Η ιδέα μιας μόδας με ήπια αύρα, θετικής και εμψυχωτικής, πλανήθηκε σε όλες τις πρωτεύουσες του στυλ, γεννώντας την υπόσχεση ενός φωτεινού καλοκαιριού. Αχνογάλαζα και ροζ παστέλ ξεπρόβαλαν στα περισσότερα σόου, προσφέροντας, μαζί με τα αρχαϊκά ντραπέ (Valli, Victoria Beckham, Carven), μια ανακουφιστική εικόνα θηλυκότητας. Στον αντίποδα του ρομαντισμού, οι αναφορές στον κόσμο των σπορ, με τζάκετ, αντιανεμικά, hoodies και κολάν (Miu Miu, Stella McCartney, Schiaparelli), οι αφύσικοι όγκοι και τα ανδρόγυνα looks (Saint Laurent, Jil Sander) «μίλησαν» για ένα δυναμικό καλοκαίρι, πέρα από νόρμες.
Αξίζει ειδική αναφορά στον ξεχωριστό Alessandro, ο οποίος στο ντεμπούτο του για τον Valentino απενοχοποίησε τα φρου φρου και τους ρομαντικούς φιόγκους, συνεπής στον βηματισμό του μακριά από την ήσυχη πολυτέλεια. Παρά την άψογη εκτέλεση και την, εμφανώς, βαθιά έρευνα στα αρχεία του οίκου, ο Michele δεν με έχει πείσει ακόμα ότι μπορεί να προσαρμόσει το ψυχαναγκαστικό του layering στις ευγενείς καταβολές του brand που ανέλαβε. Δεν τον συμπεριέλαβα, έτσι, στα σόου που θεωρώ ότι άφησαν ένα ξεχωριστό αποτύπωμα. Ούτε και τον αγαπημένο της Anna Wintour, τον Jonathan Anderson, ο οποίος, εν μέσω εντεινόμενων φημών ότι έχει πάρει τον δρόμο για τον οίκο Dior, προκάλεσε παραληρήματα ενθουσιασμού για τη 10η επετειακή του συλλογή της ισπανικής Loewe, προτείνοντας μια ανορθόδοξη σιλουέτα για σύγχρονα αγοροκόριτσα, με τραπεζοειδείς φούστες που τραμπαλίζονταν χάρη σε μεταλλικούς δακτύλιους στο στρίφωμά τους.
Παρά την άψογη εκτέλεση και την, εμφανώς, βαθιά έρευνα στα αρχεία του οίκου, ο Michele δεν με έχει πείσει ακόμα ότι μπορεί να προσαρμόσει το ψυχαναγκαστικό του layering στις ευγενείς καταβολές του brand που ανέλαβε.
Στα δικά μου μάτια, υπήρξαν έξι σόου που για διαφορετικούς λόγους τάραξαν τα νερά...
Saint Laurent: All about Yves
Πίσω στη Rue de Bellechase, εκεί που το 2016 είχε πάρει το βάπτισμα του πυρός ως σχεδιαστής του οίκου, ο Anthony Vaccarello παρουσίασε τη γυναίκα του για το 2025. Σε ένα αβαείο του 1671 που τον 18ο αιώνα στέγασε το γαλλικό υπουργείο Ενόπλων Δυνάμεων και το 2016 πέρασε στα χέρια του ομίλου Kering, ο οποίος το αποκατέστησε μεγαλειωδώς για να στεγάσει τον κόσμο του Saint Laurent, κορίτσια-σωσίες του Yves εμφανίστηκαν μπροστά σε ένα κοινό που κρατούσε την ανάσα του.
Αποχαιρετώντας την περσινή του ωδή στη διαφάνεια, ο Vaccarello έδειξε ρούχα που όλες μας θα θέλαμε να φορέσουμε: μάλλινα φαρδιά παντελόνια και σταυρωτά σακάκια με τετράγωνους ώμους, δερμάτινα τζάκετ, ογκώδεις καμπαρντίνες. Το ανδρόγυνο −με ιέρεια την Bella Hadid στη μεγάλη της επιστροφή στην πασαρέλα μετά από δύο χρόνια− ήταν η μία όψη της έμπνευσής του. Γιατί η γυναίκα Saint Laurent, ιστορικά, μπορεί να οχυρώνεται πίσω από ένα αυταρχικό προσωπείο, αλλά στο ξεγύμνωμά της παραμένει ένα σέξι αλάνι. Έτσι, μετά τα ανδρικά κοστούμια και τους κοκάλινους σκελετούς μυωπίας, το παιχνίδι των looks γλίστρησε σε μπροκάρ κοντά ζακετάκια με κρυστάλλινα κουμπιά και κυματιστές σατέν φουστίτσες με δαντελένια μισοφόρια.
