Η ρητορική έχει ιστορία. Οι λέξεις «δημοκρατία» και «τυραννία» ήταν αντικείμενο διαλόγου στην αρχαία Ελλάδα· η φράση «διαχωρισμός εξουσιών» κατέστη σημαντική τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Η λέξη «παράσιτα», ως πολιτικός όρος, έχει την καταγωγή της στις δεκαετίες του 1930 και του ’40, όταν τόσο οι φασίστες όσο και οι κομμουνιστές περιέγραφαν τους πολιτικούς τους εχθρούς ως παράσιτα και αρρώστιες, καθώς και ως ζωύφια, ζιζάνια, ακαθαρσίες και ζώα. Ο όρος αναβίωσε και αναβίωσε στην αμερικανική προεκλογική εκστρατεία, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ περιέγραψε τους αντιπάλους του ως «κακοποιούς της ριζοσπαστικής αριστεράς» που «ζουν σαν παράσιτα».
Αυτή η γλώσσα δεν είναι απλώς άσχημη και αποκρουστική: αυτές οι λέξεις έχουν μια συγκεκριμένη παράδοση. Ο Αδόλφος Χίτλερ χρησιμοποιούσε συχνά παρόμοιες λέξεις. Το 1938, επαίνεσε τους συμπατριώτες του που είχαν βοηθήσει «να καθαρίσει η Γερμανία από όλα αυτά τα παράσιτα που ήπιαν από το πηγάδι της απόγνωσης της Πατρικής Γης και του Λαού». Στην κατεχόμενη Βαρσοβία, το 1941, μια αφίσα έδειχνε το σκίτσο μιας ψείρας που είχε το πρόσωπο μιας καρικατούρας Εβραίου. Το σλόγκαν ήταν «Οι Εβραίοι είναι ψείρες: προκαλούν τύφο». Οι Γερμανοί, αντιθέτως, ήταν καθαροί, αγνοί, υγιείς και απαλλαγμένοι από παράσιτα. Ο Χίτλερ περιέγραψε κάποτε τη ναζιστική σημαία ως «το νικηφόρο σήμα της ελευθερίας και της καθαρότητας του αίματός μας».
Την ίδια περίπου περίοδο παρόμοια γλώσσα χρησιμοποιούσε και ο Στάλιν. Αποκαλούσε τους αντιπάλους τους «εχθρούς του λαού», υπονοώντας ότι δεν ήταν πολίτες και δεν είχαν δικαιώματα. Τους παρουσίαζε ως παράσιτα, εστίες μόλυνσης, βρομιά που έπρεπε να «υποστεί διαρκή καθαρισμό», εμπνέοντας και τους άλλους κομμουνιστές να χρησιμοποιήσουν ανάλογη ρητορική. Στα αρχεία μου έχω τις σημειώσεις από μια συνάντηση που έγινε το 1955 μεταξύ των ηγετών της Στάζι, της μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ένας από αυτούς κάλεσε σε αγώνα εναντίον των «παρασιτικών δραστηριοτήτων» (υπάρχει, αναπόφευκτα, μια γερμανική λέξη για αυτό: Schädlingstätigkeiten), εννοώντας τις εκκαθαρίσεις και τις συλλήψεις των επικριτών του καθεστώτος. Την ίδια εποχή, η Στάζι απομάκρυνε με τη βία υπόπτους από τα σύνορα με τη Δυτική Γερμανία, ένα πρότζεκτ με την επωνυμία «Επιχείρηση Παράσιτα».
Αυτή η γλώσσα δεν περιοριζόταν στην Ευρώπη. Ο Μάο Τσε Τουνγκ επίσης περιέγραφε τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «δηλητηριώδη ζιζάνια». Ο Πολ Ποτ μιλούσε για την «εκκαθάριση» εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτών του ώστε η Καμπότζη να «εξαγνιστεί».
Έχει πει για τους μετανάστες: «Δηλητηριάζουν το αίμα της χώρας μας» και «Καταστρέφουν το αίμα της χώρας μας». Έχει υποστηρίξει ότι πολλοί από αυτούς έχουν «κακά γονίδια». Έχει γίνει και πιο ξεκάθαρος: «Δεν είναι άνθρωποι· είναι ζώα», «είναι ψυχροί δολοφόνοι». Αναφέρεται πιο αόριστα στους αντιπάλους του – Αμερικανούς πολίτες, μερικοί από τους οποίους είναι εκλεγμένοι αξιωματούχοι– ως «εσωτερικούς εχθρούς… άρρωστους ανθρώπους, παράφρονες της ριζοσπαστικής αριστεράς».
