ΤΟ ΝΤΙΜΠΕΪΤ ΕΚΑΝΕ οφθαλμοφανές σε κάθε Αμερικανό αυτό που έλεγε πίσω από κλειστές πόρτες η διεθνής κοινότητα εδώ και μήνες: ο Πρόεδρός τους δεν ήταν πλέον «εκεί», δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα καθήκοντά του το 2024, πόσο μάλλον μέχρι το 2028. Η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρώην Προέδρου έκανε πολλούς να ξεχάσουν τα συχνά κελεύσματά του για πολιτική βία, ενώ το πανηγυρικό συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων ήρθε να συσπειρώσει το κόμμα στο έπακρον.
Εν τέλει, ωστόσο, το αποτέλεσμα των εκλογών μόνο σίγουρο δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον. Παραδόξως, με μία μονάχα κίνηση οι Δημοκρατικοί κατάφεραν να αλλάξουν την ατζέντα, όσο δύσκολο κι αν ήταν φαινομενικά αυτό, και να μεταβάλουν τη δυναμική μιας κούρσας που φαινόταν πως οδηγούσε σε ήττα παρόμοια με αυτή του Τζίμι Κάρτερ το 1980 από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν, καθώς και τότε οι αποτυχίες στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στη Μέση Ανατολή, δημιούργησαν ένα καταστροφικό κλίμα για το πολιτικό κατεστημένο της εποχής.
Ενώ οι στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ σε Ευρώπη και Ασία ήδη προετοιμάζονταν για την… ιδιαίτερη Αμερική του Τραμπ, το «top brass» των Δημοκρατικών σε Γερουσία και Κογκρέσο δούλευε έτσι ώστε αυτό που ήταν ανήκουστο πέρσι να γίνει πραγματικότητα την 21η του Ιουλίου.
Ο ενθουσιασμός των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα της βάσης των Δημοκρατικών, αυξήθηκε ύστερα από την αλλαγή υποψηφίου, ενώ τα ποσοστά της Κάμαλα στους Αφροαμερικανούς θυμίζουν αυτά του Ομπάμα.
Η παραίτηση του Τζο Μπάιντεν από την προεδρική κούρσα (όχι από την ίδια την προεδρία) ήταν μια κίνηση που ο καθένας μπορεί να δει από ξεχωριστή σκοπιά. Για τους Ρεπουμπλικάνους ήταν ένα «πραξικόπημα» του Μπαράκ Ομπάμα και της «ελίτ του Χόλιγουντ» – αν και τέτοιες απόψεις μάλλον έχουν να κάνουν με την ανικανότητα του Μπάιντεν να τους κοντράρει και όχι με κάποια κρυφή αγάπη για τον νυν Πρόεδρο ή τη δημοκρατία, γενικότερα. Η άποψη των Ρεπουμπλικάνων για το ζήτημα προφανώς δεν είχε μεγάλη σημασία για τους Δημοκρατικούς, αφού ήταν ξεκάθαρο πλέον πως ο Μπάιντεν όχι απλώς δεν μπορούσε να φέρει νέους ψηφοφόρους αλλά τα ποσοστά του κατρακυλούσαν ταχύτατα σε σχέση με το 2020.
Τρανό παράδειγμα οι νεότερες ηλικίες (17-34) που, ενώ πήγαν μαζικά στους Δημοκρατικούς τέσσερα χρόνια πριν, κατέληξαν πεδίο μάχης μεταξύ ενός 78χρονου και ενός 81χρονου, οι οποίοι σίγουρα δεν μπορούσαν να συγκινήσουν το συγκεκριμένο κοινό. Ταυτόχρονα, η στάση του Μπάιντεν στο θέμα της Παλαιστίνης, αν και πάγια πολιτική των ΗΠΑ, είχε οδηγήσει σε κατάρρευση των σχέσεων μεταξύ των Αμερικανών μουσουλμάνων και του Δημοκρατικού κόμματος, το οποίο παραδοσιακά κέρδιζε με τεράστια ποσοστά το συγκεκριμένο κοινό.
