Νοήματα μνήμης, ιστορικότητας και διαπροσωπικών αφηγήσεων εξετάζει η έκθεση «Wanderlust/all passports» σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου στο ανενεργό μέγαρο Σλήμαν-Μελά, η οποία θα διαρκέσει μέχρι τις 17 Νοεμβρίου. Σαράντα τέσσερις καλλιτέχνες ενεργοποιούν τον χώρο και παρουσιάζουν έργα που ανταποκρίνονται σε αυτόν και στο εννοιολογικό́ πλαίσιο της έκθεσης, δημιουργώντας με το οπτικό, πολυμεσικό λεξιλόγιό́ τους εγκαταστάσεις χώρου, βίντεο, γλυπτά και ζωγραφική.
Το ιστορικό κτίριο, που φέρει την υπογραφή του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ, ο οποίος το σχεδίασε το 1890, και πρόκειται να μετατραπεί σε ξενοδοχείο, ξεκίνησε τη ζωή του ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το Αρσάκειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, έγινε ξενοδοχείο για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια μετατράπηκε σε κτίριο γραφείων για δικηγόρους και συμβολαιογράφους, ενώ φιλοξένησε και καταστήματα που άφησαν το αποτύπωμά τους στην κοινωνική ζωή της πόλης. Αργότερα μέσα στον 20ό αιώνα προστέθηκαν σ' αυτό ο εμβληματικός κινηματογράφος Ιντεάλ και το ομώνυμο εστιατόριο, που έγιναν ιστορικά στέκια της Αθήνας.
Μπαίνοντας στο ισόγειο αίθριο του κτιρίου βλέπουμε ότι γειτνιάζει με δύο κτίρια στην οδό Φειδίου: την πρώην κατοικία του Αυστριακού πρέσβη Άντον Πρόκες φον Όστεν, η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως έδρα του Εθνικού Ωδείου, και το κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, που είναι επίσης σχεδιασμένο από τον Τσίλλερ.
Ο χώρος αποκτά αναπνοή μέσα από τη δημιουργικότητα και την έμπνευση των καλλιτεχνών και την αναζήτηση νοημάτων από τον επισκέπτη, που καλείται να αναλογιστεί την ουσία των ταξιδιών του σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο.
Μέσα σε ένα αρχιτεκτόνημα που εγείρει ερωτήματα σχετικά με την αρχιτεκτονική κληρονομιά και τον υπό διαμόρφωση αστικό ιστό που χαρακτηρίζεται από διαρκείς μεταβάσεις και αλλαγές χρήσης τέτοιων χώρων, οι καλλιτέχνες κλήθηκαν να κάνουν ένα προσωπικό ταξίδι με αφορμή και άξονα τα ταξίδια του πρώτου κατοίκου του μεγάρου, του Ερρίκου Σλήμαν, του Γερμανού επιχειρηματία και παθιασμένου ερασιτέχνη αρχαιολόγου, που οργάνωσε, χρηματοδότησε και διεξήγαγε τις ιστορικές ανασκαφές στην αρχαία Τροία, την Ιθάκη, τις Μυκήνες και αλλού.
Οι ανασκαφές του Σλήμαν δέχθηκαν σφοδρή κριτική από μεταγενέστερους αρχαιολόγους για την καταστροφή των κύριων χρονολογικών στρωμάτων της πραγματικής Τροίας και άλλων οικισμών. Επίσης, επικρίθηκε για τη δημιουργία ψευδών αφηγήσεων σχετικά με τα ευρήματά του και για το ότι ενδιαφερόταν περισσότερο για την απόκτηση φήμης και –όπως θα περιγράφαμε με σημερινούς όρους– status διασημότητας/celebrity για τον εαυτό του, τα οποία του επέτρεψαν να εισέλθει στους υψηλούς κύκλους της αθηναϊκής κοινωνίας.
Ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύουμε σήμερα το πάθος του Σλήμαν για τις αρχαιότητες και τα έργα αρχαίας τέχνης και την ανάγκη του για αναγνώριση, η έννοια της αλληλοσυνδεσιμότητας/υπερσύνδεσης των ανθρώπων και των πραγματικοτήτων, τόσο σε μεταφορικό όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο, αποτελεί βασικό άξονα της έκθεσης που επιχειρεί, λαμβάνοντας υπόψη την εννοιολογική σημασία του ταξιδιού αλλά και πιο συγκεκριμένα του ομηρικού ταξιδιού και το τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον καθένα μας και την καθεμία μας, να φέρει το κοινό κοντά σε ιδέες εσωτερικής εξερεύνησης, υπαρξιακής αναζήτησης και συναισθηματικής ανάτασης.
