Ήταν το 1989, την εποχή των γυρισμάτων του «Drugstore Cowboy», της ταινίας που εκτίναξε την καριέρα του Γκας βαν Σαντ και έσκασε στην Αμερική σαν την μπάλα που πέφτει με δύναμη στα απόνερα και λερώνει τα καθαρά τζάμια των νοικοκυριών. Ο μόλις 25χρονος τότε, αλλά ήδη σούπερ σταρ Ματ Ντίλον επισκεπτόταν συχνά το Λόρενς του Κάνσας όπου ζούσε ο θρυλικός συγγραφέας του μπιτ κινήματος Ουίλιαμ Μπάροουζ, καθώς τους συνέδεε μια εμβληματική σκηνή της ταινίας στην οποία εμφανίζονταν μαζί. Ο νεαρός ηθοποιός κυκλοφορούσε στα φοιτητικά στέκια, έπινε, φλέρταρε, αναλωνόταν σε πολύωρες κουβέντες για λογοτεχνία και μουσική· καθόλου αναμενόμενη συμπεριφορά για κάποιον που πληρωνόταν εκατομμύρια στο Χόλιγουντ και όχι μόνο δεν είχε πάει πανεπιστήμιο, άρα ήταν αυτοδίδακτος σε οτιδήποτε συνδεόταν με τέχνη και θεωρία, αλλά δεν είχε ολοκληρώσει καν τις γυμνασιακές του σπουδές. Ωστόσο είχε από πολύ νωρίς –και το πιστοποιούν οι συνεντεύξεις του στο ξεκίνημα της καριέρας του– την ευφυΐα να επενδύσει στην υποκριτική και σε ρόλους καθημερινών ανθρώπων. Αργότερα, ώριμος πια, έλεγε χαρακτηριστικά ότι δεν τον ενδιέφερε τόσο η υποκριτική καθαυτή όσο «η περιέργεια για την ανθρώπινη φύση και για την αφήγηση, λίγο σαν καθρέφτης της ζωής».
Ήταν δεν ήταν 15 όταν ένας κυνηγός ταλέντων τον εντόπισε στους διαδρόμους του Hommocks Junior High στο Λάρτσμοντ, προάστιο της Νέας Υόρκης, όχι μακριά από το Νιου Ροσέλ όπου γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1964. Έψαχναν για εφήβους με υποκριτικό ταλέντο για μια νεανική ταινία. Ο Ντίλον πέρασε ακρόαση και πήρε τον ρόλο για το «Πέρα από τα όρια» σε σκηνοθεσία Τζόναθαν Κάπλαν, μια ιστορία ενηλικίωσης γυρισμένη στο Κολοράντο. Ο νεαρός πρωταγωνιστής πήρε την απόφαση, μετά την πρώτη του επαφή με τον φακό, ότι αυτό θα έκανε στη ζωή του, θα έπαιζε στο σινεμά. Ήταν τόσο τελειομανής που ο σκηνοθέτης τού είχε ήδη δώσει το παρατσούκλι «Μπράντο»· ακόμα δεν ήξερε ποιος ήταν ακριβώς ο Μπράντο και το έπαιρνε ως προσβολή. Όσον αφορά την απόφασή του να γίνει ηθοποιός, οι γονείς του, άνθρωποι με καλλιτεχνική φλέβα, δεν είχαν πρόβλημα. Είχαν μάθει τα έξι τους παιδιά να καλλιεργούν τα ενδιαφέροντά τους και να κάνουν τις δικές τους επιλογές. Ο πατέρας του, μάλιστα, ο Πολ, ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος, πορτρετίστας.
Στην πραγματικότητα, η «ασυμβίβαστη», σκληρή του πλευρά συνοδευόταν από ένα αίσθημα ευαισθησίας που απέπνεε. Δεν είναι τυχαίο, όπως συχνά λέει, ότι εκείνος είχε ως πρότυπο τον Τζιν Χάκμαν, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησε το 1985 στον «Στόχο» του Άρθουρ Πεν.
