Τι σημαίνει εξέγερση; Τι είναι το Πολυτεχνείο; Πώς μπορεί κάποιος να σκοτώσει ένα πεντάχρονο; Ένας παππούς ξεκινά από του Ζωγράφου μαζί με το εγγονάκι του να πάνε στο Πολυτεχνείο, ανήμερα της επετείου, για να αποτίσουν φόρο τιμής. Στον δρόμο του αφηγείται την ιστορία της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73 σαν ένα παραμύθι που είναι όμως πέρα για πέρα αληθινό, επιχειρώντας ταυτόχρονα να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά ερωτήματα που αφορούν το πώς και το γιατί εκείνου του σημαδιακού ιστορικού γεγονότος, συνδέοντάς το με το παρόν.
Μέσα στις 48 σελίδες του βιβλίου, το χρώμα των εικόνων του οποίου επιμελήθηκε η Crispy Shift, αποτυπώνονται το πραξικόπημα, η χούντα, οι πρωταγωνιστές, οι αιτίες και οι ιδεολογικές αναφορές ενός καθεστώτος που προσπάθησε να επαναφέρει «μια παράδοση φαντασμένων και φαντασμάτων», η αντίσταση των λίγων απέναντι στη σιωπή, την ανοχή ή τη συνενοχή των πολλών, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια των «ανθρωποφυλάκων», η λογοκρισία, η πατριδοκαπηλεία, ο μεγάλος φοιτητικός και όχι μόνο ξεσηκωμός που σηματοδότησε την αρχή τους τέλους της δικτατορίας. Και από κοντά η άγρια καταστολή, το τανκ στην πύλη του Μετσόβιου, οι νεκροί που αμφισβητήθηκαν, όπως και η ίδια η σημασία της εξέγερσης, η Ιστορία ως διαρκής αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, τα χουντικά «φαντάσματα» που ακόμα επιβιώνουν και η διαφορετικότητα –στη φυλή, την καταγωγή, τις ιδέες, τον σεξουαλικό προσανατολισμό– που παραμένει στο στόχαστρό τους.
Καθώς η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ανήκει στα μεγάλα «εθνικά» αφηγήματα, στα οποία τα στρατόπεδα, σε ένα παιδικό μυαλό, είναι ξεκαθαρισμένα («εμείς και οι Τούρκοι», «εμείς και οι Ιταλοί»), είχα περισσότερο μια εικόνα ηρωισμού που χανόταν στην αχλή του μύθου.
Την εξαιρετική αυτή έκδοση συμπληρώνουν τα «θρανία της άνοιξης», ένα χρονολόγιο της δικτατορίας, τα σκίτσα των ταυτοποιημένων νεκρών του Πολυτεχνείου μαζί με ένα σχεδιάγραμμα που δείχνει τα σημεία όπου δολοφονήθηκαν εκείνοι που «δεν ήταν ήρωες, ήταν θύματα. Κανένας 5χρονος (αναφορά στο νεότερο ηλικιακά θύμα) δεν θέλει να γίνει ήρωας, γι’ αυτό πρέπει να μην επιτρέψουμε ξανά δολοφονίες από καθεστώτα που έχουν έλεγχο ζωής και θανάτου πάνω στους ανθρώπους», όπως αναγράφεται στο Παράρτημα.
— Πώς προέκυψε η ιδέα για αυτό το «παραμύθι» και πού απευθύνεται, σε μικρά παιδιά ή (και) σε μεγάλα; Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εκπαιδευτικό εργαλείο; Διδάσκονται, λέτε, οι σημερινοί μαθητές τι πραγματικά συνέβη στις 17/11/73 ή ακόμα «παραμυθιάζονται»;
Γιώργος Κτενάς: Στη γειτονιά μου, στου Ζωγράφου, ανάμεσα στα κρεμμύδια και τα σκόρδα ενός μανάβικου, υπάρχει το μνημείο τού μικρότερου θύματος του Πολυτεχνείου: του Δημήτρη Θεοδώρα, 5 ετών, που έπεσε νεκρός στις 17 Νοεμβρίου του 1973 από αδέσποτες σφαίρες, ενώ προσπαθούσε να διασχίσει με τη μητέρα του τον δρόμο. Αυτό το γεγονός ήταν το ερέθισμα για την παιδική ιστορία. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να παρουσιαστεί στα σχολεία το βιβλίο, αν και είναι μαζική και συγκινητική η πρωτοβουλία εκπαιδευτικών που επικοινωνούν σχετικά, γιατί κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια θεσμική ευαισθητοποίηση που δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το νόημα και το πολιτικό περιεχόμενο της φοιτητικής κατάληψης που μετατράπηκε σε κοινωνική εξέγερση δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως. Με αυτή την έννοια, παραμυθιάζονται και άλλοι εκτός από τους μαθητές. Γι’ αυτό το βιβλίο απευθύνεται, τελικά, σε μικρά και μεγάλα παιδιά, αλλά ίσως και σε κάθε μη αδρανές πολιτικό υποκείμενο.
