ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ, άλλο ένα κατηγορητήριο. Εν προκειμένω όμως, οι κατηγορίες εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ δεν αφορούν την καταβολή χρημάτων για να αποσιωπηθεί μια πορνοστάρ ή τη συνωμοσία για την υπονόμευση των εκλογών του 2020. Εμφανίζονται σε ένα νέο βιβλίο το οποίο χτυπά κατευθείαν στην καρδιά του τραμπικού μύθου: την αντίληψη δηλαδή ότι είναι ένας αυτοδημιούργητος δισεκατομμυριούχος που ενσαρκώνει το αμερικανικό όνειρο.
Το βιβλίο Lucky Loser, μια εξαντλητική μελέτη του επιχειρηματικού του ιστορικού, υποδηλώνει ακριβώς το αντίθετο. Ο Τραμπ χρωστούσε τα πάντα στον πατέρα του τον Φρεντ, ιδιοκτήτη μιας από τις πιο μεγάλες κατασκευαστικές της χώρας, ο οποίος έκανε την περιουσία του στην οικοδομική έκρηξη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με μερικές εξαιρέσεις, τα deals και οι επιχειρηματικές μανούβρες του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ στις ενασχολήσεις του με τα καζίνο και τα ακίνητα κυμαίνονταν πάντα μεταξύ αδιάφορων και καταστροφικών.
Ο Τραμπ βρισκόταν σε αδιέξοδο όταν έκανε το τηλεοπτικό ντεμπούτο του ως ο βαρύς και φαφλατάς οικοδεσπότης του ριάλιτι The Apprentice – μια μονομαχία εταιρικής διαχείρισης που γυρίστηκε μέσα στον χρυσοποίκιλτο πύργο του στην Πέμπτη Λεωφόρο. Τα νούμερα τηλεθέασης της εκπομπής εκτοξεύτηκαν στα ύψη, παρέχοντας στον Τραμπ μια οικονομική σανίδα σωτηρίας και μια πλατφόρμα για την επιτυχημένη εκστρατεία του για τον Λευκό Οίκο το 2016.
Το Lucky Loser δείχνει επίσης πώς η ευπιστία των μέσων ενημέρωσης τροφοδότησε την άνοδο του Τραμπ. Ξανά και ξανά, οι δημοσιογράφοι κατάπιαν τους ισχυρισμούς του για τεράστιο πλούτο. Οι τράπεζες της Νέας Υόρκης υπήρξαν εξίσου εύπιστες, δανείζοντάς του ελεύθερα με μοναδικό εχέγγυο τις προσωπικές εγγυήσεις του ίδιου του Τραμπ.
Ψάχνοντας σε βουνά φορολογικών αρχείων, οι δημοσιογράφοι των New York Times Russ Buettner και Susanne Craig που υπογράφουν το Lucky Loser ανακάλυψαν ότι ο Τραμπ πλήρωσε 750 δολάρια φόρο εισοδήματος το 2017, τη χρονιά που έγινε πρόεδρος. Το 2008 δεν πλήρωσε κανέναν ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος κατά τη διάρκεια ενός έτους κατά το οποίο εισέπραξε 14,8 εκατ. δολάρια από το The Apprentice και 18,5 εκατ. δολάρια από διαφημίσεις και συμφωνίες αδειοδότησης. Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ δεν πλήρωσε καθόλου φόρο εισοδήματος στα 11 από τα 18 έτη που εξέτασαν.
Οι προηγούμενες τους αναζητήσεις στον βίο και την πολιτεία του Τραμπ χάρισαν στους συγγραφείς του βιβλίου ένα βραβείο Πούλιτζερ, αλλά ο αντίκτυπος των αποκαλύψεών τους στην περιουσία του Τραμπ είναι μηδαμινός. Ο ίδιος εξακολουθούσε να αρνείται να παραδώσει τις φορολογικές του δηλώσεις έως ότου τον διέταξε να το πράξει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ το 2021.
Στο εναρκτήριο κεφάλαιο του βιβλίου τους, οι δύο δημοσιογράφοι αποδίδουν την κυριαρχία του Τραμπ στη λαϊκή φαντασία, στο δέος των Αμερικανών για τις διασημότητες, «στην τάση μας να συγχέουμε τα χαρακτηριστικά του πλούτου με την τεχνογνωσία και την ικανότητα, στην προθυμία μας να πιστέψουμε ότι οι άνθρωποι με κατοχυρωμένο στάτους δεν θα μας πουν ψέματα., στην αδυναμία μας να διακρίνουμε τους καρπούς της σκληρής δουλειάς από εκείνους της καθαρής τύχης».
