Ο πατέρας της υπήρξε πράκτορας της CIA, κάτι που τη στοίχειωσε όταν άρχισε να το συνειδητοποιεί. Μεγαλώνοντας και ούσα πλέον δημοσιογράφος –έχει μεταξύ άλλων συνεργαστεί με έντυπα όπως οι «New York Times», οι «LA Times», η «Ιndependent», η «Huffington Post», το «San Francisco Magazine»–, αποφάσισε να ερευνήσει τυχόν ανάμειξή του στην επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα, όπου υπηρετούσε τα χρόνια εκείνα και όπου γεννήθηκε και η ίδια, όπως και τον ρόλο των ΗΠΑ σε αυτή.
Παράλληλα, καταγράφει την προσωπική της πορεία προς τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής της ταυτότητας, η αποκάλυψη της οποίας δοκίμασε εκ νέου τη σχέση πατέρα – κόρης, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση που η ίδια ανέπτυξε με την Ελλάδα, όπου μάλιστα δεν αποκλείει να εγκατασταθεί μόνιμα. Με σημείο συνάντησης τον φιλόξενο χώρο του βιβλιοπωλείου Κομπραί, όπου έγινε προ ημερών η πρώτη παρουσίαση της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου της, μιλήσαμε για όλα αυτά και άλλα πολλά, βρήκαμε μάλιστα αρκετά κοινά στα βιώματα, τα σημεία αναφοράς και τους προβληματισμούς μας, καθώς ανήκουμε στην ίδια γενιά. Ιδού το απόσταγμα:
— Διαβάζοντας το βιβλίο, είδα ότι με τον πατέρα σου μοιραζόσασταν για πολλά χρόνια κάτι κοινό, τη σιωπή και τη μυστικότητα, για διαφορετικούς βέβαια λόγους.
Έτσι ακριβώς, καθένας μας είχε τα μυστικά του! Εκείνος ήταν διαρκώς σε εγρήγορση και προσπαθούσε να κρύβει με κάθε τρόπο ότι δουλεύει για τη CIA. Εγώ, πάλι, μέχρι που αποφοίτησα από το Πανεπιστήμιο σχεδόν δεν ομολογούσα τη σεξουαλικότητά μου, ενώ έπρεπε παράλληλα να κρατώ κρυφό οτιδήποτε αφορούσε την απασχόληση του πατέρα μου, η σχέση μου με τον οποίο δοκιμάστηκε αφότου έκανα το coming out μου. Μη βρίσκοντας το θάρρος να του μιλήσω ευθέως, του τα έγραψα όλα σε ένα γράμμα. Μόλις το διάβασε μού τηλεφώνησε ταραγμένος, λέγοντάς μου ότι αυτό ήταν κάτι αφύσικο και δεν μπορούσε να το δεχτεί, διατηρήσαμε όμως επαφή κι αυτό με χαροποίησε γιατί τον αγαπούσα.
«Είμαι μια μορφωμένη λευκή που έχει ένα σχετικά καλό βιοτικό επίπεδο και ζει σε μια φιλελεύθερη Πολιτεία όπως η Καλιφόρνια − είμαι προνομιούχα ως προς αυτά. Ταυτόχρονα όμως είμαι γυναίκα και queer κι αυτά είναι ζητούμενα για τα οποία χρειάζεται ακόμα να παλέψω».
Ξεκίνησα να γράφω αυτό το βιβλίο με στόχο να απαντήσω στα ερωτήματα που με βασάνιζαν μεγαλώνοντας αναφορικά με τον πατέρα μου, τη σχέση του με τη CIA και την ελληνική χούντα, αλλά και για το πώς η δουλειά του, για την οποία πάντα είχαμε μια θολή εικόνα, επηρέαζε τη σχέση του με μας, την οικογένειά του. Ήταν η πρώτη διεθνής αποστολή του πατέρα μου, ακολούθησε το Βιετνάμ, όμως δεν τον είχαμε ακολουθήσει εκεί. Δεν ήταν εύκολο, γιατί δεν ήμουν ένας απλός παρατηρητής. Το ίδιο το ακρωνύμιο «CIA» με τρόμαζε όποτε το έγραφα, πολλές φορές το έσβηνα μετά ή έκλεινα το laptop. Καθώς μάλιστα πολιτικά τοποθετούσα από πολύ νέα τον εαυτό μου στην αριστερά, αντίθετα με εκείνον, που ήταν ένας τυπικός συντηρητικός Ρεπουμπλικανός, τα ερωτήματα αυτά γίνονταν πιο βασανιστικά.
