Μπορεί σε μια στιγμή να τα χάσεις όλα, να δεις τα όνειρά σου να γκρεμίζονται; Ο πρωταγωνιστής του νέου βιβλίου της Βασιλικής Πέτσα, «Δεν θα αργήσω», και η παρέα του, Κέισι, Άντι, Τζέσικα, Τζον, νιώθουν το ρολόι της ζωής του να παγώνει την ημέρα της ποδοσφαιρικής τραγωδίας που συντάραξε τη Βρετανία το 1989. Είκοσι χρόνια μετά, οπότε ξεκινά η αφήγηση, υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτή η ιστορία στοιχειώνει ακόμα τον πρωταγωνιστή και τους φίλους του με διαφορετικούς τρόπους. Αυτούς περιγράφει ανάγλυφα η 41χρονη συγγραφέας, διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, με σπουδές στα πανεπιστήμια Αθηνών, Μπέρμιγχαμ και Οξφόρδης, σε ένα μεστό και δυνατό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί.
— Δεν μπορώ να ξεκινήσω την κουβέντα χωρίς να σε ρωτήσω τι σε κινητοποίησε από την ιστορία του Χίλσμπορο, τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική τραγωδία στην ιστορία της Αγγλίας, που συνέβη στις 15 Απριλίου του 1989.
Το αρχικό έναυσμα ήταν μια σειρά μαρτυριών που παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου, οι οποίες για κάποιον λόγο με άγγιξαν υπαρξιακά. Ένιωσα να αποπνέουν μια βαθιά αλήθεια και μια αίσθηση εγκλωβισμού που ίσως επανέρχεται στα βιβλία μου. Το ερώτημα, βέβαια, είναι γιατί τώρα; Είναι ένα θέμα που είχα στο μυαλό μου για καιρό, μαζί με διάφορα άλλα που συνηθίζει κανείς να έχει στο συρτάρι του και που τώρα κατάφεραν να μετουσιωθούν σε έργο. Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι αν δεν είχαν προηγηθεί οι δικές μας συλλογικές τραγωδίες, αν δεν είχαν συμβεί το Μάτι και τα Τέμπη, ενδεχομένως, να μην το αποφάσιζα.
— Φαντάζομαι ότι αυτά που περιγράφεις στο βιβλίο θα μπορούσαν να ισχύουν και στα καθ’ ημάς.
Προφανώς. Και είναι για μένα απολύτως απογοητευτικό το ότι από επίσημα χείλη δεν ακούσαμε ούτε μία συγγνώμη για τα λάθη που έγιναν σε όλες αυτές τις τραγωδίες. Θα εκτιμούσα πολύ τη δημόσια αναγνώριση της αστοχίας και των παραλείψεων.
Νομίζω ότι η φιλία είναι η υπέρτατη μορφή σύνδεσης που μπορεί να επιτύχει κανείς σε ανθρώπινο επίπεδο. Θα το πω και πάλι, και ας ακούγεται κλισέ: η φιλία είναι θέμα επιλογής και όχι αναγκαιότητας.
— Ωστόσο, η αφήγηση εστιάζει περισσότερο στο προσωπικό δράμα του αφηγητή, τον οποίο δεν κατονομάζεις, και όχι στην εξωτερική πραγματικότητα ή στον περίγυρο.
Ναι, γιατί τα συλλογικά τραύματα έρχονται να προστεθούν στις ατομικές τραγωδίες, σε προσδοκίες που δεν επαληθεύτηκαν, στο χάσμα μεταξύ του τωρινού και του αλλοτινού εαυτού. Το τραύμα, όμως, επιδεινώνεται όχι μόνο γιατί δεν κατάφερες να πραγματοποιήσεις τις ατομικές σου επιθυμίες αλλά και γιατί η ίδια η εποχή σε απέτρεψε, ως εκπρόσωπο συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, να το καταφέρεις. Όσο για τον ήρωα, παραμένει ο Κανένας γιατί είναι κάποιος που αναγνωρίζει ότι έχει απολέσει τον εσωτερικό του εαυτό, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από όλους όσοι έχουν επιβιώσει. Σαν να πρόκειται για μια πολύ τυπική εμπειρία επιζώντα στη Βρετανία αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο.
— Φαντάζομαι ότι το όνομα και μόνο, «Κανένας», παραπέμπει στον Οδυσσέα και στις περιπέτειες του. Σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να είναι τραγικός ήρωας.