Το Παλαιστινιακό ήταν αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι, αφού, μαζί με διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες μεταρρυθμίσεων και μια ανικανότητα να προστατευτεί το δικαίωμα στην άμβλωση από ένα αντιδραστικό Ανώτατο Δικαστήριο, άρχισε να διώχνει και τους παραδοσιακούς προοδευτικούς ψηφοφόρους του κόμματος που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον Μπάιντεν για να αποφευχθούν αυτά τα οποία εν τέλει συνέβησαν ούτως η άλλως.
Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί παράγοντες οδήγησαν στην παραίτηση του Μπάιντεν, καθώς ήρθαν και κούμπωσαν με συνεχόμενες εμφανίσεις που ολοένα ενίσχυαν το αφήγημα πως ο Πρόεδρος δεν ήταν ικανός πλέον να κυβερνήσει, που επιβεβαιώθηκε όταν πραγματοποιήθηκε το ντιμπέιτ.
Με τον «Τζο» πλέον εκτός παιχνιδιού, οι περισσότεροι αναλυτές περίμεναν πως, στην καλύτερη περίπτωση, η εσωστρέφεια των Δημοκρατικών μέχρι το Εθνικό Συνέδριο (DNC) θα ενίσχυε ακόμα περισσότερο τον Τραμπ και πως η ενότητα του κόμματος κάθε άλλο παρά διασφαλισμένη θα ήταν μετά από μια εσωτερική διαμάχη για την ηγεσία του.
Τελικά, ακόμα και τα πιο αισιόδοξα σενάρια για τους Δημοκρατικούς αποδείχθηκαν μετριοπαθή. Το κόμμα ενώθηκε μέσα σε δύο 24ωρα γύρω από την Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις. Μέσα σε δύο εβδομάδες ήταν επίσημα υποψήφια, ενώ δεν εμφανίστηκε κανένας εντός του κόμματος να αμφισβητήσει αυτή την ταχύτατη «στέψη». Με αυτόν τον τρόπο η κομπάρσος της κυβέρνησης Μπάιντεν έγινε μέσα σε λίγες μέρες πρωταγωνίστρια, η μόνη ελπίδα του αμερικανικού φιλελευθερισμού ενάντια στην επιστροφή των κόκκινων καπέλων του MAGA.
Η στέψη έχει το δικό της ενδιαφέρον, πάντως, αν και όλος ο θόρυβος γίνεται για το πώς η Χάρις κοντράρει τον Τραμπ. Η ικανότητα του κομματικού μηχανισμού να ξεπεράσει το χάος των εβδομάδων μετά το καταστροφικό ντιμπέιτ του Μπάιντεν και με ταχύτατες διαδικασίες να μετακινηθεί μαζικά προς την Αντιπρόεδρο έπαιξε μεγάλο ρόλο στη σημερινή εικόνα της προεδρικής κούρσας. Η χαοτική κατάσταση πριν από την παραίτηση του Προέδρου –με το μισό κόμμα να του ζητά να κάνει στην άκρη και το άλλο μισό να κρέμεται από τα χείλη του– τελείωσε μέσα σε λίγες ώρες και ολοκληρώθηκε με την επίσημη στήριξη Ομπάμα - Πελόσι στο πρόσωπο της Αντιπροέδρου.
Ωστόσο, αν η συσπείρωση ήταν ευχάριστη έκπληξη για τους Δημοκρατικούς, το τι επακολούθησε ήταν ονειρικό. Η δημοτικότητα της Κάμαλα Χάρις, από το σχετικά χαμηλό ~35-40%, ανέβηκε απίστευτα γρήγορα, σε κάποιες δημοσκοπήσεις έχοντας και θετική κοινή γνώμη, κάτι το οποίο ήταν ανήκουστο και για τον Μπάιντεν και τον Τραμπ.