— Απαντήθηκαν τουλάχιστον κάποια από τα ερωτήματα αυτά, ήταν λυτρωτική, τρόπον τινά, αυτή η συγγραφή;
Κάποια απαντήθηκαν, άλλα όχι, γράφοντας όμως το βιβλίο αυτό κατανόησα καλύτερα πολλά πράγματα. Με αυτή την έννοια, ναι, ήταν λυτρωτική. Ήταν μια επούλωση του τραύματος που είχα στη σχέση μου με εκείνον, ένα δικό μου συναισθηματικό ξεκαθάρισμα ταυτόχρονα, αλλά και η ολοκλήρωση μιας πολύχρονης προσωπικής έρευνας.
— Στο βιβλίο αναφέρεσαι και στη μητέρα σου, την οποία όμως έχασες σε νεαρή ηλικία.
Ναι, ήμουν μόλις 16 και πήγαινα ακόμα στο λύκειο όταν έφυγε από καρκίνο. Δεν είχα προλάβει να της πω για μένα και δεν ξέρω πώς θα το έπαιρνε. Ήμουν κάπου δέκα χρονών όταν ένας συμμαθητής μου στο σχολικό λεωφορείο με αποκάλεσε «λέσβω», χωρίς να ξέρω γιατί και χωρίς να έχω δώσει κάποιο «δικαίωμα». Το είπα στη μητέρα μου, η οποία αντέδρασε άσχημα, με αποτέλεσμα, όταν πια συνειδητοποίησα τη σεξουαλικότητά μου, να μην τολμώ να της κάνω οποιαδήποτε νύξη. Με τη μικρότερη αδερφή μου τα πράγματα ήταν πιο άνετα, ταιριάζουμε πολύ στις ιδέες μας, οπότε δεν δυσκολεύτηκε να με αποδεχτεί, μέχρι και σε Pride πηγαίναμε παρέα αργότερα.
— Γράφεις ότι αφότου, ενήλικη πλέον, άρχισες να επισκέπτεσαι την Ελλάδα, προσπαθούσες να κρύψεις την ταυτότητά σου καθώς οι μνήμες της χούντας ήταν ακόμα νωπές και το αντιαμερικανικό αίσθημα έντονο, εξαιτίας της στήριξης που κατηγορούνται ότι παρείχαν οι ΗΠΑ στους πραξικοπηματίες. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει πυροδοτήσει πολλές συζητήσεις, με μια εκδοχή, η οποία διατυπώνεται και στη σειρά ντοκιμαντέρ του Αλέξη Παπαχελά «Σκοτεινή Δεκαετία», να είναι ότι ένα μέρος του αμερικανικού πολιτικού συστήματος πράγματι αιφνιδιάστηκε, ενώ κάποιο άλλο και γνώριζε και συναίνεσε. Τα είχες συζητήσει αυτά με τον πατέρα σου;
Την παρακολουθώ αυτήν τη σειρά και με βάση και την προσωπική μου έρευνα νομίζω ότι είναι σωστή αυτή η εκδοχή. Στην ίδια την αμερικανική πρεσβεία υπήρχαν τότε, ξέρετε, άνθρωποι με διαφορετικές πολιτικές απόψεις και διαφορετική στάση απέναντι στη δικτατορία. Κάποιοι από το πολιτικό προσωπικό φαίνεται πως πράγματι δεν γνώριζαν, εντόπισα εντούτοις η ίδια αποχαρακτηρισμένα επίσημα έγγραφα που δείχνουν ότι άνθρωποι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ διατηρούσαν από χρόνια επαφές με τον Παπαδόπουλο και άλλους αξιωματικούς που συμμετείχαν στο πραξικόπημα, υπήρχαν ανοικτοί δίαυλοι μεταξύ τους. Στην αρχή του βιβλίου γράφω ακριβώς για μια κουβέντα που είχα με τον πατέρα μου για όλα αυτά, τι ήξερε για τα σχέδια των συνταγματαρχών, για τις συλλήψεις που έγιναν, τα βασανιστήρια κ.