Σε κάθε μία από αυτές τις πολύ διαφορετικές κοινωνίες, ο σκοπός αυτού του είδους της ρητορικής ήταν ο ίδιος. Αν συνδέσεις τους αντιπάλους σου με αρρώστιες και δηλητηριασμένο αίμα, αν τους απανθρωποποιήσεις ως έντομα ή ζώα, αν λες πως θα τους λιώσεις ή θα τους καθαρίσεις σαν να ήταν παράσιτα ή μικρόβια, τότε μπορείς πολύ πιο εύκολα να τους συλλάβεις, να τους στερήσεις τα δικαιώματά τους, να τους αποκλείσεις ή ακόμα και να τους σκοτώσεις. Αν είναι παράσιτα, δεν είναι άνθρωποι. Αν είναι ζωύφια, δεν δικαιούνται να απολαμβάνουν ελευθερία λόγου ή οποιοδήποτε είδος ελευθερίας. Κι αν τους συνθλίψεις, δεν θα σου ζητήσει κανείς να λογοδοτήσεις.
Μέχρι πρόσφατα, αυτή η γλώσσα δεν ήταν φυσιολογικό μέρος της αμερικανικής πολιτικής. Ακόμα και ο Τζορτζ Ουάλας, στη διαβόητη, ρατσιστική ομιλία του το 1963, την πρώτη επίσημη ομιλία του ως κυβερνήτης της Αλαμπάμα και το προοίμιο της πρώτης του εκστρατείας για το προεδρικό αξίωμα, απέφυγε να χρησιμοποιήσει τέτοια γλώσσα. Ο Ουάλας ζήτησε «φυλετικό διαχωρισμό σήμερα, φυλετικό διαχωρισμό αύριο, φυλετικό διαχωρισμό για πάντα». Δεν αποκάλεσε όμως τους πολιτικούς του αντιπάλους «παράσιτα» ούτε είπε ότι δηλητηρίαζαν το αίμα του έθνους. Το Διάταγμα 9066 του Φράνκλιν Ντ. Ρούσβελτ, που έστελνε τους Αμερικανούς ιαπωνικής καταγωγής σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά το ξέσπασμα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, μιλούσε για «ξένους εχθρούς» αλλά όχι για παράσιτα.
Στην προεκλογική εκστρατεία του 2024 αυτή η «κόκκινη γραμμή» δεν υπάρχει πια. Ο Τραμπ θολώνει τη διάκριση μεταξύ παράνομων και νόμιμων μεταναστών – η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει τη γυναίκα του, την εκλιπούσα πρώην γυναίκα του, τα πεθερικά του συνυποψηφίου του για την αντιπροεδρία και πολλούς άλλους. Έχει πει για τους μετανάστες: «Δηλητηριάζουν το αίμα της χώρας μας» και «Καταστρέφουν το αίμα της χώρας μας». Έχει υποστηρίξει ότι πολλοί από αυτούς έχουν «κακά γονίδια». Έχει γίνει και πιο ξεκάθαρος: «Δεν είναι άνθρωποι· είναι ζώα», «είναι ψυχροί δολοφόνοι». Αναφέρεται πιο αόριστα στους αντιπάλους του – Αμερικανούς πολίτες, μερικοί από τους οποίους είναι εκλεγμένοι αξιωματούχοι– ως «εσωτερικούς εχθρούς… άρρωστους ανθρώπους, παράφρονες της ριζοσπαστικής αριστεράς». Όχι μόνο δεν έχουν δικαιώματα, «θα έπρεπε», έχει πει, «να τους χειριστεί, αν είναι απαραίτητο, η Εθνοφρουρά ή, αν είναι απολύτως απαραίτητο, ο στρατός».
Όταν χρησιμοποιεί αυτή τη γλώσσα, ο Τραμπ ξέρει ακριβώς τι κάνει. Καταλαβαίνει ποια εποχή και τι είδους πολιτική θυμίζει. «Δεν έχω διαβάσει το “Ο Αγών μου”», δήλωσε απρόκλητα κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής συγκέντρωσης – μια παραδοχή ότι ξέρει τι περιέχει το μανιφέστο του Χίτλερ, είτε το έχει διαβάσει είτε όχι. «Αν δεν χρησιμοποιήσεις μια συγκεκριμένη ρητορική», έχει πει σε έναν δημοσιογράφο που του έπαιρνε συνέντευξη, «αν δεν χρησιμοποιήσεις ορισμένες λέξεις, που ίσως να μην είναι και τόσο ευγενικές, δεν θα γίνει τίποτα».