John Antono: Ο Γιώργος συνέλαβε την ιδέα και την έκανε διάλογο, θυμίζοντας το πρότυπο των γνωστών εκλαϊκευτικών βιβλίων τύπου «Μιλώντας στην κόρη μου για…». Απευθύνεται τόσο σε μικρά παιδιά που έχουν μια πρώτη αντιληπτική ικανότητα για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας, όσο και σε μεγάλα, ενήλικα «παιδιά», εκείνα που το εκπαιδευτικό σύστημα και οι βιοτικές μέριμνες δεν τους επέτρεψαν να ασχοληθούν με όσα διαμόρφωσαν την κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα, έχουν ωστόσο το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι – με τα γνωστά αποτελέσματα. Φυσικά και θα μπορούσε το βιβλίο να συνεισφέρει στην εκπαιδευτική διαδικασία. Δυστυχώς, ως προς τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, επικρατεί μια τεράστια άγνοια σε άτομα γεννημένα μετά το 2010, δηλαδή στους αυριανούς πολίτες, κάτι που παρατηρείται και σε πολλές άλλες περιόδους της σύγχρονης, αλλά και της παλιότερης ιστορίας μας. Ακόμη χειρότερα, έφηβοι που «διψάνε» για ιστορία, την οποία δεν τους προσφέρει επαρκώς το σχολείο, αναζητούν ιστορικές γνώσεις από αναξιόπιστες, αναθεωρητικές και κακόφημες πηγές, πολλές φορές ακροδεξιάς στράτευσης, οι οποίες πλασάρονται με mainstream τρόπο και «σαρώνουν» μέσα από το YouTube, το TikTok κ.λπ.
— Πρωταγωνιστές της αφήγησης είναι ένας παππούς με το εγγονάκι του. H γιαγιά, μάλιστα, καθώς διαβάζουμε, συμμετείχε στην κατάληψη. Ποια ήταν η δική σας πρώτη επαφή με την εξέγερση του Πολυτεχνείου;
Γ.Κ.: Για να δούμε τη σημασία του Πολυτεχνείου πρέπει να την αντιληφθούμε ως προταγματική συνθήκη που συνδέεται με τους εξεγερτικούς Νοέμβρηδες της Μεταπολίτευσης, και όχι ως στατικό ιστορικό γεγονός. Με αυτή την έννοια, η πρώτη επαφή με την εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, όταν φωνάζαμε «Ο Νοέμβρης στους θρόνους, ο Δεκέμβρης στους δρόμους». Δεν το φωνάξαμε τυχαία και δεν το ξεχάσαμε ποτέ. Γι’ αυτό ξαναλέω: το νόημα του Πολυτεχνείου χρειάζεται αποκατάσταση.
J.A.: Καθώς η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ανήκει στα μεγάλα «εθνικά» αφηγήματα, στα οποία τα στρατόπεδα, σε ένα παιδικό μυαλό, είναι ξεκαθαρισμένα («εμείς και οι Τούρκοι», «εμείς και οι Ιταλοί»), είχα περισσότερο μια εικόνα ηρωισμού που χανόταν στην αχλή του μύθου. Άλλωστε, και οι τρεις συντελεστές του βιβλίου, ο Γιώργος, η Crispy και εγώ, γεννηθήκαμε πάνω-κάτω μια δεκαετία μετά τη Μεταπολίτευση και η κάπως πιο εξιδανικευμένη και ηρωοποιημένη εκδοχή του Πολυτεχνείου ήταν ακόμα κυρίαρχη στα ’90s, οπότε πήγαμε σχολείο. Προσωπικά συνειδητοποίησα το εύρος της σημασίας του μέσα από τις σπουδές μου στην Ιστορία και ακόμη περισσότερο τα πρώτα χρόνια της κρίσης, οπότε και η κληρονομιά της εξέγερσης δέχτηκε σκόπιμη κατασυκοφάντηση.
— Παρατηρούμε ότι το εγγονάκι έχει δύο μαμάδες, το φύλο του είναι κάπως αδιευκρίνιστο, ενώ κάποια στιγμή παππούς και εγγονάκι περνούν από τον πεζόδρομο της Γλάδστωνος όπου δολοφονήθηκε το 2018 ο Ζακ Κωστόπουλος. Πώς συνδέονται αυτά τα στοιχεία με το ιστορικό της εξέγερσης του Νοέμβρη του '73 και τι θέλουν να δείξουν;
Γ.Κ.: Το Πολυτεχνείο είναι το πρώτο χειραφετητικό κίνημα στην Ελλάδα με καθολικά χαρακτηριστικά (γιατί όλα λειτούργησαν μέσα από τη φαντασία των συνελεύσεων του Πολυτεχνείου) και ως τέτοιο πρέπει να εντοπίζεται και να εγγράφεται στο συλλογικό φαντασιακό. Μπορεί η κοινωνία της Μεταπολίτευσης να μην ακολούθησε τον δρόμο που άνοιξε το Πολυτεχνείο ως πολιτική πράξη, αλλά ο «τυφλοπόντικας της Ιστορίας», κατά τον Μαρξ, βρέθηκε ξανά μπροστά μας. Με αυτόν τον τρόπο ναι, υπάρχει κοινό νήμα.
