Δεν ζούμε σε μια πόλη που φημίζεται για τη βλάστησή της, το ξέρουμε. Και όταν ανοίγει ο καιρός και βγαίνουν τα τραπεζάκια έξω, αυτές οι μικρές και διάσπαρτες δόσεις πρασίνου που υπάρχουν στην Αθήνα μάς αναζωογονούν, πόσο μάλλον αν κοντά τους λειτουργεί και κάτι καλό για να αράξουμε και να τσιμπήσουμε.
Όταν λέω δόσεις πρασίνου, εννοώ ακόμα και ένα πολύ μικρό άλσος που έχει τη μία του είσοδο στην Ούλωφ Πάλμε, εκεί πάνω, μεταξύ Ιλισίων και Ζωγράφου. Στη μια του πλευρά σερβίρουν κλασικούς μεζέδες η Νικολέττα και ο Θανάσης, ένα ζευγάρι που όταν βρίσκει χρόνο να βγει ψάχνει μέρη με κρύα μπίρα και κάτι ωραίο να τσιμπήσει - και αυτό ακριβώς προσφέρουν και στο μαγαζί τους.
Νοίκιασαν τον χώρο τους μια μέρα πριν από την πρώτη καραντίνα και κατάφεραν να ανοίξουν το καλοκαίρι του 2020. Η Νικολέττα είναι φιλόλογος και σπούδαζε λίγο πιο πάνω από το μαγαζί, ο Θανάσης έχει κάνει διάφορες δουλειές· ασχολήθηκε με τις οικοδομές και τα υδραυλικά μέχρι που μπήκε στην κουζίνα ενός μαγειρείου πριν από δέκα χρόνια, έμαθε τη δουλειά και είδε ότι αυτή είναι που τον ενδιαφέρει πραγματικά, «όποτε ανακάτευα κάτι χαιρόμουν, και μου φαινόταν και εύκολο», περιγράφει εκείνη την περίοδο της ζωής του.
«Προτού κάνουμε το μαγαζί, είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι στο χωριό της Νικολέττας, όπου μας έβγαλαν τρία πράγματα: μια ντομάτα, μια φέτα, πατάτες τηγανητές και ένα αρνί στη σούβλα. Τότε καταλάβαμε ότι δεν χρειάζονται πολλά για να περάσεις καλά».
Το δικό τους «Άλσος» το έφτιαξαν ρίχνοντας μπόλικη προσωπική εργασία, το έκαναν πράσινο για να ταιριάζει με το γύρω περιβάλλον και έξω έβαλαν φερ φορζέ. Ο Θανάσης είναι Ιλισιώτης, το ξέρει καλά το σημείο και το άλσος δίπλα τους δεν το βρήκαν έτσι. Μόνοι τους έβαλαν τα μπέντζαμιν δίπλα στα τραπέζια τους, που με το που πέσει ο ήλιος το καλοκαίρι, γύρω στις εννιά και τέταρτο, γεμίζουν.
«Να δοκιμάσετε το λουκάνικο, το φτιάχνει ο μπαμπάς μου». Η Νικολέττα κατάγεται από ένα χωριό κοντά στα Φάρσαλα, το Νέο Μοναστήρι, όπου διατηρούν μέχρι σήμερα οι γονείς της το δικό τους κρεοπωλείο, και από εκεί τούς στέλνουν τα κρέατα. Με την οικογένειά της να είναι πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, καμιά φορά βγάζει και κάποια πιάτα ημέρας πιο βαριά, θρακιώτικα, σαν το λαχανάτο με χοιρινό ή πρόβειο κρέας. Μια και το χωριό της είναι και κοντά στον Δομοκό, προμηθεύεται τυριά από εκεί, και το πλιγούρι, και τις χυλοπίτες και τους τραχανάδες.
Χωρίς να προσπαθούν, στο «Άλσος» σερβίρουν κάτι εξεζητημένο, κάτι από τις ρίζες τους. Πετύχαμε μια φοβερή παραδοσιακή αλβανική κρεμμυδόπιτα με ντομάτα και κρεμμύδι, πιπέρι και αλάτι μόνο, πέντε λεπτά φύλλα πάνω και άλλα πέντε κάτω – έτσι την κάνει η μαμά του Θανάση. Και αυτή είναι πιάτο ημέρας, συνήθως την έχουν τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου. Ήταν φανταστική έτσι που ήταν κοκκινιστή.
Από τη μικρή τους κουζίνα βγάζουν μετρημένα, αλλά πολύ προσεγμένα πράγματα. Τα ντοματίνια τους είναι μια γλύκα, τα κάνουν σαλάτα με λιαστές ελιές, τέλεια χαρουποπαξίμαδα και κατίκι Δομοκού. Με αυτά, με την αλμύρα με ανθό αλατιού Μεσολογγίου και τη φέτα που παίρνουν από τον Γρατσάνη, με τα μανιτάρια πλευρώτους στη σχάρα μαριναρισμένα με σκόρδο και ελαιόλαδο, με τις φοβερές τηγανητές πατάτες τους (μπορείτε να τις ζητήσετε και με χωριάτικα αυγά από πάνω), με τους τραγανούς απ’ έξω-τρυφερούς από μέσα κεφτέδες τους, με το χειροποίητο λουκάνικο με πράσο από τον μπαμπά της Νικολέττας και ένα ακόμα τυρί –μια γραβιέρα κατσικίσια, ας πούμε– να παίζουν θα κάνετε τραπέζι βασιλικό και δεν θα πληρώσετε πολλά. «Προτού κάνουμε το μαγαζί, είχαμε πάει σε ένα πανηγύρι στο χωριό της Νικολέττας, όπου μας έβγαλαν τρία πράγματα: μια ντομάτα, μια φέτα, πατάτες τηγανητές και ένα αρνί στη σούβλα. Τότε καταλάβαμε ότι δεν χρειάζονται πολλά για να περάσεις καλά», θα μου πει ο Θανάσης.
Έχουν κρασιά βιολογικά από το οινοποιείο του Γκανή, προμηθεύονται ασκό από την Οινοφιλία. Και αν θέλετε κάτι το έξτρα σε φαγητό, καμιά φορά κάνουν κότσι, χοιρινή τηγανιά, στραπατσάδα, πιπεριές στον φούρνο γεμιστές με φέτα, ανθότυρο και κατίκι, αρνί ή προβατίνα με πλιγούρι.
Εκεί πάνε οι Ιλισιώτες, πάνε και οι φοιτητές από τις εστίες που είναι απέναντι – μπορεί να πάτε Δευτέρα και να το βρείτε γεμάτο. Περνάνε από εκεί και παρέες που θέλουν να παίξουν μουσική όσο τσιμπάνε και βγάζουν τα όργανα, σαν αυτή του Φίλιππου που έχει μεταφορική πιο πάνω και είχε όρεξη μια Τρίτη να μαζευτούν και να τραγουδήσουν χωρίς μικρόφωνα.
Κρατήσεις δεν κάνουν, εκτός κι αν έχετε μαζευτεί είκοσι άτομα και θέλετε να γιορτάσετε κάτι. Το «Άλσος» του Θανάση και της Νικολέττας έχει αυτό το στοιχείο του αυθόρμητου σε όλα του που μπορεί να το νιώσουμε στις διακοπές, αλλά το έχουμε χάσει στην πόλη, και το έχουμε τόσο ανάγκη.
Ούλωφ Πάλμε 1, Ζωγράφου, 211 1186512