Εξίσου υπολογισμένες είναι οι δηλώσεις του που αφορούν μαζικές απελάσεις. Όταν λέει ότι θα βάλει στο στόχαστρο τόσο τους νόμιμους όσο και τους παράνομους μετανάστες, ή ότι θα χρησιμοποιήσει αυθαίρετα τον στρατό εναντίον Αμερικανών πολιτών, το κάνει έχοντας επίγνωση ότι δικτατορίες του παρελθόντος έχουν χρησιμοποιήσει δημόσιες επιδείξεις βίας για να αποκτήσουν λαϊκή υποστήριξη. Μιλώντας για πράξεις μαζικής βίας, αφήνει να εννοηθεί ο θαυμασμός που τρέφει για αυτές τις δικτατορίες αλλά επιδεικνύει και την περιφρόνησή του για τον νόμο και προετοιμάζει τους οπαδούς του να δεχτούν την ιδέα ότι το καθεστώς του θα μπορούσε, όπως οι προκάτοχοί του, να παραβιάζει τον νόμο ατιμώρητα.
Όλα αυτά δεν είναι αστεία και ο Τραμπ δεν γελάει. Ούτε οι άνθρωποι γύρω του γελούν. Ορισμένοι σύνεδροι του Εθνικού Συνεδρίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος κρατούσαν έτοιμα πλακάτ που έγραφαν «Μαζικές απελάσεις τώρα». Μόλις αυτή την εβδομάδα, όταν ο Τραμπ λικνιζόταν στον ρυθμό της μουσικής σε μια σουρεαλιστική προεκλογική συγκέντρωση, στεκόταν μπροστά από ένα τεράστιο σύνθημα που έγραφε «Ο Τραμπ είχε δίκιο σε όλα». Αυτή η γλώσσα είναι δανεισμένη απευθείας από τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον Ιταλό φασίστα. Λίγο μετά τη συγκέντρωση η ιστορικός Ρουθ Μπεν-Γκιατ ανέβασε τη φωτογραφία ενός κτιρίου από την Ιταλία του Μουσολίνι που πάνω του ήταν γραμμένο το σλόγκαν «Ο Μουσολίνι έχει πάντα δίκιο».
Αυτές οι φράσεις δεν μπήκαν τυχαία σε αφίσες και πανό τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές. Απομένουν λιγότερες από τρεις εβδομάδες και οι περισσότεροι υποψήφιοι θα έδιναν μάχη για να κερδίσουν το κέντρο, τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους. Ο Τραμπ κάνει ακριβώς το αντίθετο. Γιατί; Μόνο μία απάντηση μπορεί να υπάρχει: γιατί εκείνος και όσοι εργάζονται για την εκστρατεία του πιστεύουν ότι χρησιμοποιώντας τακτικές της δεκαετίας του ’30 μπορούν να κερδίσουν. Η εσκεμμένη απανθρωποποίηση ολόκληρων ομάδων πολιτών, οι αναφορές στην αστυνομία, στη βία, στο «μακελειό» που έχει πει ο Τραμπ ότι θα γίνει αν δεν κερδίσει, η καλλιέργεια του μίσους όχι μόνο για τους μετανάστες αλλά και για τους πολιτικούς αντιπάλους – τίποτα από αυτά δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ με επιτυχία στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική σκηνή.
Ούτε όμως έχει ποτέ δοκιμαστεί αυτή η ρητορική στη σύγχρονη αμερικανική πολιτική σκηνή. Πολλές γενιές Αμερικανών πολιτικών υπέθεσαν ότι οι Αμερικανοί ψηφοφόροι, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους έμαθαν στο σχολείο να ορκίζονται πίστη στη σημαία, μεγάλωσαν τηρώντας τους νόμους και δεν έχουν ζήσει ποτέ κατοχή ή εισβολή, θα είχαν αντιστάσεις απέναντι σε αυτού του είδους τη γλώσσα και τις εικόνες. Ο Τραμπ τζογάρει –συνειδητά και κυνικά–, στοιχηματίζοντας το αντίθετο.
Της Anne Applebaum , από το περιοδικό Atlantic