Τι μας επιτρέπει να ταξιδεύουμε, πέρα από την ανάγκη να βιώσουμε νέες κουλτούρες; Είναι η γοητεία του άγνωστου; Και ειδικά σήμερα, είναι η αίσθηση ασφάλειας και ευκολίας επικοινωνίας μεταξύ απομακρυσμένων τόπων; Μπορεί να είναι η τεχνολογία που μας συνοδεύει σε κάθε βήμα; Ή μπορεί να είναι οι σχέσεις μεταξύ χωρών σε πολιτικό, διπλωματικό και πολιτισμικό επίπεδο; Τι κοινό έχει ο σύγχρονος ταξιδιώτης με έναν κατακτητή της αρχαιότητας ή έναν εξερευνητή του 19ου αιώνα;
Η φυσική υπόσταση του μεγάρου, σε αρχιτεκτονική σύλληψη και εκτέλεση του Τσίλλερ, είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένη με την ιστορία της Αθήνας και αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για την παράδοση όσο και για την εθνική μας ταυτότητα σε πολλαπλά επίπεδα. Ο Ερρίκος Σλήμαν, από τη μια πλευρά, αντιπροσωπεύει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο την εποχή του νέου ιμπεριαλισμού που ξεκίνησε στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1870 και τους ρομαντικούς εξερευνητές της βικτοριανής εποχής που προσελκύονταν από «αχαρτογράφητα» μέρη της Ανατολής, οδηγημένοι από την επιθυμία να επιδείξουν πλούτο σε πολλαπλά επίπεδα, συγκεντρώνοντας τεράστιες ποσότητες μοναδικών αντικειμένων, τα οποία φιλοξενούσαν σε τεράστια κτίρια που θύμιζαν εκτεταμένα δωμάτια με αλλόκοτα εκθέματα και έργα τέχνης (οι δύο όροι που επικράτησαν είναι wunderkammer στα γερμανικά και cabinet of curiosities στα αγγλικά), προάγγελους των ευρωπαϊκών μουσείων του 19ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, το κτίριο συμβολίζει μια αναγκαστική κοινωνική αλλαγή σε ένα ελληνικό κράτος που αναδυόταν μετά από τετρακόσια χρόνια οθωμανικής κατοχής.
Η φιλαποδημία και τα όνειρα της τέχνης
Η λέξη «Wanderlust», που βρίσκεται στον τίτλο της έκθεσης, σημαίνει φιλαποδημία, την αγάπη για τα ταξίδια. Οι καλλιτέχνες μπορούν να θεωρηθούν φιλαπόδημοι, καθώς ταξιδεύουν στη χώρα των ονείρων λίγο πριν χιλιάδες ταξιδιώτες φέρουν το δικό τους αποτύπωμα σε αυτό το μελλοντικό ξενοδοχείο, συνομιλώντας με έννοιες του χωροχρόνου και ερχόμενοι σε διαπραγμάτευση με νοήματα που σχετίζονται με το μέλλον μέσα από το πρίσμα του παρελθόντος και του παρόντος. Οι μεγάλες αίθουσες, τα μικρότερα δωμάτια, οι διάδρομοι και τα διάφορα περάσματα συγκροτούν μια συνειδησιακή ροή και μια συναισθηματική διαδρομή.
Το κτίριο της έκθεσης αναδύεται ως ζωντανή οντότητα, όπου κάθε καλλιτέχνης επανακαθορίζει τον εαυτό του, ενώ κάθε επισκέπτης περιπλανιέται μέσα σε αυτό το κτίριο-σώμα, αναζητώντας και αποκαλύπτοντας ασυνείδητα τις δικές του αναφορές και καταβολές. Όπως τα σώματα, οι αισθήσεις, τα συναισθήματα, οι έννοιες και τα υλικά συγχωνεύονται σε μια κατάσταση ανθρωποκεντρικής αλληλεπίδρασης, αναδύεται μια ενέργεια που γεφυρώνει και ενώνει τα πάντα, βάζοντάς μας όλους μέσα σε ένα αέναο και ασταμάτητο υπαρξιακό ταξίδι.