Δεν είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσε να είναι τραγικός ήρωας με την κλασική έννοια γιατί δεν προσπάθησε να υπερβεί τις συνθήκες που τον όριζαν. Απλώς φάνηκε να υφίσταται τα γεγονότα, οπότε η έννοια του τραγικού μόνο με την έννοια του κακόπαθου θα μπορούσε να σταθεί. Ίσως, τελικά, η τραγωδία του να είναι αυτή, ότι δεν κατάφερε να γίνει τραγικός ήρωας, να υπερβεί το τραύμα του, ούτε το παρελθόν, και τελικά ούτε την εικόνα του εαυτού του, αυτό που υπήρξε κάποτε. Ίσως εκεί να έγκειται η τραγικότητά του: στο ότι δεν υπήρξε, εν τέλει, τραγικός.
— Πάντως, η κατάσταση του ήρωα μού φέρνει πολύ στο μυαλό τη θρυλική φράση του Μπέκετ «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω».
Ναι, γιατί νομίζω ότι η ύπαρξή του τελείωσε την ημέρα του Χίσλμπορο. Σαν να άφησε τη ψυχή του εκείνη την ημέρα.
— Φαίνεται να παλεύει διαρκώς με τον περίγυρο, τους γιατρούς και όσους τον πιέζουν να το ξεπεράσει. Είναι σαν όλοι να θεωρούν ότι το τραύμα είναι προσωπική υπόθεση και ότι φταίει εκείνος που δεν το προσπαθεί. Βλέπεις και στην εποχή μας τη μόδα με το life coaching.
Προφανώς, δεν είναι προσωπικό ζήτημα η θεραπεία του τραύματος, στον βαθμό που ο ψυχικός τραυματισμός διαφοροποιείται από τον σωματικό, καθώς δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις ή χάπια που θα το «γιατρέψουν» άμεσα. Είναι πολύ πιο μεταφορική η λειτουργία της ίασης, δεν αρκεί να πας κάπου για να σε φτιάξουν. Και φυσικά λειτουργεί, όπως το λες, η απόλυτη ενοχή που σου δημιουργείται από το γεγονός ότι δεν προσπαθείς για να βελτιώσεις την κατάστασή σου, από το ότι θέλουν να σου επιβάλλουν πως η αίσθηση δυσκολίας και δυσφορίας δεν είναι κοινωνική αλλά καθαρά ατομική υπόθεση, ότι έχει να κάνει με τις προσωπικές σου αδυναμίες, τις οποίες υποτίθεται αρνείσαι να ξεπεράσεις, οπότε ο ψυχισμός ανάγεται αποκλειστικά στην ατομική ευθύνη.
— Στην τραγωδία, πάντως, αυτή έριξαν αποκλειστικά την ευθύνη στους χούλιγκαν, έτσι δεν είναι;
Ο χουλιγκανισμός της εργατικής τάξης ήταν ένας πολύ κοινός λόγος της εποχής. Τα ΜΜΕ ήταν γεμάτα σχετικά αφιερώματα σε αυτό το «φαινόμενο», δημιουργώντας ένα αφήγημα ηθικού πανικού. Αλλά υπάρχουν, πάντα, διάφορες ερμηνείες όσον αφορά το τι είχαν επιλέξει να προβάλουν τα μίντια. Η πρώτη ερμηνεία είναι ότι έσπασαν την πόρτα οι φίλαθλοι που δεν είχαν εισιτήριο και ότι από τον συνωστισμό που προκλήθηκε φτάσαμε στην τραγωδία, κάτι που φρόντισαν να επικυρώσουν με διάφορες ψευδείς μαρτυρίες που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «The Sun». Υπήρχε, μάλιστα, μια άτυπη απαγόρευση, ένα μποϊκοτάζ της εφημερίδας, που διατηρούνταν μέχρι πρόσφατα στο Λίβερπουλ, επειδή θεωρούσαν ότι είχε αμαυρώσει την εικόνα της πόλης.
— Εσύ, πάντως, φροντίζεις να μείνεις μακριά από τις πολιτικές αντιδράσεις ή το κλίμα της εποχής στο βιβλίο.
Ναι, πρόκειται πιο πολύ μάλλον για το δράμα ενός ανθρώπου και μια ιστορία που διερευνά πώς, μέσα από την ανάλυση ενός χαρακτήρα, μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση στα ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα. Διότι, παρά τα όσα θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομη μονάδα. Είναι οι σχέσεις του, ενώ επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την εποχή του.
— Σε ποιον βαθμό αισθάνεσαι ότι σε διαμορφώνει η εποχή σου ως νέα συγγραφέα που έχει μεγαλώσει μέσα στην κρίση;
Η αλήθεια είναι ότι τη δική μου γενιά η κρίση τη βρήκε αν όχι πλήρως εδραιωμένη τουλάχιστον με μια πορεία ζωής που είχε μια κατεύθυνση. Νομίζω ότι περισσότερο επηρεάστηκε η επόμενη γενιά, αν και το ζήτημα είναι πού πέτυχε κάποιον η κρίση το 2010.