Τόσο σκέρτσο και χρώμα σπάνια μάς έχει σερβίρει μέχρι σήμερα ο Vaccarello. Κανείς δεν ξεγελάστηκε από τις λάμψεις και τις υφές, πάντως – το κορίτσι Saint Laurent παραμένει μια κακομαθημένη πλουσία, άλλοτε βγαλμένη από σαπουνόπερες των ’80s, άλλοτε από την μποέμ νωχέλεια των ’70s, με τις μούσες του Yves να δίνουν το όνομά τους στο κάθε look.
Bottega Veneta: Ενήλικα παιχνίδια
Τα ζωόμορφα, χαμογελαστά κουκλάκια που έγιναν δερμάτινα πουφ (Zanotta Sacco, για τους γνώστες) για τους καλεσμένους του Matthieu Blazy ήταν τα προκαταρκτικά για μια παρέλαση ρούχων εξίσου διασκεδαστική και ευρηματική. Σαν πιτσιρίκια σε παιδικό πάρτι που μαζεύονται με τα γόνατα διπλωμένα στο στήθος γύρω από έναν ταχυδακτυλουργό, ο Jacob Elordi από το λαγουδάκι-κάθισμά του και η Kendall Jenner από το άλογό της έγιναν μάρτυρες του ξεχωριστού χαρίσματος του Blazy να κάνει το εννοιολογικό να χορεύει με το χαλαρό καθημερινό ντύσιμο.
Στα δυόμισι χρόνια του στον οίκο, ο Γάλλος σχεδιαστής καθιέρωσε το σόου της Bottega Veneta ως αυτό με το μεγαλύτερο buzz στην εβδομάδα του Μιλάνο, με την τέχνη και το design να δημιουργούν κάθε φορά ένα ιδανικό περιβάλλον για το προσεκτικά επιλεγμένο guest list του, που γι’ αυτήν τη σεζόν περιλάμβανε την τρανς σταρ του TikTok, Jools Lebron, και την Αλγερινή μποξέρ και χρυσή Ολυμπιονίκη στο Παρίσι, Imane Khelif.
«Τα παιδιά ζουν την περιπέτεια της κάθε μέρας. Τα πιο φανταστικά πράγματα μπορεί να σου συμβούν, θαύματα, περίεργες πραγματικότητες, απίθανα σενάρια που κατατροπώνουν τις απογοητεύσεις… είναι η δύναμη της ειλικρίνειας που υπερνικά τη στρατηγική…», προσπάθησε να περιγράψει με τα σπασμένα αγγλικά του ο Blazy την αφετηρία της συλλογής του.
Αυτή η ειλικρίνεια πέρα από στρατηγικές μεταφράστηκε στην πασαρέλα με μια τολμηρή απόδοση του power-dressing, με ρούχα που αψηφούσαν τη συμμετρία και τις αναλογίες. Γιγάντιοι δερμάτινοι γιακάδες, φούστες-παντελόνια, πειραματισμοί με υλικά (δέρμα, ζακάρ πλεκτά από ελαφρύ μερινό, ποπλίνες), πολύ γκρίζο (ως «μη χρώμα» που μπορεί να υποδεχτεί μικρά ξαφνιάσματα κόκκινου) και πολλά ζωάκια, σαν τα βατραχάκια και τα κουνέλια που εμφανίζονταν σε κοσμήματα, πηδούσαν σε αφράτα πασούμια ή, απλά, ενέπνεαν τη χρωματική παλέτα της συλλογής. Χαλαρές γραβάτες, ρίγες και τσαλακωμένα πουκάμισα ενίσχυσαν την αίσθηση της ήσυχης πολυτέλειας που επιδιώκει o Blazy, ενώ η αυθεντία του οίκου στο δέρμα αποκαλύφθηκε μαγικά σε ένα βραδινό παγιετέ φουστάνι φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από δέρμα.