Ενώ κάθε εικαστικός έχει έναν ξεχωριστό χώρο, οι επισκέπτες έχουν την ευκαιρία να συνδιαλλαγούν μαζί τους ακολουθώντας τη δική τους προσωπική χαρτογράφηση της έκθεσης. Η δική τους οπτική γωνία σε συνάρτηση με αυτή των καλλιτεχνών παρεμβαίνει, επηρεάζει και αναδιαρθρώνει τους νοητικούς άξονες της αντίληψής μας για τον κόσμο στον οποίο ζούμε. Ο χώρος αποκτά αναπνοή μέσα από τη δημιουργικότητα και την έμπνευση των καλλιτεχνών και την αναζήτηση νοημάτων από τον επισκέπτη, που καλείται να αναλογιστεί την ουσία των ταξιδιών του σε έναν διαρκώς εξελισσόμενο κόσμο.
Οι καλλιτέχνες ως ταξιδιώτες στον χώρο των αισθημάτων
Η Εοζέν Αγκοπιάν, με την εγκατάσταση I Changed My Route to Have Your Gaze, δεν αλληλεπιδρά μόνο με τον φυσικό χώρο, αλλά παράγει και έναν στοχασμό για τις παροδικές συνδέσεις μας με τον τόπο και την ιστορία.
Η Άννα Αμπαριώτου, με την εγκατάσταση ...the cosmos exists.. .at last we are free to travel... they told us... (2024), πλέκει περίτεχνα τη βιβλική αφήγηση της Κιβωτού του Νώε με σύγχρονες ανησυχίες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Μια σφαίρα από σκυρόδεμα –μια απτή μεταφορά για την ψυχική οδύσσεια της καλλιτέχνιδας μέσα από φανταστικούς κόσμους– είναι μέρος της εγκατάστασης Beyond (2024) της Λυδίας Ανδριώτη, που αποκαλύπτεται ως μια πολυδιάστατη εξερεύνηση της ύπαρξης και της υπέρβασης των ορίων της.
Το έργο Manuport της Άννας Αντάρτη είναι μια συλλογή από διάφορα φυσικά υλικά και ανθρωπογενή εξαρτήματα που συνθέτουν ένα πολυεπίπεδο αφήγημα, αποκαλύπτοντας την προέλευση και την περίπλοκη ιστορία κάθε επιμέρους στοιχείου.
Η εγκατάσταση της Κλίτσας Αντωνίου O human race, born to fly upward, wherefore at a little wind dost thou so fall? έχει ως αφετηρία έμπνευσης τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, προβάλλοντας την ένταση μεταξύ της ανόδου και της αναπόφευκτης δύναμης της βαρύτητας.
Η χαρτογραφική προβολή Trompe l'oeil (2024) από τους Θωμά Βαλιανάτο και Δημήτρη Μυλωνά δημιουργεί έναν τρισδιάστατο ψυχεδελικό καμβά, ένα περιβάλλον που εξερευνά νέες χωρικές διαστάσεις χρησιμοποιώντας προηγμένες τεχνικές προοπτικής.
Η εγκατάσταση Αρχιτεκτονική του Μύθου: Ερείπια από Χαρτί και Ατελεύτητες Ιστορίες (2024) του Απόστολου Φ. Βέττα βασίζεται στη μακρόχρονη ενασχόληση του καλλιτέχνη με τη σκηνογραφία, προερχόμενη συνήθως από χάρτινα υπολείμματα που χρησιμοποιήθηκαν στη δημιουργία θεατρικών μακετών ανά τα χρόνια.
Ο Asaf Gam Hacohen στο The 2060’s - Memories of a Forgotten Future δημιουργεί κατασκευασμένες αναμνήσεις, αδιάκριτες από αυτές που βασίζονται σε πραγματικές εμπειρίες και θέτουν υπό αμφισβήτηση την κατανόησή μας για την προέλευση των καθημερινών γεγονότων.
Στην εγκατάσταση Sonatina 2084 της Κλειώς Γκιζελή, ο εξομολογητικός μονόλογος ενός μικρού γυναικείου κεφαλιού/προσώπου διακόπτεται από λυρικά και μουσικά θραύσματα, καθώς και αγαπημένες κινηματογραφικές ατάκες από διάφορες εποχές.
Η εγκατάσταση με τίτλο Ενατένιση της Ειρήνης Γκόνου εμπνέεται από την απόφασή της να μετακομίσει από ένα αστικό σε ένα φυσικό περιβάλλον.