λπ. Μου απάντησε ότι στην υπηρεσία είχαν πληροφορίες για «κινήσεις κομμουνιστών» πριν από την 21η Απριλίου και ότι τα άλλα δεν ήταν δική τους αρμοδιότητα. Επέμεινα λέγοντάς του ότι συλλήψεις και βασανιστήρια έλαβαν χώρα ακόμα και στην Κύπρο, στο πραξικόπημα που υποκίνησε η χούντα κατά του Μακαρίου. «Αυτό δεν συνέβη», αποκρίθηκε διπλωματικά, εγώ όμως καταλάβαινα ότι δεν έλεγε αλήθεια. Καταλάβαινα επίσης ότι, όντας ένας άνθρωπος προσηλωμένος στο καθήκον και τις αρχές του, δεν θα αποκάλυπτε ποτέ σε κανέναν απόρρητες πληροφορίες που αφορούσαν τη δουλειά του. Μου ανέφερε λοιπόν μόνο τις επίσημες εκδοχές, κάποιες από τις οποίες ίσχυαν, άλλες όχι.
— Νομίζω ωστόσο ότι, παρά τις ενστάσεις σου, στο βιβλίο προσπαθείς ταυτόχρονα να δείξεις κατανόηση για εκείνον.
Νεότερη και ούσα αριστερή, ντρεπόμουν πραγματικά που οι ΗΠΑ είχαν δώσει «πράσινο φως» στο απριλιανό καθεστώς και για τον ρόλο που έπαιξαν σε αυτό κάποιοι αξιωματούχοι της CIA, Ελληνοαμερικανοί κυρίως. Όταν ωστόσο ξεκίνησα να γράφω και να αντιλαμβάνομαι την πολυπλοκότητα των γεγονότων και των καταστάσεων που έλαβαν χώρα τότε, παραμέρισα την αρχική μου «μαυρόασπρη» οπτική. Γιατί κοντά στους υποστηρικτές των πραξικοπηματιών υπήρχαν άνθρωποι, και στην πρεσβεία και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που ήθελαν τους στρατιωτικούς να παραμείνουν στους στρατώνες τους και ο πατέρας μου ανήκε σε αυτούς. «Τους λέγαμε να μην κινηθούν και μας υποσχέθηκαν ότι θα συμμορφωθούν», μου είχε πει, κάτι που βέβαια δεν συνέβη. Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια συνωμοσία για την οποία άπαντες ήταν σύμφωνοι και ενήμεροι. Εκείνος τότε ήταν ένας νέος αξιωματικός χωρίς πρότερη εμπειρία στο εξωτερικό και σίγουρα δεν ήταν στα «κεφάλια» που λάμβαναν τις αποφάσεις. Ήταν ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος που είχε σπουδάσει ελληνική φιλοσοφία, μιλούσε άπταιστα ελληνικά και λάτρευε την Ελλάδα, που ήταν ιδεαλιστής με τον δικό του τρόπο, αλλά που ταυτόχρονα ένιωθε υποχρεωμένος να ακολουθεί εντολές τις οποίες δεν μπορούσε να επηρεάσει και που ουδέποτε θα πρόδιδε. Γι’ αυτό και ουδέποτε κατάφερα να μάθω τι ακριβώς έκανε ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά άλλου, όπου εμπλέχθηκε. Ήξερα, ας πούμε, ότι στο Βιετνάμ αργότερα υπηρέτησε σε ένα γραφείο ανακρίσεων, τον είχα ρωτήσει τι γινόταν εκεί, με διαβεβαίωνε ότι ποτέ δεν είδε να ασκούν βία σε κρατούμενους. Συνειδητοποίησα εν τέλει ότι, παρά την ντροπή που ένιωθα, τα όσα έκανε ή δεν έκανε ο πατέρας μου δεν ήταν ένα βάρος που όφειλα να φέρω.