J.A.: Δεν υπάρχει σημείο στην Αθήνα που να μη φέρει τη φόρτιση ενός ιστορικού γεγονότος. Το σημείο του φονικού ξυλοδαρμού του Ζακ από ιδιοκτήτες και αστυνομικούς συνδέεται επίσης με το μνημείο των αντιστασιακών της ΠΕΑΝ που στις 20 Σεπτεμβρίου 1942 ανατίναξαν σε εκείνη τη γωνία τα γραφεία της ναζιστικής ΕΣΠΟ, λίγες εκατοντάδες μέτρα από το κτίριο του Πολυτεχνείου. Η πόλη είναι μια ενότητα στην οποία συνυπάρχουν διαφορετικές μνήμες με κοινό, πολλές φορές, παρονομαστή. Η αναφορά στις δύο μαμάδες είναι μια απλή συμπερίληψη της σύγχρονης πραγματικότητας. Το δε φύλο του παιδιού τι σημασία έχει εν τέλει;
— Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο έγκλημα της χούντας;
Γ.Κ.: Εθνικισμός, σκοταδισμός, αντισημιτισμός, ομοφοβία, ιδεολογικοποίηση και αισθητικοποίηση του κιτς, ανάδειξη του εσωτερικού εχθρού, κατανάλωση ως αναπλήρωση στο έλλειμμα πολιτικής ελευθερίας, εξατομικευμένη ταυτότητα. Στα χρόνια τής Χούντας υπήρξαν μια σειρά από εγκλήματα που δεν μπορούν να διαβαθμιστούν και να ιεραρχηθούν. Αλλά αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά χωρίς να είναι κρυφά, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παρέμενε αδρανές πολιτικό υποκείμενο. Και σιωπηλό.
J.A.: Θα ήταν τετριμμένο να αναφέρω το θηριώδες έγκλημα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα προσθέσω όμως επίσης ότι η χούντα ανέκοψε βίαια την πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του ‘60, το ότι έθεσε τα θεμέλια για τη διαμόρφωση μιας κοινωνίας άβουλων καταναλωτών, το ότι με τη χυδαιότητά της μαγάρισε και ποδοπάτησε πολιτισμικές αξίες. Καταπώς έγραψε και ο Σεφέρης το 1968: «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ! Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;».
— Τι συμβολίζει σήμερα για σας η 17η Νοέμβρη του ’73, τι διδάγματα αντλείτε από εκείνο το ιστορικό γεγονός;
Γ.Κ.: Το Πολυτεχνείο δημιούργησε πολιτική, αμφισβήτησε τη δικτατορική εξουσία με μια νέα οργανωτική μορφή, διαρρηγνύοντας τις παραδοσιακές κομματικές προσδέσεις. Υπήρχε αυτοκαθορισμός, αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, χωρίς κομματική καθοδήγηση. Ο χαρακτήρας της κατάληψης ανέδειξε αφενός την ανικανότητα της παραδοσιακής πολιτικής, αφετέρου την ανάγκη για μια νέα θέσμιση. Παρήγαγε δηλαδή πολιτική ακριβώς γιατί βρέθηκε απέναντι από τη στρατιωτική δικτατορία και δεν επέτρεψε, έστω για 52 ώρες, την αναπαράσταση της εξουσίας.
J.A.: Το Πολυτεχνείο συμβολίζει την αδιαμεσολάβητη εξέγερση από τα κάτω, την αθωότητα και τον αυθορμητισμό της πρώιμης νιότης απέναντι στους χιλιάδες συμβιβασμούς του μετέπειτα βίου. Η συνύπαρξη της ελληνικής σημαίας κατά την εξέγερση με αντιφασιστικά και διεθνιστικά συνθήματα συμβολίζει το τοπικό με το οικουμενικό –δίχως την αποζήτηση της καθολικότητας και της πανανθρώπινης λευτεριάς, οι εθνικές σημαίες μάς περιορίζουν σε έναν κούφιο σοβινισμό. Τέλος, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το κεντρικό σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» είναι αυτονόητο σήμερα; Αν δεν ανήκετε στη χορεία των ευπατριδών ιδιοκτητών καναλιών, ρίξτε μια ματιά στο πορτοφόλι σας να δείτε αν τη βγάζετε μέχρι το τέλος του μήνα. Κοιτάξτε γύρω και πείτε ειλικρινά αν είστε ικανοποιημένοι με την κατάσταση της παιδείας. Η δε ελευθερία είναι ένα καθημερινό διακύβευμα που εύκολα μπορεί να χαθεί στο όνομα της «ασφάλειας», αν δεν την υπερασπιστούμε με νύχια και με δόντια.