ΚΑΛΙΟ ΑΡΓΑ ΠΑΡΑ ΠΟΤΕ. Σχεδόν εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της, η Βιβλιοθήκη και το Μουσείο Μόργκαν αποτίει επιτέλους φόρο τιμής στη γυναίκα που συγκέντρωσε την περίφημη ιδιωτική συλλογή, ενίσχυσε το μεγαλείο της και, πριν από έναν αιώνα, έγινε η πρώτη διευθύντρια του ιδρύματος. Διοργανώνοντας μια μεγάλη έκθεση, το ίδρυμα που συστάθηκε στη μνήμη του επιφανούς τραπεζίτη έρχεται επίσης αντιμέτωπο με τη δική του ιστορία.
Η Μπέλα ντα Κόστα Γκριν ήταν μια μαύρη γυναίκα που περνούσε ως λευκή στους κόλπους της κοινωνίας της «χρυσής εποχής» στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Άγνωστο αν ο ίδιος ο Τζέι Πι Μόργκαν το γνώριζε, σίγουρα όμως δεν το έλεγε. Φήμες και μισαλλόδοξες αναφορές εμφανίζονταν πού και πού – η διάσημη μαικήνας των τεχνών Ιζαμπέλα Στιούαρτ Γκάρντνερ είχε αποκαλέσει την Γκριν «ημίαιμη» – αλλά η φυλή της παρέμεινε ένα επικίνδυνο μυστικό πολύ μετά το θάνατό της το 1950. Η αλήθεια έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μόνο όταν η συγγραφέας Τζιν Στράους έγραψε τη βιογραφία του Μόργκαν στα μέσα της δεκαετίας του ‘90, αλλά κι από τότε ακόμα, χρειάστηκε να περάσουν άλλα τριάντα χρόνια για να πραγματωθεί αυτή η έκθεση.
Η Μπέλα ντα Κόστα Γκριν ήταν μια μαύρη γυναίκα που περνούσε ως λευκή στους κόλπους της κοινωνίας της «χρυσής εποχής» στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Άγνωστο αν ο ίδιος ο Τζέι Πι Μόργκαν το γνώριζε, σίγουρα όμως δεν το έλεγε.
Αυτό όμως που δίνει στην έκθεση το σημαντικό ειδικό βάρος της, δεν είναι μόνο η αποκάλυψη της φυλετικής ταυτότητας της Γκριν, αλλά το απέριττο γούστο της. Ήταν μια ακριβοπληρωμένη και ευρέως διάσημη προσωπικότητα του πολιτισμού και των τεχνών, που περιπλανιόταν τόσο στα κανάλια της ακαδημαϊκής και καλλιτεχνικής κοινότητας όσο και σ’ εκείνα του χρήματος, με ακαταμάχητο σθένος. Και ο τύπος της εποχής κατέγραφε με επιμονή την τολμηρή της αίσθηση της μόδας και τον πολυτελή τρόπο ζωής της. «Επειδή είμαι βιβλιοθηκάριος δεν σημαίνει ότι πρέπει να ντύνομαι και σαν βιβλιοθηκάριος», έλεγε η ίδια.
Οι εφημερίδες αποθέωναν την ευφυΐα και το στυλ της, καταγράφοντας τόσο τους θριάμβους της ως επιμελήτρια όσο και την προτίμησή της για τα ακριβά αυτοκίνητα, τους αριστοκράτες και τους μποέμ. «Ξέρει περισσότερα για τα σπάνια βιβλία από κάθε άλλον Αμερικανό», έγραφε η Chicago Daily Tribune το 1912. «Είναι κομψή, πάντα σικ, ζωηρή και απείρως ενδιαφέρουσα... Αφήνει τα μαλλιά της μακριά, πηγαίνει σε μυστικές αποστολές στην Ευρώπη, όπου την αντιμετωπίζουν με δέος και με τρόμο οι πράκτορες των μεγάλων συλλεκτών».