Αμέσως μετά το ντεμπούτο του έκανε ακρόαση για τον ρόλο του αγοριού που θα πλαισίωνε την Μπρουκ Σιλντς στη «Γαλάζια λίμνη». Επιλέχθηκε ανάμεσα σε εκατοντάδες συνομηλίκους του, για να αποχωρήσει ο ίδιος λόγω των γυμνών εμφανίσεων. Αντ’ αυτού παρακολούθησε μαθήματα της Μεθόδου με τον Λι Στράσμπεργκ στο Actors’ Studiο. Στην επόμενη ταινία του θα παίξει μαζί με την Τέιτουμ Ο’Νιλ (που είχε ήδη Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου) και την Κρίστι ΜακΝίκολ σε μία ακόμα ρομαντική εφηβική ταινία του 1980, το «Little Darlings».
Συνέχισε να γυρίζει ταινίες για τινέιτζερ και τα νεανικά περιοδικά είχαν αρχίσει ήδη να προβάλλουν το πρόσωπο του σαν να ήταν είδωλο, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο τι θα ακολουθούσε. Ο Κόπολα το αμέσως επόμενο διάστημα θα γύριζε δύο από τις πιο δημοφιλείς ταινίες του με θέμα την ενηλικίωση, το «Outsiders» («Επαναστάτες χωρίς αύριο»), που βασιζόταν στο βιβλίο της Σούζαν Ελοΐζ Χίντον, και το «Rumble Fish» («Ο Αταίριαστος»)· γυρίστηκαν και οι δύο το 1983, η μία μετά την άλλη. Στην πρώτη συμμετείχαν μερικά από τα αγόρια που τα επόμενα χρόνια καθόρισαν τη φιλμογραφία του Χόλιγουντ (Τομ Κρουζ, Ρομπ Λόου, Πάτρικ Σουέιζι, Εμίλιο Έστεβεζ), όμως ο χαρισματικός Ματ Ντίλον ήταν αυτός που ξεχώρισε ως πρωταγωνιστής, ενώ στη δεύτερη ήταν αντάξιος του Μίκι Ρουρκ, ξεπερνώντας τον σε φήμη. Αρκετοί έσπευσαν να τον παρομοιάσουν με τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τον Μοντγκόμερι Κλιφτ λόγω του ασυμβίβαστου χαρακτήρα των ρόλων που έπαιζε.
Στην πραγματικότητα, η «ασυμβίβαστη», σκληρή του πλευρά συνοδευόταν από ένα αίσθημα ευαισθησίας που απέπνεε. Δεν είναι τυχαίο, όπως συχνά λέει, ότι εκείνος είχε ως πρότυπο τον Τζιν Χάκμαν, με τον οποίο συμπρωταγωνίστησε το 1985 στον «Στόχο» του Άρθουρ Πεν. Ήταν η χρονιά της κωμωδίας «Φλαμίνγκο Κιντ», η οποία τον κατέστησε έναν από τους πιο εμπορικούς ηθοποιούς της γενιάς του – αφίσες του ήδη κοσμούσαν εφηβικούς τοίχους. Ωστόσο, μια απόπειρα να παίξει στο θέατρο, στην παράσταση «Τα αγόρια του χειμώνα» του Τζον Πιλμάιερ στο Μπρόντγουεϊ, δεν ήταν πετυχημένη· κατέβηκε σε μία εβδομάδα.