— Πόσο, αλήθεια, σε σημάδεψε προσωπικά η κρίση;
Το θέμα είναι πόσο με καθορίζουν διάφορα που συμβαίνουν σήμερα και με γεμίζουν θυμό. Με θυμώνει πολύ το ότι έχουν αλλοιωθεί βασικές έννοιες όπως η δημοκρατία, η διαφάνεια, το δημόσιο καθήκον και η δημόσια ευθύνη. Με θυμώνει τρομερά η επιβολή της έννοιας κανονικότητα τη στιγμή που όλα ξηλώνονται γύρω μας. Πρόκειται για συντηρητικές συνδηλώσεις μιας κανονικότητας που αποκλείει οτιδήποτε προκρίνει ως μη κανονικό.
— Η έννοια της δικαιοσύνης, η οποία στην ιστορία που αφηγείσαι στο βιβλίο μοιάζει σχεδόν ανύπαρκτη, σου φαίνεται ότι απουσιάζει εξίσου γύρω μας;
Νομίζω ότι ενέχει κινδύνους αυτή η συζήτηση περί δικαιοσύνης. Γιατί με πόση ακριβώς δικαιοσύνη θα ήμασταν ικανοποιημένοι; Είναι πολύ σχετικό το τι ορίζει ο καθένας ως δικαιοσύνη ή ως προσωπική δικαιοσύνη, η οποία είναι μια αρκετά πολύπλοκη έννοια, επαναλαμβάνω, όχι χωρίς κινδύνους. Έχουμε αρκετά σοκαριστικές και έντονες φωνές που μιλάνε για αυτοδικία, για λιντσαρίσματα, για επιστροφή της θανατικής ποινής – ακούς, για παράδειγμα, παντού ότι ο άλλος θέλει κρέμασμα κ.λπ. Επομένως, είμαι απολύτως υπέρ της θεσμικής δικαιοσύνης στον βαθμό που έχουμε διασφαλίσει ότι αυτή μπορεί να λειτουργεί απρόσκοπτα. Προσωπικά μιλώντας, με φοβίζει τα μάλα η αυτοδικία. Σίγουρα, όμως, θα έπρεπε να μην υπάρχει ανάγκη για δικαιοσύνη, να μη φτάνουμε στο σημείο να απαιτούμε από το κράτος να έχει φροντίσει για κάτι τόσο αυτονόητο. Οπότε η αίσθηση ότι κάτι έμεινε αδικαίωτο είναι μια ήττα της δημοκρατίας για μένα.
— Για να επιστρέψουμε στη λογοτεχνία, πόσο εύκολο είναι για μια θεωρητικό να αφήνει το βλέμμα του κριτή και να υιοθετεί αυτό του συγγραφέα;
Η αλήθεια είναι ότι όσο έκανα το διδακτορικό μου, δεν μπορούσα να γράψω λογοτεχνία με τίποτα. Σου παίρνει πολύ χρόνο να το καταφέρεις γιατί όταν γράφεις λογοτεχνία, πρέπει να έχεις το βλέμμα πάνω στο ίδιο σου το κείμενο, εκτός αν θες να γράψεις ένα εγκεφαλικό ή καθαρά φορμαλιστικό κείμενο. Ήξερα, πάντως, ότι σε σχέση με το προηγούμενο βιβλίο μου, που ήταν κάπως πιο πειραματικό, ήθελα να γράψω μια πιο ανθρώπινη, συναισθηματική ιστορία, όχι μια αποστασιοποιημένη. Το ευτύχημα είναι ότι αυτό που φαινόταν αρχικά ως δυσκολία έγινε πλεονέκτημα γιατί θέλησα να βγω από την ψυχρή ακαδημαϊκή σκέψη και να επιτρέψω να ενεργοποιηθούν άλλα αντανακλαστικά, όπως το συναίσθημα. Οπότε το να καταφέρνεις να πατάς έναν διακόπτη και να αλλάζεις τρόπο σκέψης και γραφής δεν μπορεί να λειτουργεί παρά ευεργετικά.
— Επιστρέφοντας από τις σπουδές σου στο εξωτερικό, στην Ελλάδα ένιωσες ότι επικοινωνείς με τους συναδέλφους, ότι υπάρχει εδώ ένα κομμάτι που σε συνδέει με άλλους συγγραφείς;
Νομίζω ότι στην ποίηση αυτό συμβαίνει πολύ περισσότερο γιατί εκεί γίνονται συσσωματώσεις και υπάρχουν πρωτοβουλίες και ομάδες που ενεργοποιούνται πολύ περισσότερο. Είναι πολύ πιο συνδεδεμένοι και σε επίπεδο γενιάς, κάτι που νομίζω ότι δεν υφίσταται αναφορικά με τους πεζογράφους, παρά τις επιμέρους συμπάθειες.