Η εγκατάσταση της Λυδίας Δαμπασίνα με τίτλο Privilèges εκκινεί από τo μεγαλείο των βουνών ως καταφύγιο, προβάλλοντας ένα σχόλιο για την απομόνωση και την αναζήτηση νοήματος. Οι πανύψηλες αλπικές κορυφές, απεικονισμένες με σχολαστική προσοχή στη φυσική τους μεγαλοπρέπεια, σκιαγραφούν μια ζωή μακριά από τον φρενήρη ρυθμό της σύγχρονης κοινωνίας.
Η εγκατάσταση A Journey to Presence (2024) της Susan Daboll μας μεταφέρει σε πέντε οικείους χώρους: την κουζίνα, το θέατρο, το γραφείο, το δωμάτιο του παρόντος εαυτού της και το δωμάτιο-έξοδος. Κάθε δωμάτιο μεταμορφώνεται σε ένα αλληγορικό βήμα στην προσωπική και καλλιτεχνική οδύσσεια της καλλιτέχνιδας.
Το έργο Illusory Bodies (2024) από την Άντζη Δρακοπούλου και τον Daniel Hill είναι μια πολυκάναλη εγκατάσταση που εξετάζει τη φιλοσοφική αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπινου σώματος/νου και του φυσικού κόσμου, αντλώντας έμπνευση από τη βουδιστική πρακτική διαλογισμού που οπτικοποιεί έναν φωτεινό, αφυπνισμένο εαυτό.
Η έμπνευση για το έργο Fragments of a Glorious Past (2014) της Σοφίας Ζαράρη αντλείται από την εμβληματική φωτογραφία της Σοφίας Εγκαστρωμένου-Σλήμαν, που απεικονίζεται στολισμένη με κοσμήματα από τον λεγόμενο «θησαυρό του Πριάμου» της Τροίας. Τα κύρια υλικά για την εγκατάσταση της Ζαράρη είναι θραύσματα οικοδομικών υλικών που συλλέχθηκαν από τo μέγαρο Σλήμαν-Μελά.
Η εγκατάσταση της Μάρως Ζαχαρογιάννη, με τίτλο My Body, My Prerogative, προσκαλεί τους θεατές σε μια οδύσσεια που συγχωνεύει τον χώρο με το σώμα, υφαίνοντας μια αφήγηση που εκτείνεται στο απέραντο συνεχές του χωροχρόνου.
Το έργο Τρία Ψέματα, μία αλήθεια της Ελένης Ζερβού επικεντρώνεται στον Ερρίκο Σλήμαν, μια πολυσχιδή προσωπικότητα, που αποτελεί παράδοξο τόσο στην ακαδημαϊκή όσο και στη δημόσια σφαίρα.
Τα τρία ζωγραφικά έργα σε καμβά, σε συνδυασμό με μια συλλογή έργων σε χαρτί και τη μικρού μήκους ταινία Isadora της Harriet Hedden, αξιολογούν ενδελεχώς τις παραμέτρους του χρόνου και του χώρου υπό το πρίσμα εφήμερων φωτογραφικών καταλοίπων και τη συχνά απατηλή φύση της ιστορικής τεκμηρίωσης.
Στη μικρού μήκους ταινία της, Looking for Sophia, η Michal Heiman ξεκινά μια πολυσύνθετη έρευνα για την περίπλοκη φιγούρα της Σοφίας Εγκαστρωμένου-Σλήμαν, αποδομώντας την ιδεαλιστική της εικόνα, αποκαλύπτοντας ανωμαλίες που φανερώνουν τις σκόπιμες παραποιήσεις του Σλήμαν, συμπεριλαμβανομένων πλαστών ημερομηνιών και λανθασμένων αναφορών σχετικά με τη διάσημη φωτογραφία της Σοφίας στολισμένης με τον «θησαυρό του Πριάμου».
Το έργο της Αννίτας Καλημέρη Χρονικό Μιας Κατακερματισμένης Πρόσοψης, που αποτελείται από 55 ξεχωριστούς καμβάδες ζωγραφισμένους με λάδι και μελάνι, αντλεί έμπνευση από το αρχικό σχέδιο του Ερνέστου Τσίλλερ για το μέγαρο Σλήμαν-Μελά.
Στο έργο του Γιώργου Κοντονικολάου Πέρασμα ο θεατής εισέρχεται σε ένα επιμελώς κατασκευασμένο περιβάλλον, όπου το δάπεδο καλύπτεται εξ ολοκλήρου με μια περίτεχνη σύνθεση μαρμάρινων θραυσμάτων με σημειώσεις, ίχνη και γεγονότα που έχουν εκτυλιχθεί κατά την ιστορία του κτιρίου.