Σε κρίσιμες Πολιτείες όπως η Τζόρτζια, η Πενσιλβάνια και η Αριζόνα η Χάρις έχει ισοφαρίσει, ενώ στο Ουισκόνσιν και στη Μινεσότα έχει προβάδισμα. Ακόμα και στις πιο ακραίες περιπτώσεις, όπως η παραδοσιακά συντηρητική Βόρεια Καρολίνα, έχει κλείσει ξεκάθαρα την ψαλίδα, αναγκάζοντας τους Ρεπουμπλικάνους να διαιρέσουν παραπάνω τους σαφώς λιγότερους πόρους τους, αφού μέσα σε 24 ώρες οι Δημοκρατικοί μάζεψαν πάνω από 80 εκατομμύρια από δωρεές πολιτών, ποσό ρεκόρ στην ιστορία της χώρας.
Ο ενθουσιασμός των ψηφοφόρων, ιδιαίτερα της βάσης των Δημοκρατικών, αυξήθηκε ύστερα από την αλλαγή υποψηφίου, ενώ τα ποσοστά της Κάμαλα στους Αφροαμερικανούς θυμίζουν αυτά του Ομπάμα. Σε ό,τι αφορά τους νέους, σημεία της πολιτικής της και τα είκοσι χρόνια που τη χωρίζουν από τον αντίπαλό της έχουν φέρει αλλαγές, ακόμα και αν η στάση της στα μεγάλα ζητήματα του φοιτητικού χρέους και της Παλαιστίνης δεν είναι ριζικά διαφορετική από αυτήν του νυν Προέδρου.
Με λίγα λόγια, δύο δεκαετίες μετέτρεψαν το 45% στους 17-34 σε 57%. Σίγουρα ξαφνιάζει τους περισσότερους πολιτικούς επιστήμονες το πώς μια αλλαγή που θεωρητικά αφορά μόνο το πρόσωπο και όχι τις απόψεις μπορεί να φέρει τέτοιες ανακατατάξεις σε μια φαινομενικά σίγουρη κούρσα.
Ήδη στον μέσο όρο των εθνικών δημοσκοπήσεων το +3,2% του Τραμπ την 21η Ιουλίου, το πρωί της οποίας ο Μπάιντεν παραιτήθηκε από την κούρσα, έχει γίνει +1,5% για τη Χάρις, μια αλλαγή σχεδόν πέντε μονάδων που σπανίζει στο βασανιστικά αργό δικομματικό σύστημα των ΗΠΑ.
Τίποτα δεν φαίνεται κανονικό σε αυτές τις εκλογές και πολλά δεν μπορούν να εκλογικευτούν όταν κάποιος βυθίζεται στο μυαλό του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου που μπορεί να απορρίψει τον Μπάιντεν για την ηλικία του και την Κάμαλα για την απειρία της, ψηφίζοντας, ωστόσο, τον γηραιότερο και πρωτοεμφανιζόμενο RFK.
Υστερόγραφο:
Η επιλογή Αντιπροέδρου από τη Χάρις μόλις ανακοινώθηκε: είναι ο κυβερνήτης της Μινεσότα Τιμ Γουόλζ.
Μπορεί ο Γουόλζ να είναι πιο προοδευτικός και ο Σαπίρο, το όνομα του οποίου επίσης ακουγόταν, περισσότερο φιλοϊσραηλινός, ωστόσο καμία επιλογή δεν θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά την καμπάνια των Δημοκρατικών: είναι και οι δύο λευκοί άντρες που κυβερνούν μεσοδυτικές πολιτείες.
Αντιθέτως, ο Τζέι Ντι Βανς που επέλεξε ο Τραμπ ήταν μια απολύτως αυτοκαταστροφική επιλογή, μια προσβολή προς τους μετριοπαθείς Δημοκρατικούς και ένα χάπι τόσο δηλητηριώδες που ακόμα και ο τοξικός βούρκος του τραμπισμού δύσκολα θα καταπιεί.