Ο Άγγλος
(Πρώην) Ασθενής στο θεσπέσιο αισθηματικό έπος του Άντονι Μινγκέλα που είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε ξανά, μετά από δεκαετίες, στη μεγάλη οθόνη, όπου ανήκει δικαιωματικά, και νυν φαβορί για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στα επερχόμενα Όσκαρ του Μαρτίου. Αυτό θα συμβεί για το Κονκλάβιο του Έντουαρντ Μπέργκερ, ταινία με υποψηφιότητες στα EFA και σίγουρο πλασάρισμα σε πολλές πεντάδες της σεζόν βραβείων που διανύουμε, αν και στη Θεσσαλονίκη δήλωσε το «παρών» για την Επιστροφή.
Αδυνατισμένος και γραμμωμένος για τις ανάγκες της ταινίας του Ουμπέρτο Παζολίνι, ο σπεσιαλίστας στον Σαίξπηρ προσάρμοσε την ευθυτενή εσωτερικότητα και την αίσθηση απειλής που αναδίδει από την εποχή του Άμον Γκετζ στον Σίντλερ στο μείγμα στωικότητας, τύψεων και οργής του Οδυσσέα, ενός περισσότερο ραγισμένου παρά πολυμήχανου ήρωα ενός μακρινού πολέμου.
Αντίθετα με τους άλλους δύο παραλήπτες του φετινού Χρυσού Αλέξανδρου, ο Ντίλον, ίδιος κι απαράλλαχτος εδώ και 25 χρόνια, δείχνει πως τα 60 δεν αποτελούν απαραίτητα σημείο επείγουσας καμπής.
Ο Φάινς είναι αυτό που λέμε british royalty των τεχνών: εγγονός βαρόνου, της οικογενείας των Τουίσλτον-Γουίκαμ για τους ειδικούς στο γαλάζιο αίμα, με πατέρα τον διάσημο φωτογράφο και εξερευνητή Μαρκ και μητέρα συγγραφέα, αδελφός του Ερωτευμένου Σαίξπηρ, Τζόζεφ, και της κινηματογραφίστριας Σόφι (Four Quartets), θείος του teen idol Χίροου, θηρίο της σκηνής με βραβείο Tony για τον Άμλετ του, ακριβός κρίκος στην αλυσίδα των εξεχόντων χαρακτήρων του Γουές Άντερσον, τιμημένος με BAFTA και δις υποψήφιος για Όσκαρ, βδελυρός Βόλντεμορτ και στωικός Μ για όσους νοιάζονται μόνο για τα λαϊκά θεάματα, παραγωγός και σκηνοθέτης επίσης – έπαιξε τον Αλεξάντερ Πούσκιν στο δικό του White Crow.
Από τη Θεσσαλονίκη ετοίμασε τις βαλίτσες του για τη Βιέννη, όπου θα σκηνοθετήσει όπερα. Είναι δύσκολος στις συνεντεύξεις, γιατί πάντα σκέφτεται πριν απαντήσει, αντιπαθεί τα προκάτ press junkets και θέλει να ακριβολογεί με οικονομία και σωστή χρήση του λόγου – ίσως γι’ αυτό μας εξέπληξε στη σκηνή του Ολύμπιον, όταν ευχαρίστησε αρχικά τους διοργανωτές και αμέσως μετά την αγαπημένη του Ζιλιέτ απλώς γιατί είναι αυτή που είναι, για το δώρο της συνεργασίας τους, τη μαγική ανάσα της χημείας τους. Έσπασε με έναν συγκινητικό λυγμό αυτός ο τόσο συγκεντρωμένος Βρετανός και δήλωσε αδυναμία να συνεχίσει.
Η Γαλλίδα
Είναι η τρίτη φορά που η Ζιλιέτ Μπινός συνεργάζεται με τον Φάινς, μετά τον Άγγλο Ασθενή και τα Ανεμοδαρμένα Ύψη. Ως Πηνελόπη, παρουσιάζει μια λιγότερο παθητική εκδοχή της υπομονετικής συζύγου που αρνείται τη χηρεία και αποκρούει σθεναρά τους μνηστήρες σε ένα πατριαρχικό ρημάδι ενός πάλαι ποτέ κραταιού βασιλείου. Οι κοινές σκηνές τους γεμίζουν με ένταση και λαχτάρα. Είναι σαφές πως μοιράζονται κάτι ιδιαίτερο και αδιευκρίνιστο. Ο τρόπος που η Μπινός μεταδίδει ό,τι νιώθει δεν μας είναι καθόλου άγνωστος. Παραμένει η βασίλισσα της ενσυναίσθησης όχι μόνο επειδή κλαίει φυσικά στις ταινίες αλλά και επειδή μετατρέπει το συναίσθημα σε δραματικό μοτέρ και πηγαίνει παρακάτω την πλοκή με τα ξεσπάσματά της ή με ένα πλήρες διαπεραστικό βλέμμα.
Ωστόσο, στο rebound της από σκηνής εξομολόγησης του Φάινς κράτησε την ψυχραιμία της και έβγαλε έναν μικρό λόγο που μας άφησε κάπου έκπληκτους. Κι ενώ ξέρουμε τη φιλμογραφία της απέξω κι ανακατωτά, τη σταθερή της παρουσία σε όλα τα διεθνή φεστιβάλ, με βραβεία ερμηνείας στα τρία σπουδαιότερα και με πρόσφατο τον ρόλο της Κοκό Σανέλ στην τηλεοπτική σειρά «The new look» με θέμα της σχέση της σχεδιάστριας με τον Ντιόρ, δεν γνωρίζαμε καθόλου την αγάπη της για τα μοναστήρια (προσπάθησε να επισκέπτεται καθημερινά όσο περισσότερα της επέτρεπε το πρόγραμμά της), τα εικονίσματα, την ιστορία του Βυζαντίου και τους αγίους, ειδικά τον Παΐσιο.