Τα αξεσουάρ, το γερό χαρτί της Bottega Veneta, εμφανίστηκαν τολμηρά σε φόρμα και τεχνική, παίρνοντας τη μορφή μιας χαρτοσακούλας από δέρμα ή μεγάλων totes σε ένα υπέροχο γκρενά, που έμοιαζαν πρόχειρα συναρμολογημένες με χοντροκομμένα γαζιά, ενώ η περιζήτητη Andiamo προτάθηκε σε παραλλαγή με ένα χερούλι για μεγαλύτερη ευελιξία.
Ο Blazy ανήκει σε μια γενιά σχεδιαστών-καλλιτεχνών που υφαίνουν ένα ολόκληρο σύμπαν γύρω από ένα brand. Έτσι, αυτόν τον μήνα λανσάρει πέντε unisex αρώματα με έμπνευση την περιοχή του Veneto, έναν χώρο όπου ιστορικά έχουν «μπλεχτεί» −αναφορά στη χαρακτηριστική πλέξη intreciatto της Bottega− πολλές κουλτούρες. Μαύρο πιπέρι από τη Βραζιλία και μύρο από τη Σομαλία αναμείχθηκαν με ιταλικό περγαμόντο και γιασεμί σε αρώματα που κλείστηκαν σε ένα μπουκάλι με κυματιστή επιφάνεια, στο στυλ των φυσητών γυαλιών Μουράνο.
Prada: Ρετρό φουτουρισμός
«Πώς δραπετεύει κανείς από τη φούσκα των προσωπικών του φίλτρων;», αναρωτιούνται φέτος οι Serpentine Galleries υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Hans Ulrich Obrist σε μια χρονιά αφιερωμένη στην Τεχνητή Νοημοσύνη. Γύρω από τον προβληματισμό της τέχνης για τη «δικτατορία του αλγόριθμου», η Prada προτείνει σύμπλευση με το χάος, προτείνοντας ένα κολάζ επιθυμιών, αυτών που γεννιούνται μέσα από την κατανάλωση σκόρπιων πληροφοριών, πριν καν τις συνειδητοποιήσουμε.
Η Miuccia Prada μίλησε για μια αίσθηση (της συλλογής) που παραπέμπει σε αληθινούς ανθρώπους οι οποίοι συνδυάζουν κομμάτια από διαφορετικές εποχές όταν ντύνονται, ενώ ο Raf Simons για ρούχα που μεταμορφώνουν τον άνθρωπο σε υπερήρωα. Στην πραγματικότητα, η συλλογή παλλόταν από μια αναρχική καλλιτεχνική ελευθερία – μέτρησα τουλάχιστον 45 διαφορετικά παπούτσια και τόσα διαφορετικά styling όσα και τα ξεχωριστά looks (κάτι που συμβαίνει μόνο στην υψηλή ραπτική), όπως και μια σειρά παρουσίασης στην πασαρέλα που δεν εξελισσόταν σε ενότητες. Κάθε look ακολουθείτο από το αντίθετό του, ώστε ο θεατής να νιώθει μια διαρκή έκπληξη, και, εν τέλει, ευφορία από τον πλουραλισμό.
Κομμάτια από το μακρινό και πιο κοντινό παρελθόν της Prada βρήκαν τη θέση τους σε αυτό το σόου, σε ένα ελεύθερο μιξάζ για τον 21ο αιώνα: ανάλαφρα φορέματα, εβαζέ φούστες, χρωματιστά πουκάμισα, σουέντ τζάκετ, λουστρινένια derbies… Οι μεταλλικοί κρίκοι της περσινής σεζόν σε Χ-large μέγεθος ή ως τεράστια στρογγυλά ανοίγματα σε δερμάτινες grunge φούστες… Τα μεταξωτά πανωφόρια και οι μπλούζες με τους φιόγκους από τη «Sincere Chic» συλλογή του 2010 σε φουτουριστικό, όμως, styling… Τα κεντημένα φτερά πάνω σε διάφανα φορέματα από τις αρχές των ’00s συνδυασμένα με σπορ άνορακ σε έντονα χρώματα.