— Ο οποίος κιόλας, παρά την αρχική του αντίδραση, με τα χρόνια σε αποδέχτηκε όπως είσαι.
Ναι, ήταν περίεργο αλλά όταν πια πάτησε τα εβδομήντα ξαφνικά άλλαξε στάση απέναντι στη σεξουαλικότητά μου, την αποδέχτηκε πλήρως και οι σχέσεις μας αναθερμάνθηκαν. Του γνώρισα και τη σύζυγό μου, την αγκάλιασε θερμά, τη φίλησε και μας έδωσε την ευχή του, που λέτε στην Ελλάδα. Όχι, δεν ασπάστηκε τίποτα ριζοσπαστικές ιδέες, είχε μάλιστα γίνει περισσότερο θρήσκος. Η μόνη αλλαγή ήταν ότι από επισκοπαλιανός έγινε καθολικός, όπως η μητριά μου.
— Ποιος ξέρει, ίσως να έλαβε επιφοίτηση από κάποιο περιστέρι με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Πραγματικά όμως! Θα είχε πολλή πλάκα ένα περιστέρι-«Άγιο Πνεύμα» με πολύχρωμο λοφίο και πλουμιστά φτερά.
— Βγήκες «προς τα έξω» αρχές της δεκαετίας του ’80. Πώς θυμάσαι τα πράγματα τότε;
Είχα μόλις αποφοιτήσει από το Χάρβαρντ, Πρόεδρος είχε εκλεγεί ο Ρόναλντ Ρίγκαν, οι δυνάμεις της συντήρησης βρίσκονταν ξανά στο προσκήνιο όπως και τώρα με τον Τραμπ, η επιδημία του HIV-AIDS βρισκόταν στο αποκορύφωμά της – δεν ήταν η ιδανικότερη εποχή να είσαι ανοικτά ΛΟΑΤΚΙ+, ήταν όμως κρίσιμη! Προχώρησα στο coming out μου σταδιακά και κάποια στιγμή βρέθηκα να συμμετέχω σε φεμινιστικές ομάδες, σε μια εβδομαδιαία λεσβιακή-φεμινιστική ραδιοφωνική εκπομπή που λεγόταν «Fair Sisters», στο πολυσυλλεκτικό κοινοτικό ραδιόφωνο του ΜΙΤ, σύντομα δε ανακάλυψα όλα τα «πονηρά» στέκια της Βοστόνης, όπου ζούσα τότε. Εκείνον τον καιρό ήμασταν μια υποκουλτούρα, όλοι-ες σχεδόν γνωριζόμασταν μεταξύ μας, είχαμε συγκεκριμένους κώδικες και σημεία συνάντησης. Τα περισσότερα γκέι μπαρ λειτουργούσαν σχεδόν συνωμοτικά, δεν τα καταλάβαινες απέξω. Νοσταλγώ, ξέρεις, καμιά φορά εκείνες τις εποχές, γιατί μπορεί να μην απολαμβάναμε και ούτε να φανταζόμασταν τις σημερινές κατακτήσεις, ήμασταν όμως πολύ δεμένοι-ες και αλληλέγγυοι-ες. Αλλά ναι, προτιμώ το τώρα που τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα είμαστε παντού και ζούμε ανοικτά, που μπορούμε να παντρευόμαστε, να δημιουργούμε οικογένεια, να κυκλοφορούμε αγκαλιά με την/τον σύντροφό μας, ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα, γιατί παραέξω είναι πιο δύσκολα, όπως παντού. Είμαι μια μορφωμένη λευκή που έχει ένα σχετικά καλό βιοτικό επίπεδο και ζει σε μια φιλελεύθερη Πολιτεία όπως η Καλιφόρνια − είμαι προνομιούχα ως προς αυτά. Ταυτόχρονα όμως είμαι γυναίκα και queer κι αυτά είναι ζητούμενα για τα οποία χρειάζεται ακόμα να παλέψω.