Ακούσαμε πως έχει ασπαστεί την Ορθοδοξία και εκκλησιάζεται σε τακτική βάση στη Γαλλία, παρακολουθώντας λειτουργίες στα γαλλικά. Όπως μου είπε μια συνάδελφος, δεν είναι παράδοξο που έχει περάσει από τον Σουλπίκιο στον Παΐσιο και βλέπει την ορθόδοξη πίστη με ένα δέος μυστικισμού που λείπει από την αρχιτεκτονική του καθολικισμού, σε ένα πλαίσιο ανθρώπινο και συνάμα πνευματικό, και, γιατί όχι, με μια θελκτική αύρα ανατολίτικου εξωτισμού. Και που στα δικά μας μάτια η κάποτε μούσα του Λεός Καράξ και αφοσιωμένη ηθοποιός των σκηνοθετών με τους οποίους έχει συνεργαστεί μοιάζει βαφτισμένη και ταμένη σε κάτι ανώτερο από την τέχνη, σε ένα καταφύγιο που δεν είναι περαστική φάση, όπως τότε που ακολούθησε έναν θίασο χορευτών, και σίγουρα δεν ταιριάζει στις τρέχουσες μόδες.
Ο Αμερικάνος
Ανακουφιστικά Αμερικανός στους τρόπους και στο παίξιμό του, ο Ματ Ντίλον μοιάζει να συνεχίζει την παράδοση των ειδώλων του, της αρχετυπικής αρσενικής τριανδρίας της ’50s κινηματογραφικής τεχνικής των Ντιν - Κλιφτ - Μπράντο. Τον τελευταίο υποδύεται στο Being Maria, στις λίγες σκηνές όπου καλείται να αναπαραστήσει τον διάσημο ηθοποιό στο διαβόητο γύρισμα με το βούτυρο στο Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι, που στοίχισε την ψυχική υγεία καθώς και το υπόλοιπο της σταδιοδρομίας της Μαρία Σνάιντερ.
«Όταν μας πλησίασε, εμένα και την πρωταγωνίστρια Άνα Μαρία Βαρτολομέι, ο συντονιστής οικειότητας της ταινίας, του είπα “η δουλειά σου ενδεχομένως οφείλει την ύπαρξή της στη συγκεκριμένη σκηνή”», είπε στη συνέντευξη Τύπου ο πρωταγωνιστής της lo-fi αναγέννησης του Κόπολα τη δεκαετία του ’80, όταν είχε γίνει πόστερ στα δωμάτια των κοριτσιών με το Rumble Fish και τους Outsiders – θυμάμαι πολύ καλά πως αυτός και ο Μίκι Ρουρκ θεωρούνταν οι φωτογενείς απόγονοι των cool γόητων του «νέου νέου» Χόλιγουντ.
Τα χρόνια πέρασαν και ο Ντίλον παρέμεινε ακραιφνές υπόδειγμα americana στο σινεμά (In and Out, Singles), ευτυχώς με μια δόση αυτοσαρκασμού (Κάτι τρέχει με τη Μαίρη), αν και δεν έχασε την ευκαιρία να ψαχτεί σε πεδία πέρα από τα δεδομένα κυβικά του, π.χ. με το The House that Jack Built του Λαρς φον Τρίερ και παλιότερα το Drugstore Cowboy του Γκας βαν Σαντ. Με την Ελλάδα απέκτησε μια ανορθόδοξη επαφή. Πέρσι πρωταγωνίστησε σε ένα δράμα αισθηματικού μυστηρίου που γυρίστηκε στο Πήλιο, σε σκηνοθεσία Φερνάντο Τρουέμπα –δεν ήταν καλό, και ελάχιστοι το είδαν–, και πριν από λίγα χρόνια ο Γιώργος Λάνθιμος τον επέλεξε ως πρωταγωνιστή στη πολύ ενδιαφέρουσα, εντελώς λανθιμική μικρού μήκους του Nimic, πλάι στη Δάφνη Πατακιά.
Όσο τον ρωτούσε τι συνέβαινε στην πλοκή τόσο ο Έλληνας σκηνοθέτης δεν του έδινε συγκεκριμένη απάντηση, αλλά τον ιντρίγκαρε η περιέργειά του και με τη σειρά του τον παρακινούσε να του θέτει περισσότερες ερωτήσεις (φαντάζομαι την κρυφή ικανοποίηση του Λάνθιμου για το τέλειο κάστινγκ!). «Τελικά, βρήκα την ταινία φανταστική, αν και, μέχρι και σήμερα, δεν κατάλαβα τι έγινε», είπε στους δημοσιογράφους με αυτήν την αφοπλιστική αφέλεια που μόνο στους Αμερικανούς συγχωρείται· σε όλους τους υπόλοιπους καταγγέλλεται ως ασχετοσύνη τουλάχιστον.
Αντίθετα με τους άλλους δύο παραλήπτες του φετινού Χρυσού Αλέξανδρου, ο Ντίλον, ίδιος κι απαράλλαχτος εδώ και 25 χρόνια, δείχνει πως τα 60 δεν αποτελούν απαραίτητα σημείο επείγουσας καμπής με δραστήρια εξωστρέφεια ή εσωτερική αναζήτηση αλλά ένα ανοιχτό γήπεδο τυχαιότητας και περιπέτειας, σαν γουέστερν με αβέβαιο φινάλε.