Προικισμένη με ψηλά ζυγωματικά και μια έκφραση που δεν επιδεχόταν ούτε ανοησίες ούτε αντιρρήσεις, ένιωθε άνετα μπροστά στην κάμερα, όπως μαρτυρούν οι άφθονες φωτογραφίες της όπου απεικονίζεται να φορά πάντα εντυπωσιακά ρούχα. Εξίσου εντυπωσιακά ήταν και ορισμένα από τα σημαντικότερα αποκτήματά της: το περίφημο «χαρακτικό των εκατό φιορινιών» του Ρέμπραντ, το χειρόγραφο της νουβέλας «Ο κοινός μας ο φίλος», του τελευταίου βιβλίου που ολοκλήρωσε ο Τσαρλς Ντίκενς, το προσχέδιο του Τζον Κιτς για το ποίημα “On First Looking into Chapman's Homer”.
Η Μπελ Μάριον Γκρίνερ γεννήθηκε το 1879 (αν και η ίδια δήλωνε ως έτος γεννήσεως το 1883) στην Ουάσινγκτον. Η μητέρα της, Ζενεβιέβ Άιντα Φλιτ, δίδασκε μουσική ενώ ο πατέρας της, ο Ρίτσαρντ Γκρίνερ –ο πρώτος μαύρος που αποφοίτησε από το Χάρβαρντ– ήταν δικηγόρος, ένθερμος υποστηρικτής των πολιτικών δικαιωμάτων και συλλέκτης σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων. Η κόρη του κληρονόμησε το πάθος του για το πολύτιμο χαρτί, αλλά όχι για την κοινωνική δράση. Η οικογένεια μετακόμισε στη Νέα Υόρκη το 1888 και όταν οι γονείς της χώρισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1890, η μητέρα και τα παιδιά άρχισαν τη «μετάβασή» τους αποσύροντας την κατάληξη (-ερ) από το επώνυμο τους.
Η ανοιχτόχρωμη Ζενεβιέβ υιοθέτησε ένα νέο μεσαίο όνομα, το Βαν Φλιτ, συνδέοντας τον εαυτό της με την παλιά ολλανδική αριστοκρατία της Νέας Υόρκης. Η Μπελ και ο αδελφός της πρόσθεσαν έναν υπαινιγμό πορτογαλικής καταγωγής (ντα Κόστα) για να εξηγήσουν τους σκούρους τόνους της επιδερμίδας τους. Οπλισμένη με τη νέα αυτή ταυτότητα, η Μπελ ντα Κόστα Γκριν βρήκε την πρώτη της δουλειά στη βιβλιοθήκη του Πρίνστον, το οποίο δεν δεχόταν μαύρους προπτυχιακούς φοιτητές μέχρι και το 1947. Εκεί γνώρισε τον Τζούνιους Σποένσερ Μόργκαν τον δεύτερο, ο οποίος τη σύστησε στον θείο του, τον διάσημο τραπεζίτη και οικονομικό παράγοντα Τζέι Πι Μόργκαν.
Η Γκριν έγινε η προσωπική βιβλιοθηκάριος του πατριάρχη το 1905, όταν το αρχιτεκτονικό γραφείο των McKim, Mead και White έβαζε ακόμη τις τελευταίες πινελιές στο παλάτι του JP Morgan στην Ανατολική 36η οδό του Μανχάταν. Έξι χρόνια αργότερα πέτυχε το πιο διάσημο απόκτημά της: Το μοναδικό διασωσμένο πλήρες αντίτυπο του “Le Morte D'Arthur” («Ο θάνατος του Αρθούρου») του Τόμας Μάλορι, που είχε τυπωθεί από τον William Caxton το 1485.
Ο Μόργκαν, πρόθυμος να πληρώσει έως και 100.000 δολάρια για αυτό το σπάνιο έργο, ενθουσιάστηκε που η Γκριν το άρπαξε για το μισό ποσό. Σε όλους τους άλλους φάνηκε υπερβολικό το αντίτιμο: «Πενήντα χιλιάδες δολάρια γι' αυτό το βιβλίο!» έγραφε μια επικεφαλίδα στο περιοδικό The World Magazine, σ’ ένα άρθρο πλαισιωμένο με σχέδια και φωτογραφίες της βιβλιοθηκάριου-σταρ με το φτερωτό καπέλο της.