Με την εγκατάσταση Uncharted Territories (2024), η Stevie Love εξετάζει πώς οι άνθρωποι διαθέτουν μια έμφυτη τάση να εξερευνούν απομακρυσμένους προορισμούς, καθοδηγούμενοι τόσο από φυσικές όσο και από πνευματικές ανάγκες. Αυτή η ώθηση πηγάζει από μια βαθιά περιέργεια και επιθυμία να υπερβούμε τα όρια της οικείας πραγματικότητας, αναζητώντας νέες εμπειρίες και αχαρτογράφητα εδάφη.
Η Νεφέλη Μασία με την εγκατάστασή της Κοσμικές Πτήσεις και Αυτοαναφλέξεις αναδημιουργεί τον μύθο του Δαίδαλου και του Ίκαρου, φέρνοντας στο προσκήνιο τον παράτολμο ζήλο και την υπερβολική φιλοδοξία που διακατέχουν τον άνθρωπο.
Ο Jonas Mekas, θρυλικός πρωτοπόρος του αμερικανικού πειραματικού κινηματογράφου, αποτυπώνει την ουσία μιας αναβιωμένης Μεγάλης Αφύπνισης σε ένα ιμπρεσιονιστικό επεισόδιο μιας ομάδας Hare Krishna που περιδιαβαίνει τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Γυρισμένο το 1966, το Hare Krishna, μια μικρού μήκους ταινία, αργότερα ενσωματώθηκε στο εμβληματικό του έργο WALDEN.
Η Στέλλα Μελετόπουλου με το Timeless Imprints (2024) παρουσιάζει μια εκτενή σειρά από ανάγλυφα έκτυπα σε λεπτά φύλλα αλουμινίου χρυσού χρώματος και υπαινίσσεται διακριτικά τις ζωφόρους αρχαίων μνημείων αλλά θυμίζει παράλληλα και την αισθητική των νεκρικών προσωπείων που βρέθηκαν στις ανασκαφές των Μυκηνών.
O Μανώλης Μπαμπούσης, με την εγκατάστασή του Mon Repos - H ξεκούρασή μου, εμβαθύνει υποδόρια στα περίπλοκα θέματα του ταξιδιού, της φύσης, των υπηρεσιών φιλοξενίας και της ανάπαυσης.
Η εγκατάσταση της Sandra Osborne Souvenir διερευνά την έννοια του αναμνηστικού αντικειμένου ως κάτι περισσότερο από ένα απλό σουβενίρ, προϊόν μαζικής παραγωγής.
Η εγκατάσταση Mental Mapping του Κρίτωνα Παπαδόπουλου παρουσιάζει μια εννοιολογική απεικόνιση ενός κατακερματισμένου τοπίου, χωρισμένου σε δύο διακριτές ζώνες: μια κυρίαρχη πόλη και μια κατεστραμμένη πόλη· και οι δύο συγκροτούν έναν τόπο που παραπέμπει στη μυθική Ιθάκη.
Με την εγκατάσταση Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο, η Άντα Πετρανάκη ανατρέπει την έννοια της ευτυχίας που συχνά στηρίζεται στις ζωηρές αναμνήσεις της νεότητάς μας. Ενώ αυτές οι αναμνήσεις αρχικά λάμπουν σαν χρυσός, σταδιακά εξασθενούν υπό το βάρος των παιδικών τραυμάτων και της αναπόφευκτης ροής του χρόνου.
Η κεραμική εγκατάσταση Supermoon της Λίας Πέτρου αντλεί έμπνευση από τη σεληνιακή χαρτογράφηση του Johann Friedrich Julius Schmidt, ενός εξέχοντος αστρονόμου του 19ου αιώνα, ο οποίος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της καριέρας του στη λεπτομερή χαρτογράφηση της Σελήνης, καταλήγοντας στο σημαντικό έργο του Charte der Gebirge des Monde.
Η εγκατάσταση Κάνναβος - Matrix (2024) της Λίνας Πηγαδιώτη εξερευνά την έννοια της δομής ως βασικού στοιχείου μιας αρχιτεκτονικής ή γλυπτικής σύλληψης. Η καλλιτέχνιδα μάς βάζει να ακολουθήσουμε τον προαιώνιο μίτο της Αριάδνης που ξετυλίγεται μέσα από ένα χωροχρονικό συνεχές, ενθαρρύνοντάς μας να έρθουμε αντιμέτωποι με τα δικά μας συναισθήματα και να ανακαλέσουμε προσωπικές αναμνήσεις.
