ΕΞΑΛΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΛΟΙ «παραδοσιακοί» θεατές, κάποιας ηλικίας κατά κανόνα, εξαιτίας της τάσης –ή της πολιτικής– που επικρατεί όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια να εμφανίζονται, και μάλιστα ως πρωταγωνιστές, ηθοποιοί που δεν είναι λευκοί σε παραγωγές «εποχής», υποδυόμενοι χαρακτήρες που θα ήταν απίθανο ή εξαιρετικά σπάνιο, σ’ εκείνο το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, να μην έχουν κατάλευκο δέρμα.
Τα παραδείγματα είναι άπειρα πλέον, τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην τηλεόραση, από τη «Μικρή γοργόνα» ως το Bridgerton, με πιο πρόσφατο παράδειγμα ίσως τη συμπαθέστατη σειρά «Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα» με τον Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, ο οποίος περιστοιχίζεται από ένα πολυφυλετικό καστ, παρότι η πλοκή περιορίζεται σ’ ένα ξενοδοχείο της Μόσχας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες είναι είτε Ρώσοι είτε από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες. Κάποιοι θεατές ειδικά, που είχαν διαβάσει το ομώνυμο μυθιστόρημα, έφριξαν βλέποντας, φερ' ειπείν, έναν μαύρο ηθοποιό με ράστα μαλλί να υποδύεται επιφανή Μπολσεβίκο.
Προσωπικά, διόλου δεν μ’ ενοχλεί αυτή η τάση. Δεν έχουν δικαίωμα μη λευκοί ηθοποιοί να παίζουν Σαίξπηρ ή Ντίκενς ή Τσέχοφ; Δεν έχουν δικαίωμα να παίζουν σε έργα περιόδου (ή εποχής, που λέμε) χωρίς να υποδύονται υποχρεωτικά, όπως μέχρι και πρόσφατα, υπηρέτες, κακοποιούς και θύματα;
Πρόκειται για το λεγόμενο «κάστινγκ αχρωματοψίας» (colorblind casting) που έχει καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια με απόλυτους γνώμονες την ποικιλομορφία και τη συμπερίληψη. Ηθοποιοί οποιουδήποτε «χρώματος» μπορούν να αναμετρηθούν με οποιονδήποτε ρόλο ανεξαρτήτως φυλής, ακόμα κι αν αυτό συνιστά αναχρονισμό και υπέρβαση –ή, κατ’ άλλους, διαστρέβλωση– της ιστορικής πραγματικότητας.
Προσωπικά, διόλου δεν μ’ ενοχλεί αυτή η τάση. Δεν έχουν δικαίωμα μη λευκοί ηθοποιοί να παίζουν Σαίξπηρ ή Ντίκενς ή Τσέχοφ; Δεν έχουν δικαίωμα να παίζουν σε έργα περιόδου (ή εποχής, που λέμε) χωρίς να υποδύονται υποχρεωτικά, όπως μέχρι και πρόσφατα, υπηρέτες, κακοποιούς και θύματα; Για μυθοπλασία μιλάμε εξάλλου, όχι για βιογραφία ή για δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Σημασία έχει η απόδοση του χαρακτήρα, έτσι δεν είναι;
Από την άλλη, κατανοώ τη σύγχυση και τον αντιπερισπασμό που μπορεί να προκαλεί αυτή η τάση – ή αυτό το ακραίο σύμπτωμα της «επάρατου woke κουλτούρας», όπως θα το χαρακτήριζαν κάποιοι, οι οποίοι φαίνεται να κυριεύονται από μανία καταδιώξεως με το να βλέπουν «έγχρωμους» ή γυναίκες ηθοποιούς σε «απροσδόκητους» ρόλους.
Είναι δίκοπο μαχαίρι αυτή η προβολή μιας ιδέας και μιας αντίληψης του σήμερα στο παρελθόν, κοντινό ή μακρινό. Από τη μία, η «αχρωματοψία» αποτελεί μια υπενθύμιση ότι το παρελθόν δεν ήταν τόσο λευκό και τόσο ομοιογενές όσο μας το έχει παρουσιάσει η κινηματογραφική και τηλεοπτική μυθοπλασία του περασμένου αιώνα. Από την άλλη, μοιάζει συχνά εξαιρετικά επιπόλαιο το να παρουσιάζεται μια εποχή στην οποία κυριαρχούσε απολύτως η αποικιοκρατία και ο ρατσισμός (όχι ότι τώρα έχουν εκλείψει, απλά έχουν απολέσει τον θεσμικό χαρακτήρα που είχαν, μέχρι και πρόσφατα), ως πολυφυλετικός παράδεισος, ένα μαγικό, παραμυθένιο μέρος όπου όλες οι φυλές ζούσαν αρμονικά, εκτός ιστορίας και εκτός πραγματικότητας.