— Υπάρχουν σίγουρα πράγματα που χρειάζεται να διεκδικήσουμε ή να υπερασπιστούμε, κάθε εποχή και κάθε γενιά βάζει, εξάλλου, τις δικές της θεματικές.
Φυσικά, αλλιώς δεν θα είχαν συντελεστεί όλες αυτές οι θεαματικές αλλαγές. Παλιότερα διεκδικούσαμε ελευθερία, ισότητα, ορατότητα, πλέον η έμφαση δίνεται σε ζητήματα ταυτότητας και έμφυλων στεγανών. Αλλά είναι σίγουρα μια πολύ σημαντική εξέλιξη το ότι ένα 60%-70% των Αμερικανών σήμερα, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση, βλέπει θετικά τον ομόφυλο γάμο. Κάτι που λέω πάντοτε στα νέα ΛΟΑΤΚΙ+ παιδιά είναι να μαθαίνουν την ιστορία μας και να διδάσκονται από αυτή. Δυστυχώς στις ΗΠΑ παθαίνουμε συχνά ιστορική αμνησία, απόδειξη η επανεκλογή του Τραμπ που ανοίγει τον δρόμο σε έναν ιδιότυπο ολοκληρωτισμό. Υπάρχει γενικά μια πολύ ανησυχητική οπισθοδρόμηση, με όχημα έναν λευκό macho σοβινισμό και σε κλίμα ακραίας πόλωσης. Δεν είναι, έπειτα, μόνο τα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα, η Αμερική έχει πολύ δρόμο ακόμα να διανύσει σε ζητήματα που αφορούν τους μαύρους, τους ισπανόφωνους, τους μη προνομιούχους, τους άνεργους, τους οικονομικά κατεστραμμένους, τους απελπισμένους, έχει να υπερασπιστεί ακόμα και ιστορικές φεμινιστικές κατακτήσεις όπως το δικαίωμα στην άμβλωση. Αλλά κι εμείς, οι καθημερινοί άνθρωποι, που μπορεί να προερχόμαστε από διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, πρέπει να μάθουμε να συνδιαλεγόμαστε, να συναισθανόμαστε ο ένας τις ανάγκες του άλλου και να συνεργαζόμαστε. Το να μπορούμε να αποκτήσουμε μια δική μας στέγη, να εξασφαλίσουμε μια αξιοπρεπή ζωή για μας και την οικογένειά μας, να έχουμε σωστή περίθαλψη, να κυκλοφορούμε ελεύθερα στον δρόμο είναι ζητήματα που όλους μας αφορούν.
— Απολύτως συμφωνώ. Διατυπώνονται, εντούτοις, ανησυχίες για «εκπτώσεις» και στα ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιώματα – έχει βάση αυτό;
Φοβάμαι ότι ναι και αυτό εξαιτίας των αλλαγών στη σύνθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου, που ευνοεί τις προσφυγές ακραία συντηρητικών ομάδων πίεσης ενάντια σε φιλελεύθερες νομοθεσίες. Το είδαμε και με τις αμβλώσεις σε κάποιες Πολιτείες. Δεν νομίζω ότι θα κινδυνεύσουν κατακτήσεις όπως ο γάμος, μπορούν όμως μια σειρά από ευεργετικές νομοθεσίες να «ροκανιστούν» με διάφορους τρόπους, ειδικά αναφορικά με πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες μέσα στην κοινότητα, όπως τα τρανς άτομα. Γι’ αυτό και η μεγάλη πλειοψηφία των ΛΟΑΤΚΙ+ ψηφοφόρων τάχθηκε με την Κάμαλα Χάρις, μια προσωπικότητα πολύ άξια, πολύ έξυπνη, πολύ λαμπερή − είναι κρίμα που τελικά έχασε.