— Έχω την αίσθηση ότι σε αυτό το βιβλίο λειτουργείς πολύ περισσότερο συνειδητά ως συγγραφέας καθώς, εκτός από τις λογοτεχνικές περιγραφές, διατυπώνονται εσωτερικές σκέψεις που μοιάζουν να ανατρέπουν διάφορα δεδομένα. Γράφεις, για παράδειγμα, κάπου ότι «ζει κανείς και υφίσταται τη φθορά για να θρέφει αυτό το αδηφάγο τέρας, την περιέργεια, τη μανία για εναλλαγή και ανακάλυψη, που φαινομενικά νικά, στη μακρά διάρκεια, τον θάνατο: στην πραγματικότητα, τον επισπεύδει». Είναι εντυπωσιακό πόσο αντίθετη είναι αυτή η σκέψη με αυτό που γενικότερα θεωρούμε στην εποχή μας, ότι ο φιλοπερίεργος άνθρωπος είναι αυτός που πάει μπροστά.
Μάλλον πρόκειται για μανία που προφανώς μπορεί να αναφέρεται στην ανάγκη της ανακάλυψης, αλλά στο βάθος είναι εντελώς καπιταλιστική. Στην πραγματικότητα, αυτό που θα έπρεπε να είναι το μότο μας και να μας πηγαίνει μπροστά δεν είναι η καθαυτή η ανάγκη της προόδου αλλά η αγάπη. Σε αυτήν έπρεπε να αναφέρονται τα βήματα της βελτίωσης και στην καθημερινότητα, όχι στις προσωπικές κατακτήσεις και στους οικονομικούς δείκτες. Αυτό που κινεί τους ανθρώπους δεν είναι η περιέργεια αλλά η αλληλεγγύη.
— Μου αρέσει που μιλάς για την αγάπη στο βιβλίο και ειδικά για την αγάπη των φίλων. Πιστεύεις ότι είναι χαμένο ζήτημα πλέον αυτό της φιλίας;
Νομίζω ότι η φιλία είναι η υπέρτατη μορφή σύνδεσης που μπορεί να επιτύχει κανείς σε ανθρώπινο επίπεδο. Θα το πω και πάλι, και ας ακούγεται κλισέ: η φιλία είναι θέμα επιλογής και όχι αναγκαιότητας. Μια άλλη έννοια που θεωρώ εξόχως σημαντική, ακόμα και όσον αφορά τη φιλία, είναι η έννοια της ευθύνης. Όταν είσαι φίλος οφείλεις να είσαι εκεί, να σταθείς στον άλλο, να τον θυμάσαι όχι από υποχρέωση αλλά από κάτι που αναλαμβάνεις εθελούσια, από τη βαθιά επίγνωση ότι αυτή είναι η σημαντικότερη σχέση στην οποία αξίζει να επικεντρωθείς όχι επειδή σε υποχρεώνει το περιβάλλον ή το κράτος αλλά γιατί είναι κάτι που εσύ επιλέγεις και απέναντι στο οποίο δεσμεύεσαι πλήρως και οικειοθελώς.
— Αλήθεια, πως βλέπεις τον σημερινό τρόπο ζωής; Υπάρχει ελπίδα;
Νομίζω ότι τα πάντα γύρω μας αγριεύουν. Η κατάσταση έχει φτάσει, πραγματικά, στο απροχώρητο και αν υπάρχουν κάποιες εστίες αντίστασης, αυτές μάλλον οφείλονται σε ό,τι προάγει ακόμα την αλληλεγγύη και τη βοήθεια προς τον ξένο: στην αριστερά και τη θρησκεία. Γιατί μπορεί να είναι θετική η επίδραση της θρησκείας, εννοούμενη, πάντα, μέσα από την οικουμενική της διάσταση και όχι με τα αυστηρά μέτρα κάποιου δόγματος.
— Σε αυτό το σύμπαν της γενικότερης αποσύνθεσης, τι σε κάνει να επιμένεις να γράφεις βιβλία;
Ομολογώ πως δεν το κάνω με κάποια αίσθηση κοινωνικής αποστολής. Θα το ήθελα, πραγματικά, η λογοτεχνία να έχει μια τέτοια δύναμη που ίσως την είχε κάποτε, αλλά δυστυχώς το βιβλίο αφορά πλέον μια μικρή μερίδα πληθυσμού και το συμβολικό κεφάλαιο της λογοτεχνίας και της τέχνης έχει απομειωθεί σε τέτοιο βαθμό που το να μιλάμε για επιδραστικότητα της λογοτεχνίας σε μια μικρή ομάδα ξέρω πως θα μπορούσε να υποστηριχτεί. Οπότε, γράφω όχι από αίσθηση μεγαλείου αλλά απλώς για να αφηγηθώ μια ιστορία. Τόσο απλά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO