Μέχρι να μπει ο καινούργιος αιώνας, η γυναικεία ομοφυλοφιλία ελάχιστα είχε απασχολήσει την ελληνική λογοτεχνία. Η Άντζελα Δημητρακάκη, όμως, που είχε κάνει αίσθηση στα τέλη της δεκαετίας του '90 αποτυπώνοντας τα ήθη των «παγκοσμιοποιημένων» συνομηλίκων της στην «Ανταρκτική» (Οξύ), έσπασε την παράδοση. Στο μυθιστόρημά της «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα» (Εστία, 2009) δανείστηκε το προσωπείο μιας τριαντάχρονης λεσβίας και, με μια φιλόδοξη, μεταμοντέρνα σύνθεση, επιχείρησε να ξεδιπλώσει τη διαδρομή της ηρωίδας της προς την αυτογνωσία, φωτίζοντας τον ψυχισμό της από χίλιες πλευρές.
Η πρωταγωνίστρια του «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα», η Κατίνα Μελά, είναι μια γεννημένη στο Σικάγο Ελληνοαμερικανίδα, και η γνωριμία μαζί της σε πρώτη φάση γίνεται μέσα από ένα πλήθος επιστολών. Από τα γράμματα που συντάσσει η ίδια με αποδέκτες συγγενείς και φίλους –κάποια από τα οποία δεν αντέχει να στείλει καν– γίνεται αντιληπτό πως μόλις έχει εγκαταλείψει το διδακτορικό της στο Πρίνστον, πως φλερτάρει με την ιδέα να γράψει ένα μυθιστόρημα, πως έχει πίσω της μια πολύχρονη σχέση με ομόφυλή της, και πως το οικογενειακό της παρελθόν την έχει σημαδέψει βαθιά.
Καρπός δυο ανθρώπων που «μόνο σ’ ένα πράγμα συμφωνούσαν, στο ότι δεν ήταν Αμερικανοί», και των οποίων το διαζύγιο μόνο βελούδινο δεν ήταν, η ηρωίδα της Δημητρακάκη πάλλεται από μίσος για τον πατέρα της ενώ, αντίθετα, η πρόσφατα χαμένη μητέρα της στοιχειώνει ολόκληρη την ύπαρξή της. Η τελευταία, όπως μαθαίνουμε, ήταν μια ομοφυλόφιλη διανοούμενη με κρυφή ζωή, που μολονότι άργησε να μυήσει την κόρη της στα μυστικά της, ανέπτυξε μια σχέση μαζί της εξαιρετικά δυνατή. Ο βασικός, άλλωστε, λόγος που η Μελά επιστρέφει στη χώρα καταγωγής της είναι για να σκαλίσει τις ρίζες της μητέρας της.
Στο μυθιστόρημά της «Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν κι εσένα» (Εστία, 2009) δανείστηκε το προσωπείο μιας τριαντάχρονης λεσβίας και, με μια φιλόδοξη, μεταμοντέρνα σύνθεση, επιχείρησε να ξεδιπλώσει τη διαδρομή της ηρωίδας της προς την αυτογνωσία, φωτίζοντας τον ψυχισμό της από χίλιες πλευρές.
Σε πείσμα των συμβουλών του καθηγητή της να καταπιαστεί μ’ ένα ακόμη «ελυτοσεφεροκαβαφικό» διδακτορικό, η Μελά έχει ξοδέψει ήδη τέσσερα χρόνια εξερευνώντας την ποίηση ως χώρο έκφρασης της γυναικείας ομοφυλοφιλίας στην Ελλάδα, μέσα από το έργο μιας αινιγματικής ποιητικής φωνής, που φέρει το ψευδώνυμο Θαλασσία Ύλη. Μιας εκπροσώπου της φεμινιστικής γενιάς του '60 με κομβικό στοιχείο στο έργο της τη σχέση μητέρας-κόρης, μιας καταξιωμένης ποιήτριας που ως τον ξαφνικό θάνατό της, το 2005, είχε αρνηθεί πεισματικά ν’ αποκαλύψει την αληθινή της ταυτότητα.
Χάρη στους συνεχείς υπαινιγμούς της Δημητρακάκη, η υποψία ότι ένας πραγματικός κι όχι μεταφυσικός ομφάλιος λώρος συνδέει τις παραπάνω γυναίκες αρχίζει να γιγαντώνεται από νωρίς. Μέχρις ότου, όμως, συμπληρωθεί αυτό το παζλ που αποτελείται από επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές και επιστημονικές ανακοινώσεις, η συγγραφέας της «Αντιθάλασσας» και του «Μανιφέστου μιας ήττας» έχει όλη την άνεση να μας ξεναγήσει λεπτομερώς στο ταραγμένο παρελθόν και το αθηναϊκό παρόν της ηρωίδας της, σχολιάζοντας εμμέσως την πραγματικότητα που αντίκρισε και η ίδια τη διετία 2006-2007, σ’ ένα διάλειμμα από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις της στη Βρετανία.
Η τεχνολογική καθυστέρηση της Ελλάδας, ο υφέρπων ρατσισμός, η άβυσσος που χωρίζει μια κολωνακιώτικη μπουτίκ από τον φωταγωγό μιας μικροαστικής πολυκατοικίας, η αποξένωση των ανθρώπων, το lifestyle των τριάντα και κάτι «ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσδιορισμού» που «καπνίζουν, πίνουν, πηδιούνται και νοικιάζουν διαμερίσματα για να μην έχουν σκοτούρες», οι εντάσεις στα πεδία της οικονομίας και της παιδείας, όλα λίγο πολύ βρίσκουν τη θέση τους.
Η σεξουαλική ταυτότητα της Μελά δεν την οδηγεί στη μοναξιά, κάθε άλλο, αλλά όταν γράφει στην παλιά της ερωμένη «ήθελα στ’ αλήθεια να σε παντρευτώ», έχει συνείδηση πόσο γελοίο ακουγόταν αυτό μέχρι πρότινος στη γλώσσα μας. «Εδώ όλα βασίζονται στη "διακριτικότητα"», αναγνωρίζει. «Οι λεσβίες σαν κι εμάς, με ξεκάθαρα και ανοιχτά σχέδια για κοινή ζωή σε κοινή θέα, δεν υφίστανται. Κρύβονται, ποιος ξέρει…»
Αν το alter ego της Δημητρακάκη καταπιανόταν τελικά μ’ ένα μυθιστόρημα για «όλες τις λεσβίες της Αθήνας που είναι γύρω στα τριάντα, που τους αρέσουν οι εκδρομές, που πιστεύουν στον έρωτα και τις ανθρώπινες σχέσεις, που ακούνε Blonde Redhead και Feist», θα προέκυπτε κάτι με συνοχή – «ο κύκλος δεν είναι μεγάλος». Η ίδια η Δημητρακάκη, πάντως, δεν φαίνεται ν’ αποσκοπούσε σε μιαν αντίστοιχη κοινωνική καταγραφή. Το στοίχημά της ήταν να περιπλανηθεί σε υπαρξιακά βάθη, να στοχαστεί πάνω στον λεσβιακό ψυχισμό και να μπολιάσει τον μυθιστορηματικό της κόσμο με το θεωρητικό της υπόβαθρο στη σύγχρονη τέχνη, απευθυνόμενη σ’ ένα μάλλον απαιτητικό κοινό.