Η συλλογή μπέρδεψε πολλούς. Είναι πρόταση μόδας ή ωμή σύγκρουση με το παρελθόν; Μπορεί κανείς να μιλήσει για τάση ή τρόπο ντυσίματος στον απόηχο αυτού του σόου; «Η ιδέα της επιλογής [με ενδιαφέρει]», απάντησε η Miuccia Prada. «Της αστάθειας ως μέτρου για την ανθρώπινη δημιουργικότητα». Αν τα αλλόκοτα συστατικά της μόδας Prada ξενίζουν, σκεφτείτε ότι αυτό ακριβώς επιδιώκει, προσεγγίζοντας την τέχνη της εννοιολογικά, με πολλαπλά νοήματα, ανοιχτά σε διαφορετικές ερμηνείες.
Azzedine Alaia: Επιστροφή στη Νέα Υόρκη
To 1982, o Azzedine Alaia οργάνωσε το πρώτο του ντεφιλέ μετά από πρόσκληση του luxe πολυκαταστήματος Bergdorf Goodman. Ο «King of Cling» της μόδας, γαλουχημένος στα ατελιέ του Dior, του Μugler και του Guy Laroche, είχε λανσάρει το πρετ α πορτέ του δυο χρόνια νωρίτερα, και παρότι η συλλογή του από υπέροχα, μαύρα στην πλειοψηφία τους, φορέματα και παλτό είχε φωτογραφηθεί στους δρόμους του Παρισιού, δεν την είχε δείξει πουθενά επίσημα. Η Αμερική τον καλωσόρισε και τον αποθέωσε. Με σταθερή πελατεία και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, ο Alaia αποφάσισε (το 1987) να κάνει μόδα με τους δικούς του ρυθμούς και όρους, παραμένοντας εκτός του επίσημου προγράμματος επιδείξεων. Τα media τού κόλλησαν τη ρετσινιά του δύστροπου, αλλά έμαθαν να τον περιμένουν και να αναγνωρίζουν τη στυλιστική του ιδιοφυΐα.
Στη Νέα Υόρκη, λοιπόν, ο Βέλγος σχεδιαστής του οίκου, Pieter Mulier, γιόρτασε μια διπλή επιστροφή: του Azzedine στην πόλη που τον «φόρεσε» όσο καμιά άλλη (σκεφτείτε μόνο τις μούσες του: Grace Jones, Tina Turner, Naomi Campbell, Kendall Jenner και Zendaya από τις νεότερες) και του ίδιου του Mulier, που είχε θητεύσει στον Calvin Klein ως Global Creative Director.
Για την περίσταση, το μουσείο Γκούγκενχαϊμ άνοιξε τις δύσκολες πόρτες του (από το 1939, που εγκαινιάστηκε, δεν έχει φιλοξενήσει ποτέ επίδειξη μόδας) και η λίστα των καλεσμένων ξεχείλιζε από μυθικά ονόματα. Η Naomi και η Linda βρέθηκαν στην πρώτη σειρά δικαιωματικά, αλλά ήταν η άφιξη της Rihanna με λευκό σατέν bustier και διχτυωτό πανωφόρι κεντημένο με κρύσταλλα που έκανε τους πάντες να βουβαθούν από θαυμασμό.
H εμφάνισή της έδωσε και τον τόνο της συλλογής: ανάμεσα στο μεγαλοπρεπές και το ανάλαφρο, ο Mulier εμπνεύστηκε από την αμερικανική αντίληψη περί ομορφιάς, που ανέκαθεν βασίστηκε στην απλότητα και την ελευθερία του sportswear: κομψά φουστάκια με βολάν, στράπλες top και μεγάλες κρεμαστές τσάντες φορεμένες σαν backpack έδωσαν έναν ανάλαφρο τόνο στη σέξι ρευστότητα του brand Alaia, ενώ ανάμεσα στις σπορτίβ σιλουέτες ο Βέλγος σχεδιαστής γλίστρησε επιδέξια το στοιχείο της αμερικανικής υπερβολής, παρουσιάζοντας παλτό-φούσκες και μακριές φούστες με όγκο. Η τεχνογνωσία του οίκου που σχετίζεται με την έλλειψη ραφών αποκαλύφθηκε θριαμβευτικά, με κάθε ίχνος κουμπιού ή φερμουάρ να εξαφανίζεται και με τα υφάσματα, εφαρμοστά ή σε πλούσιες πτυχώσεις, να σμιλεύονται πάνω στις σιλουέτες των μοντέλων, αψηφώντας τον νόμο της βαρύτητας.