Rumble Fish (Modern Trailer)
Το 1989 το «Drugstore Cowboy» δεν έφτιαξε μόνο την καριέρα του Γκας βαν Σαντ αλλά κάπως επανεκκίνησε και τη δική του. Παρόλο που δεν ήταν μπλοκμπάστερ –και πώς να ήταν, εφόσον έθιγε το θέμα ταμπού των ναρκωτικών–, η κινηματογραφική κοινότητα ήξερε ότι επρόκειτο για ένα καλτ διαμάντι και ότι η ερμηνεία του Ντίλον ξεχώριζε. Αλλά εκείνος εξακολουθούσε να είναι επιλεκτικός και κυρίως να αρνείται να ενδώσει στις σειρήνες του Χόλιγουντ. Με τον Βαν Σαντ γύρισε το 1995 και το «Έτοιμη για όλα» με τη Νικόλ Κίντμαν. Κάπου εκεί η σχέση του με το μεγάλο κοινό άρχισε να θολώνει.
Δεν σταμάτησε να γυρίζει ταινίες, αλλά πλέον δεν είχε απαραίτητα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κωμωδία «In & Out» του 1997 με τον Κέβιν Κλάιν, όπου παίζει τον ελαφρόμυαλο σταρ που στον ευχαριστήριο λόγο του στην απονομή των Όσκαρ ξεμπροστιάζει, άθελά του, τον αγαπημένο του καθηγητή του στο γυμνάσιο, αποκαλύπτοντας πως είναι γκέι. Η κωμωδία που τον έφερε και πάλι στην πρώτη γραμμή δεν ήταν άλλη από το «Κάτι τρέχει με τη Μαίρη» των αδελφών Φαρέλι, μια διεθνής επιτυχία του 1998, όπου, εκτός από τον ίδιο και τους Μπεν Στίλερ, Κρις Έλιοτ και Λι Έβανς, πρωταγωνιστούσε η Κάμερον Ντίαζ, με την οποία εκείνη την περίοδο διατηρούσαν σχέση – παρόλη την αλληλοεκτίμηση, κράτησε μόλις δύο χρόνια λόγω απόστασης. Ο Ντίλον αρνιόταν κατηγορηματικά να εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη και το Μανχάταν για το Λος Άντζελες. Συνηθίζει να λέει ότι ήταν μια σχέση που «έκανε τον κύκλο της».
Το ερωτικό θρίλερ «Wild Things» της ίδιας χρονιάς σε σκηνοθεσία του Τζον Μακνότον με τη Νιβ Κάμπελ και τον Κέβιν Μπέικον προστέθηκε στη λίστα των πολύ καλών ταινιών της φιλμογραφίας του, αλλά ήταν πια ένας ώριμος άντρας που μεγάλωνε, εγκαταλείποντας σταδιακά το νεανικό Χόλιγουντ – νέα ονόματα αναδύονταν στο αμερικανικό stardom. Αρνούμενος να ενδώσει σε καθαρά εμπορικά πρότυπα, επέλεξε το ταξίδι σε απρόσμενους προορισμούς, στη μουσική και στη ζωγραφική, τις βόλτες στα βιβλιοπωλεία και τα δισκάδικα της Νέας Υόρκης. Δύο ταξίδια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του ως κινηματογραφιστή. Το πρώτο ήταν στην Καμπότζη, όπου συνάντησε Αμερικανούς πρώην στρατιώτες που επέλεξαν να μην επιστρέψουν, εμπειρία που του έδωσε την αφορμή για την πρώτη του σκηνοθεσία, την «Πόλη των φαντασμάτων» το 2002 σε δικό του σενάριο με τη συμμετοχή του Τζέιμς Κάαν και του Ζεράρ Ντεπαρντιέ.
Ένας άλλος, κομβικός γι’ αυτόν προορισμός, ήταν η Κούβα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Λάτρευε την αφροκουβανέζικη μουσική και μέχρι σήμερα είναι από τους πιο δυνατούς γνώστες της διεθνώς, διατηρώντας μια σπάνια συλλογή δίσκων βινυλίου. Σε ένα από τα ταξίδια του στην Αβάνα το 1999 ήρθε σε επαφή με τους ήχους ενός μουσικού που αγνοούσε, του Fellove, που από τη δεκαετία του 1940 αναμείγνυε την αμερικανική τζαζ με τους αφροκουβανέζικους ρυθμούς. Ενθουσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που τον έψαξε, τον εντόπισε στην Πόλη του Μεξικού και εν τέλει αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο του ντοκιμαντέρ του 2020, «El Gran Fellove».
