαγές στην αγορά εργασίας, καθιστώντας απολύτως απαραίτητη την αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων καθώς και των κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών που ασκούν τα κράτη-μέλη, ώστε να επιτευχθούν δίκαια αποτελέσματα για όλους. Η θεσμική ασπίδα προστασίας των πολιτών της ΕΕ, από τις αλλαγές που συνεπάγεται η στροφή προς την πράσινη οικονομία, είναι ο Μηχανισμός Δίκαιης Μετάβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα: αυτός παρέχει την αναγκαία στήριξη σε κάθε επίπεδο, από τα μεμονωμένα άτομα, τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά, έως τις περιφέρειες, για να συντονιστούν όλοι με τα βήματα της Πράσινης Μετάβασης.
Στη γλώσσα των αριθμών, προβλέπεται πως έως το 2027 θα διατεθούν περίπου 275 δις ευρώ από τα ταμεία NextGenerationEU και REPowerEU για την ανάπτυξη «πράσινων» επενδύσεων, μαζί με επιπλέον 118 δις του Ταμείου Συνοχής. Η Ε.Ε. βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των πράσινων πολιτικών. Όμως αυτό δεν αρκεί. Η ατμόσφαιρα δεν χωρίζεται από κάποια σύνορα και η κλιματική κρίση δεν σταματάει στα όρια ενός κράτους που ακολουθεί πράσινες πολιτικές. Χρειάζεται παγκόσμια συνεργασία κι εκεί μένουν πολλά να γίνουν και η Ε.Ε. πρέπει να αναλάβει ακόμη πιο ενεργό ρόλο. Γιατί αν ο ένας ακολουθεί πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον και μεγάλες δυνάμεις σε άλλες περιοχές του πλανήτη εξακολουθούν να ρυπαίνουν, το ισοζύγιο σε παγκόσμιο επίπεδο θα παραμένει αρνητικό.