Στο ανατρεπτικό μονoκάναλο βίντεο Open my Glade (Flatten) (2000-2017), η Pipilotti Rist με τόλμη και αυτοπεποίθηση αντιμετωπίζει και υπονομεύει την οθόνη ως φυσικό σύνορο. Πιέζοντας το πρόσωπό της με δύναμη πάνω στο γυαλί, το έντονο μακιγιάζ της απλώνεται, μεταμορφώνοντας τον δεδομένο αρχιτεκτονικό χώρο σε έναν σωματικά βιωματικό καμβά απόδρασης και αναγέννησης.
Η ηχητική σύνθεση Astral: Dreaming Without Dreams (2024) του Δημήτρη Σάββα αποδίδει την εξωσωματική εμπειρία της αστρικής προβολής, όπως περιγράφεται από τη Λίνα Αλεξάκη, συμφοιτήτριά του, η οποία συνήθιζε να μοιράζεται τις σουρεαλιστικές εμπειρίες αυτής της διαδικασίας.
Η εγκατάσταση Αρχαιολατρία (2024) της Εύης Σαββαΐδη αποπνέει έναν βαθύ σεβασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αντικατοπτρίζοντας μια φορτισμένη εμπλοκή και ενασχόληση με το αινιγματικό παρελθόν, ενοποιώντας το πάθος, την αγωνία και τη γοητεία της ανακάλυψης.
Η εμβυθιστική εγκατάσταση της Ισμήνης Σαμανίδου all we need is light and time, a cosmic dance, look up οδηγεί τους θεατές σε ένα συναρπαστικό ταξίδι που υπερβαίνει τις παραδοσιακές μορφές αντίληψης, μεταφέροντάς τους σε μια πολυδιάστατη σύμπραξη φωτός και σκιάς.
Οι Ναυτικές Ιστορίες (2024) από τη Δημήτρα Σκανδάλη είναι μια ποιητική εγκατάσταση που αποτυπώνει με συγκίνηση μια επώδυνη πολιτισμική και ιστορική απώλεια, με υπολείμματα παραδοσιακών ξύλινων αλιευτικών σκαφών, τα οποία συλλέχθηκαν από τον βυθό του παραθαλάσσιου χωριού της Αλυκής, στην Πάρο.
Ο Jesse Leroy Smith εμπνεύστηκε βαθιά από την ελληνική ιστορία και τέχνη. Μαγεμένος από τα αρχαία γλυπτά που φιλοξενούνται σε μουσεία σε όλη την Ελλάδα και σε χώρους όπως το Altes Museum στο Βερολίνο και το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο, συνειδητοποίησε σύντομα πώς ο αρχαίος κόσμος συνδέεται με τη σύγχρονη τέχνη, και εξελίσσει την πρακτική στο The Predecessors, ζωγραφίζοντας μια σειρά από αφαιρετικές μορφές.
Στο Μνημείο Ψιθύρων της Μαριάννας Στραπατσάκη η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με την ιστορία, συγκρούεται με το μέλλον της, τις αδιάκοπες ανησυχίες και τα οράματά της.
Στο βίντεο Memory Clouds (2024), ο Tonoptik διερευνά διεξοδικά τη μετατροπή της προσωπικής μνήμης σε μια ευρύτερη, συλλογική εμπειρία. Ο θεατής εισέρχεται σε μια αινιγματική αέναη κατάσταση, όπου οι προσωπικές αναμνήσεις ενοποιούνται με τη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας, αποκαλύπτοντας τη ρευστότητα της ατομικής εμπειρίας μέσα στο ευρύτερο, διασυνδεδεμένο πεδίο της κοινής ανθρώπινης ιστορίας.
Στην εγκατάσταση της Κλαίρης Τσαλουχίδη-Χατζημηνά Check-in ο θεατής δεν αντικρίζει απλώς έναν σωρό από βαλίτσες, αλλά έρχεται αντιμέτωπος με μια υλική εκδήλωση της ψυχικής διαδρομής του ανθρώπου. Αυτές οι βαλίτσες, άλλοτε βαριές και άλλοτε ανάλαφρες, αποτελούν σύμβολα ταξιδιών που έχουν ήδη χαραχτεί στη μνήμη, αλλά και εκείνων που ακόμη αναμένουμε να πραγματοποιηθούν.