Ένα πιο δυσάρεστο συμπέρασμα είναι ότι το φορολογικό σύστημα των ΗΠΑ είναι στημένο υπέρ των προνομιούχων insiders όπως ο Τραμπ. Oι συγγραφείς του βιβλίου δείχνουν πώς ο Φρεντ Τραμπ επωφελήθηκε από τους ευνοϊκούς όρους των ενυπόθηκων δανείων που παρείχε η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Στέγασης της εποχής του New Deal στους εργολάβους. Παρουσιάζουν επίσης τις φορολογικές απαλλαγές που επέτρεψαν στον Φρεντ να διοχετεύσει εκατομμύρια στον πρίγκιπα γιο του. Ο Τραμπ ο νεότερος απεδείχθη εξίσου επιδέξιος με τον πατέρα στον τρόπο με τον οποίον «παίζει» με το σύστημα.
Το Lucky Loser δείχνει επίσης πώς η ευπιστία των μέσων ενημέρωσης τροφοδότησε την άνοδο του Τραμπ. Ξανά και ξανά, οι δημοσιογράφοι κατάπιαν τους ισχυρισμούς του για τεράστιο πλούτο. Οι τράπεζες της Νέας Υόρκης υπήρξαν εξίσου εύπιστες, δανείζοντάς του ελεύθερα με μοναδικό εχέγγυο τις προσωπικές εγγυήσεις του ίδιου του Τραμπ. Η Γουόλ Στριτ έβαλε μυαλό μόνο όταν η αυτοκρατορία των καζίνο του Τραμπ κατέρρευσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αναγκάζοντας τον να προβεί σε μαζική πώληση περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, ο Τραμπ γλίτωσε την προσωπική πτώχευση, επιτρέποντάς του να επιστρέψει ως αστέρας ενός τηλεοπτικού ριάλιτι.
Σε αντίθεση με τα φανταχτερά καζίνο του Τραμπ στο Ατλάντικ Σίτι, το «The Apprentice» αποτέλεσε μια αξιόπιστη πηγή χρημάτων, χάρη στην τοποθέτηση προϊόντων: Burger King, Domino's, General Motors, Unilever – αυτές είναι κάποιες από τις κορυφαίες εταιρείες καταναλωτικών προϊόντων που εμφανίστηκαν στην εκπομπή. Κάποια στιγμή, ο Τραμπ κέρδιζε 1 εκατ. δολάρια ανά επεισόδιο από συμφωνίες αδειοδότησης και χορηγίας. Στην εκπομπή, ο «μαθητευόμενος» νικητής λάμβανε 250.000 δολάρια και έναν χρόνο απασχόλησης στον οργανισμό του Τραμπ. Για μια ακόμη φορά όμως, όπως δείχνουν οι συγγραφείς του βιβλίου, η εικόνα της επιτυχίας ήταν μια ψευδαίσθηση. Η πραγματικότητα ήταν μια εντελώς στρεβλή και προσχεδιασμένη διαδικασία επιλογής και ένας ιδιότροπος και εκφοβιστικός οικοδεσπότης.
Όπως παραδέχτηκε ο Jeff Zucker, το αφεντικό του τμήματος ειδήσεων και ψυχαγωγίας του δικτύου NBC: «Κάναμε κάστινγκ για ηθοποιό. Ο Τραμπ θα έπαιζε έναν ρόλο. Το ξέραμε αυτό. Η εκπομπή μπορεί να ονομάζεται "ριάλιτι", αλλά δεν είναι ποτέ πραγματικό, per se». Μέχρι που το ριάλιτι έγινε πραγματικότητα. Ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ και τώρα είναι ξανά υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο. Και αν καταφέρει να φτάσει ξανά στην κορυφή, κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα άλλο βιβλίο για τους υποκινητές που τον βοήθησαν στη νέα ανέλιξή του, τους ανθρώπους που επέλεξαν να αγνοήσουν τα ψέματά του αλλά και τις ευθύνες ενός συστήματος που του επέτρεψε να ζήσει μια ζωή χαρισάμενη.
Με στοιχεία από The Financial Times