Junya Watanabe: To upcycling στην πράξη
O Ιάπωνας βιρτουόζος της βελόνας, σταθερά γοητευμένος από την punk κουλτούρα, άνοιξε την Εβδομάδα Μόδας του Παρισιού με μια σπουδή πάνω στο upcycling. Σκισμένα και κομματιασμένα υλικά –σακίδια, λάστιχα, ηχομονωτικός αφρός, ισοθερμικά υλικά, έως και εξοπλισμός BMX– μορφοποιήθηκαν σε αριστουργηματικά φουστάνια για μοντέρνες νύφες του Φρανκενστάιν. Φούστες που ο όγκος τους προέκυπτε από μια συρραφή λωρίδων ασημί υφάσματος, γλυπτικά τζάκετ μηχανής ή σακίδια συναρμολογημένα πάνω σε φορέματα από tech υλικά και αδιανόητες πάτσγουορκ λεπτομέρειες συνέθεταν ένα «Mad Max» σύνολο, αφύσικο και παραμορφωτικό, που έσπαγε κάθε παραδεκτό κώδικα «κανονικότητας». Το επίσημο ένδυμα για τον Watanabe διατηρεί μόνο τη λάμψη και τα βασικά χρώματα (μαύρο και γκρι) μιας τυπικής βραδινής εμφάνισης, με τα μπαλώματα από διαφορετικά υφάσματα (ανάμεσά τους και το χαρακτηριστικό κοκκινόμαυρο καρό του οίκου) και τους αφύσικους όγκους να χαρακτηρίζουν τη συλλογή. Ακραίο; Ναι. Ασυνήθιστο; Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς. Σίγουρα, όμως, δεν έχει ταίρι, γι’ αυτό και οι πειραματισμοί του Watanabe δικαιούνται μια θέση στο top 6 μας ως μια πανηγυρική ακύρωση του μινιμαλισμού και της αρμονίας.
Jil Sander: Πυγμή και ευαισθησία
Η επίδειξη του Luke και της Lucie Meiers –του ζευγαριού που συνυπογράφει καλλιτεχνικά την Jil Sander– αναπτύχθηκε γύρω από ένα δίπολο που αφορά κάθε γυναίκα. Τα πρώτα looks αφηγούνταν ένα καθαρόαιμο power dressing με έμφαση στις oversized και τετραγωνισμένες φόρμες που το brand είχε λανσάρει στα ’80s, και το οποίο θα είχε αποδειχτεί βαρετό, αν δεν είχαν επιλεγεί ιριδίζοντα υφάσματα που κάτω από τα φώτα του σόου ανέδιναν μια απαλή λάμψη σε μοβ, πορτοκαλί, κίτρινο και φούξια.
Μετά το αυστηρό άνοιγμα, η πασαρέλα φώτισε από παστέλ σύνολα που νοσταλγούσαν το γύρισμα του 20ού αιώνα. Μπλούζες με στρογγυλά γιακαδάκια, διάφανα σιφόν, πλεκτά ανσάμπλ και γυαλιστερά σατέν φορέματα με διακοσμητικές λεπτομέρειες (φραμπαλάδες, απλικαρισμένα λουλούδια και βολάν στους ποδόγυρους) κυριάρχησαν στο μέσον της επίδειξης, σκιτσάροντας εικόνες antique glam, με έντονες αναφορές στην Άπω Ανατολή. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η αφήγηση θα συνεχιζόταν στον ίδιο ρετρό τόνο, στην επόμενη στροφή τα looks επέστρεψαν στο οικείο μεταμοντέρνο ύφος της Jil Sander.
Ψηφιακές φωτογραφικές εκτυπώσεις σε μακρυμάνικες μπλούζες και βραδινά ντε πιες (λουλούδια, πινελιές χρώματος και crops από το σχέδιο ενός αυτοκινήτου-αντίκα) θύμισαν την προηγούμενη θητεία του Meiers στην ιταλική OAMC. Λίγο πριν από το φινάλε, ένα κορεσμένο πορτοκαλί πιτσιλίστηκε πάνω σε διάφορα ρούχα και έβαψε εξ ολοκλήρου μια λουστρινένια καμπαρντίνα, σηματοδοτώντας μια νέα αυγή (στη μόδα, στον κόσμο) ή προφητεύοντας τον ερχομό ενός σκοτεινού μέλλοντος.