— Γιατί συνέβη αυτό, λες; Γιατί επικράτησε ξανά ο Τραμπ, παρ’ όλο τον βίο και την πολιτεία του;
Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις, γεγονός είναι ωστόσο ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι και των δύο μεγάλων κομμάτων σήμερα στις ΗΠΑ προτιμούν λαϊκιστές, φανφαρόνους ηγέτες και η Κάμαλα ήταν πολύ «εκλεπτυσμένη» συγκριτικά με τον αντίπαλό της. Οφείλει όμως καταρχάς το Δημοκρατικό Κόμμα να αποκαταστήσει την επαφή του με την εργατική τάξη και τις μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες εν γένει, γιατί το γεγονός ότι ένα κρίσιμο ποσοστό των ανθρώπων αυτών προτίμησε την αποχή ή τους προσεταιρίστηκε ο Τραμπ ήταν μια βασική αιτία της επικράτησής του. Η Κάμαλα δήλωνε προεκλογικά ότι θα στηρίξει τη μεσαία τάξη, όμως αυτή η απεύθυνση ακούγεται σήμερα παρωχημένη. Το ίδιο έλεγε και ο Ρόναλντ Ρίγκαν είκοσι τόσα χρόνια πριν – χρειάζεται να απευθυνθούμε και σε κόσμο που είναι μακροχρόνια άνεργος ή που ενώ δουλεύει σκληρά ο μισθός του δεν επαρκεί ούτε για τα στοιχειώδη, που δεν έχει εξασφαλισμένο εισόδημα, κοινωνική ασφάλιση, όλα αυτά.
— Έρχεστε πια συχνά στην Ελλάδα μαζί με τη Σούζαν, τη σύζυγό σου. Έχετε σκεφτεί να μείνετε πιο μόνιμα;
Μου αρέσει πράγματι πολύ η χώρα σας και επιδιώκω να έρχομαι όσο συχνότερα μπορώ, εδώ μάλιστα και κάποια χρόνια πηγαίνω κάθε καλοκαίρι στην Άνδρο, όπου συμμετέχω σε λογοτεχνικά εργαστήρια. Μαθαίνω για την ιστορία, παλιότερη και νεότερη, την κουλτούρα, τη γλώσσα, που φοβάμαι ότι δεν θα καταφέρω ποτέ να μιλήσω άπταιστα, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της δασκάλας μου! Το προσπαθώ πάντως. Είναι, έπειτα, άλλη μαγεία να διαβάζεις στο πρωτότυπο ποιητές τεράστιους όπως είναι ο Ελύτης, ο Σεφέρης και φυσικά ο Καβάφης, κι ας με παιδεύει η ιδιότυπη γλώσσα που χρησιμοποιεί. Η Σούζαν λατρεύει επίσης την Ελλάδα και ναι, έχουμε σκεφτεί σοβαρά την πιθανότητα μιας μόνιμης εγκατάστασης εδώ στην Αθήνα, όπου έχουμε ήδη κάνει αρκετούς φίλους – θα δούμε. Μια Αθήνα που βέβαια, αν εξαιρέσεις τα μνημεία της, ελάχιστα θυμίζει πια την πόλη των παιδικών μου χρόνων. Προσομοιάζει πια σε μια ακόμα κοσμοπολίτικη ευρωπαϊκή ή αμερικανική μεγαλούπολη, με όλα τα θετικά και τα λιγότερο θετικά αυτής της εξέλιξης. Αυτό που δεν είδα να άλλαξε πολύ με τα χρόνια, και ευτυχώς, είναι η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων. Οι Έλληνες ήσασταν και παραμένετε εκφραστικοί, επικοινωνιακοί, κοινωνικοί, κάτι που με ελάχιστες εξαιρέσεις δεν θα συναντήσεις στις ΗΠΑ.