Φανταχτερή στις δημόσιες εμφανίσεις, αλλά κλειστή (αναγκαστικά) στην ιδιωτική της ζωή, η Γκριν έκαψε αργότερα όλα τα ημερολόγιά της, μαζί με τις εκατοντάδες επιστολές που έλαβε από τον κατά καιρούς εραστή της και ισόβιο φίλο της, Μπέρναρντ Μπέρενσον. Γνωρίστηκαν το 1909, και ίσως εκείνη ένιωσε έναν «δεσμό εξαπάτησης» με τον εκλεπτυσμένο προτεστάντη που όμως είχε γεννηθεί Λιθουανός Εβραίος. Ευτυχώς ο Μπέρενσον κράτησε τις επιστολές της και οι επιμελητές της έκθεσης που εγκαινιάστηκε στη Νέα Υόρκη και θα διαρκέσει ως τον προσεχή Μάιο, βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο αρχείο του.
Όταν ο Μόργκαν πέθανε το 1913, ο γιος του Τζακ ανέλαβε τη διαχείριση της συλλογής του πατέρα του και η Γκριν αντιμετώπισε μια στιγμή αβεβαιότητας: Θα την κρατούσε στη θέση της; Όχι μόνο την κράτησε, αλλά ο επαγγελματικός τους δεσμός ισχυροποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου. Κατά τη διάρκεια της θητείας του επέβλεψε την ίδρυση της Βιβλιοθήκης Pierpont Morgan ως δημόσιου ιδρύματος το 1924. Λίγα χρόνια αργότερα επέκτεινε το campus του ιδρύματος για να συμπεριλάβει ένα αναγνωστήριο και έναν εκθεσιακό χώρο.
Όμως το μεγάλο μυστικό της οικογένειάς της απεδείχθη τελικά θανάσιμο. Ο ανιψιός της Μπελ, ο Μπόμπι, τον οποίο είχε μεγαλώσει και ουσιαστικά υιοθετήσει, πέθανε ενώ υπηρετούσε σε μια μοίρα βομβαρδιστικών στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο στρατός την ενημέρωσε ότι σκοτώθηκε στη μάχη. Στην πραγματικότητα αυτοπυροβολήθηκε, προφανώς επειδή η αρραβωνιαστικιά του, Νίνα Τέιλορ, είχε ανακαλύψει τη φυλετική του καταγωγή και η αλήθεια την ώθησε όχι μόνο να διαλύσει τον αρραβώνα αλλά και να επιμείνει στη στείρωσή του.
Δεν είναι σαφές πόσα γνώριζε η Μπελ για την μοχθηρή στάση της Νίνα, αλλά η αυτοκτονία του Μπόμπι την διέλυσε, ειδικά επειδή ήταν η τρίτη μεγάλη απώλεια της ζωής της σε σύντομο χρονικό διάστημα, μετά τους θανάτους της μητέρας της το 1941 και του Τζακ Μόργκαν το 1943. Η ίδια έζησε μέχρι το 1950, και το γεγονός ότι προσπαθούσε να παραμένει επιφανής και δραστήρια μέχρι το τέλος ίσως να ανακούφισε αυτά τα τελευταία χρόνια της ασθένειας και της θλίψης. Παρότι η Γκριν έγινε μάρτυρας δύο παγκόσμιων πολέμων καθώς και πολλών κοινωνικών αλλαγών, ο διάχυτος ρατσισμός που την κρατούσε δεμένη σε μια κατασκευασμένη προσωπικότητα δεν υποχώρησε ποτέ. Ακόμη και στο τέλος της αποδέχτηκε μια ζωή τραγικής αναλήθειας ως το τίμημα μιας εξαιρετικής καριέρας.
Με στοιχεία από The Financial Times