Σημαντική στιγμή του αποτελεί φυσικά και η ταινία «Crash» («Απώλεια») του Πολ Χάγκις, η οποία κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας το 2006· ο ίδιος κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ανάμεσα σε πολλές ταινίες, ξεχώρισε η συμμετοχή του σε μία ακόμα κωμωδία, το 2009, που στα ελληνικά κυκλοφόρησε ως «Γερόλυκοι», με τους Τζον Τραβόλτα και Ρόμπιν Γουίλιαμς, στο «Sunlight Jr.» με τη Ναόμι Γουότς το 2013, και στην τηλεοπτική σειρά «Wayward Pines» το 2015 σε σκηνοθεσία του εξπέρ στα παραφυσικά θρίλερ Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.
Αλλά δεν μπορεί κανείς να μην εντυπωσιαστεί από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταινία «Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ» του Λαρς φον Τρίερ το 2018 δίπλα στον Μπρούνο Γκανς και στην Ούμα Θέρμαν. Έτσι κι αλλιώς, οι Ευρωπαίοι σκηνοθέτες όπως ο Τιλ Σβάιγκερ («Head full of honey», 2018), ο Γιώργος Λάνθιμος («Nimic», 2019) και η Σιρίν Νεσάτ («Land of dreams», 2021), μοιάζει να τον τιμούν ιδιαίτερα. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο που ο Γουές Άντερσον τον ενέταξε το 2023 στους εκλεκτούς του «θιάσου» του για το «Asteroid City». Ο Φερνάντο Τρουέμπα, με τον οποίο μοιράζονται την αγάπη για την κουβανέζικη μουσική, του έδωσε μόλις έναν χρόνο πριν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο γυρισμένο στην Ελλάδα θρίλερ «Στοιχειωμένη καρδιά» και η Ζεσικά Παλούντ στο «Την έλεγαν Μαρία», όπου υποδύεται τον Μάρλον Μπράντο την εποχή του «Τελευταίου τανγκό στο Παρίσι», το οποίο συμμετείχε στο Επίσημο Διαγωνιστικό του Φεστιβάλ των Καννών το Μάιο του 2024.
Συχνός επισκέπτης διεθνών φεστιβάλ, μεγάλος συλλέκτης δίσκων βινυλίου (οι φίλοι του πιστεύουν ότι θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα ως μουσικός παραγωγός) αλλά και έργων τέχνης, ζωγράφος με πρόσφατες ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι και το Βερολίνο, στα 60 του διατηρεί μια αξιοπρόσεκτη νεανικότητα, ίσως γιατί καθημερινά τρέχει στο Σέντραλ Παρκ, που είναι μερικά λεπτά από το σπίτι του στο Upper East Side του Μανχάταν, ενώ η άρνησή του να δημιουργήσει οικογένεια διεγείρει τη φαντασία των θαυμαστών του που διαδίδουν στο διαδίκτυο κάθε πιθανή και απίθανη ιστορία σχετικά με τη σεξουαλικότητά του.
Εκείνος παραμένει ένα ελεύθερο πνεύμα που διατηρεί ανοιχτούς ορίζοντες, ένας σκεπτόμενος καλλιτέχνης που ταξιδεύει, μελετάει, παρατηρεί τη συμπεριφορά των ανθρώπων και αναζητά τις αφηγήσεις των περιπετειών τους σε κάθε γωνιά της γης, οπωσδήποτε πέρα από την υποκριτική και τον κινηματογράφο.
Ο Ματ Ντίλον θα τιμηθεί με τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, με αφορμή την πρεμιέρα της νέας του ταινίας «Being Maria», όπου υποδύεται τον Μάρλον Μπράντο.