ΔΙΑΤΗΡΟΥΝ ΑΚΟΜΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ τόσες δεκαετίες αυτή την αλλόκοτη ισχύ και αυτή την αινιγματική υπόσταση, οι φωτογραφίες που ξεκίνησαν την καριέρα της διάσημης Αμερικανίδας καλλιτέχνιδας Cindy Sherman, και παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό στην έκθεση «Cindy Sherman at Cycladic: Πρώιμα έργα» που εγκαινιάστηκε πριν από λίγες μέρες στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Η θρυλική πλέον σειρά των εβδομήντα ασπρόμαυρων φωτογραφιών με τίτλο “Untitled Film Stills (1977-1980)” την οποία η Σέρμαν ξεκίνησε αμέσως μόλις μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1977, στα 23 της, στοιχειώνει τον τοίχο στην αίθουσα του Μεγάρου Σταθάτου, με τις κινηματογραφικές – νουάρ, μελόδραμα, νουβέλ βαγκ – μεταμφιέσεις της νεαρής τότε εικαστικού να μοιάζουν με είδωλα σε μαγικό αλλά ραγισμένο καθρέφτη.
Σ’ αυτό το υβριδικό σύμπαν που λικνίζεται παράξενα ανάμεσα στην φωτογραφία και την performance art, κάθε εικόνα συνιστά και μια διαφορετική περσόνα, ένα διαφορετικό στερεότυπο, ένα κρίσιμο πλάνο από μια φανταστική ταινία, ένα ίχνος μιας αφήγησης που δεν υπάρχει παρά μόνο σε σκόρπια και ασύνδετα σπαράγματα.
«Η Σίντι Σέρμαν έχει την ικανότητα να συμπυκνώσει μια ολόκληρη αφήγηση σε μια εικόνα. Ανακαλεί φιγούρες από το πάνθεον των γυναικείων ρόλων στο σινεμά, καμία τους όμως δεν βασίζεται σε συγκεκριμένη ταινία… Μπορούσε να δει από τότε κάτι βαθύ σχετικά με τον τρόπο που εμπλεκόμαστε με τα media και να το περάσει λοξά στο έργο της».
Δεν έχει τόση σημασία η στιγμή (το στιγμιότυπο) που απαθανατίζεται – σημασία έχει το τι προηγήθηκε και τι θα ακολουθήσει. Δεν μπορούμε να έχουμε ιδέα για τίποτα από αυτά τα δύο, ούτε το πριν ούτε το μετά, κι αυτό μας τρώει. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε αυτές τις φωτογραφίες του τέλους της δεκαετίας του ‘70, όπως δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε συνολικά τις φωτογραφίες του σήμερα.
Προχθές, κατά σύμπτωση, δημοσιεύτηκε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο New York Times Style Magazine με θέμα τις «25 φωτογραφίες που καθόρισαν την σύγχρονη εποχή» (από το 1955 μέχρι σήμερα), στις οποίες περιλαμβάνεται και αυτή η σειρά των φωτογραφιών. Στο κείμενο σημειώνεται πως οι φωτογραφίες της Σέρμαν εξακολουθούν να προκαλούν δέος, «σα να ήξερε ακριβώς πώς να χειριστεί όλο τον μηχανισμό αναπαράστασης της μαζικής κουλτούρας με το ένα χέρι δεμένο… Η ενστικτώδης αντίληψη της για την θεατρικότητα της αυτοπροσωπογραφίας και τους τρόπους διαμόρφωσης και χειραγώγησής της –δεκαετίες προτού διανοηθεί κανείς την ύπαρξη φίλτρων σε κινητά τηλέφωνα– έχει διατηρήσει αυτές τις εικόνες απίστευτα επίκαιρες…».
Μία από τα μέλη αυτής της επιτροπής ειδικών που κατέληξε σ’ αυτή την πολύ εκλεκτική λίστα που συνδυάζει εικαστική φωτογραφία και φωτορεπορτάζ και χαρακτηρίζεται τόσο από αναμενόμενες επιλογές (Ρόμπερτ Φρανκ, Αλμπέρτο Κόρντα, Ντιάν Άρμπους, Ναν Γκόλντιν, Σεμπαστιάο Σαλγκάδο) όσο και από ηχηρές απουσίες (Ρίτσαρντ Άβεντον, Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, Γουίλιαμ Έγκλεστον, Ρόμπερτ Μάπλθορπ, Χέλμουτ Νιούτον, Ίρβινγκ Πεν) είναι η επικεφαλής επιμελήτρια φωτογραφίας στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, Ροξάνα Μαρκότσι, η οποία λέει για τις εικόνες της Σέρμαν:
«Είναι αυτή η σχέση ακίνητης και κινούμενης εικόνας. Η Σίντι Σέρμαν έχει την ικανότητα να συμπυκνώσει μια ολόκληρη αφήγηση σε μια εικόνα. Ανακαλεί φιγούρες από το πάνθεον των γυναικείων ρόλων στο σινεμά, καμία τους όμως δεν βασίζεται σε συγκεκριμένη ταινία… Μπορούσε να δει από τότε κάτι βαθύ σχετικά με τον τρόπο που εμπλεκόμαστε με τα media και να το περάσει λοξά στο έργο της…».