«Το θέμα είναι να σηκώσει απλώς το δεξί πόδι μόλις λίγα εκατοστά πάνω απ’ το πάτωμα, να το σπρώξει στον αέρα, ώσπου να βγει μπροστά από τ’ αριστερό, και σ’ αυτή την απόσταση, όση κι αν είναι, πολλή ή λίγη, να το κάνει να κατέβει. Αυτό είναι όλο κι όλο το θέμα, σκέφτεται η Ελένα». Με αυτά τα λόγια η Κλαούδια Πινιέιρο μας εισάγει στον κόσμο τού βιβλίου που την έκανε διάσημη σε όλο τον κόσμο. Με το «Η Ελένα ξέρει», η Πινιέιρο έφερε τα πάνω κάτω στον χάρτη του αστυνομικού μυθιστορήματος, με ένα κείμενο βαθιά λυρικό, αποκαλυπτικά ανθρώπινο, τρομακτικά διαχρονικό και ά-τοπο. Η Ελένα και η κόρη της, η Ρίτα, θα μένουν για πάντα στο διπλανό μας διαμέρισμα. Ποια είναι όμως η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες;
Γεννημένη στις 10 Απριλίου του 1960 στο Μπουρσάκο του Μπουένος Άιρες, η Πινιέιρο μεγάλωσε τις δεκαετίες που την Αργεντινή λυμαινόταν η δικτατορία του Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα, μία από τις πιο βάρβαρες δικτατορίες που γνώρισε ο σύγχρονος κόσμος, με φρικιαστικά εγκλήματα και πολύ αίμα. Μια θηριωδία που όμοιά της δύσκολα συναντά κανείς στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον τρομοκρατίας και πόνου, η Πινιέιρο ήθελε με πάθος να σπουδάσει κοινωνιολογία. Τα πανεπιστημιακά τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών σφραγίστηκαν με εντολή του καθεστώτος, με αποτέλεσμα η νεαρή Πινιέιρο να στραφεί στις σπουδές οικονομικών. Η πρώτη της δουλειά ήταν στον τομέα αυτόν, σε μια εταιρεία παραγωγής εργαλείων και εξαρτημάτων. Ύστερα ασχολήθηκε με τον Τύπο, ως φωτορεπόρτερ σε περιοδικά και μετά ως δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ. Η ίδια παραδέχεται πως το αστυνομικό ρεπορτάζ δεν τροφοδότησε τη λογοτεχνική της παραγωγή, αλλά μάλλον το αντίθετο συνέβη.
Για την Πινιέιρο η πλοκή είναι μόνο ένα εργαλείο, ένας τόπος όπου οι άνθρωποι της ιστορίας ζουν, μιλούν, δρουν. Αντιμετωπίζει τα γεγονότα της πλοκής ως απλές αφορμές προκειμένου να ψυχογραφηθούν οι χαρακτήρες της.
Γύρω στα τριάντα, και ταυτόχρονα με την εργασία της, σπούδασε σενάριο στη Δημοτική Σχολή Δραματικής Τέχνης και άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη γραφή, παρακολουθώντας πλήθος εργαστηρίων δημιουργικής γραφής (που ανθούν στην Αργεντινή), με μέντορά της τον Guillermo Saccomanno. Αγάπησε τη λογοτεχνία μέσα από την «Ιστορία ενός ναυαγού ναύτη» του Gabriel Garcia Marquez, που διάβασε ως παιδί, βιβλίο που υπήρχε στην πολύ μικρή βιβλιοθήκη του σπιτιού της. Στη δική της βιβλιοθήκη, σήμερα, θα βρούμε τον Antonio Di Benedetto, τον David Lodge, τον J. M. Coetzee, τον David Grossman, τον Anton Chekhov, τον John Cheever, τον Raymond Carver, την Patricia Highsmith, τη Natalia Ginzburg, τον Manuel Puig, τον Juan José Saer, τον Fernando Pessoa, την Clarise Lispector, τη Mariana Enríquez, αλλά και τον Πέτρο Μάρκαρη και τον Θοδωρή Καλλιφατίδη. Αγαπημένο της βιβλίο παραμένει το «To the end of the land» του David Grossman. Για την Πινιέιρο, καλός συγγραφέας σημαίνει πρώτα καλός αναγνώστης. Δεν γίνεται να γράφεις χωρίς να διαβάζεις. Πολύ και διαρκώς.
Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η ίδια μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια, δηλώνοντας πως γράφει απλώς ιστορίες, που στην πορεία τους προκύπτει και ένα έγκλημα. Εξάλλου, όπως λέει κι η ίδια, σχεδόν όλοι οι Αργεντινοί συγγραφείς έχουν στο βιογραφικό τους από ένα, τουλάχιστον, αστυνομικό μυθιστόρημα – σαν έμφυτη κλίση των Αργεντινών. Εκείνη, όμως, δεν αρχίζει ποτέ ένα μυθιστόρημα έχοντας κατά νου έναν αστυνομικό ιστό. Εμφανίζονται στο μυαλό της κάποιοι χαρακτήρες, κι αν αυτοί αρχίσουν να αποκτούν φωνή και να διεκδικούν χώρο, τότε αρχίζει να γράφει, αλλιώς τους εγκαταλείπει. Για την Πινιέιρο η πλοκή είναι μόνο ένα εργαλείο, ένας τόπος όπου οι άνθρωποι της ιστορίας ζουν, μιλούν, δρουν. Αντιμετωπίζει τα γεγονότα της πλοκής ως απλές αφορμές προκειμένου να ψυχογραφηθούν οι χαρακτήρες της. Εξάλλου, στα μυθιστορήματά της ο αναγνώστης δεν ψάχνει τον δολοφόνο. Παρακολουθεί το ξεδίπλωμα του ψυχικού κόσμου και των σκέψεων των χαρακτήρων, γεγονός που την κάνει να ξεχωρίζει και να αγαπιέται βαθιά από τους αναγνώστες της.
Αν ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο συγγραφικό της εργαστήριο, θα δούμε την Πινιέιρο να ξυπνά νωρίς το πρωί για να γράψει (οι γυναίκες συγγραφείς πασχίζουν να βρουν στιγμές ησυχίας και συγκέντρωσης μέσα σε ένα σπίτι με έναν σύζυγο και τρία παιδιά, ομολογεί). Μια εικόνα τής είναι αρκετή για να ξεκινήσει ένα νέο μυθιστόρημα, η συγγραφή του οποίου κρατάει περίπου δύο με τρία χρόνια. Η εικόνα μιας άρρωστης ηλικιωμένης γυναίκας, καθισμένης στην κουζίνα, να περιμένει να δράσει το χάπι που πήρε, αποτέλεσε την αρχή τού «Η Ελένα ξέρει». Συχνά «φοράει» στους χαρακτήρες της στοιχεία που έχει δει και ξεχωρίσει σε ανθρώπους του περιβάλλοντός της, ενώ σε δύο από τα μυθιστορήματά της η αναφορά στους γονείς της είναι σαφής. Πρόκειται για το «Η Ελένα ξέρει» (2007) και το «Ένας κομμουνιστής με τα σώβρακα» (2013). Στο πρώτο, στο άρρωστο από Πάρκινσον σώμα της Ελένα βλέπουμε τη μητέρα τής Πινιέιρο, στην οποία με τρυφερότητα αφιερώνει το βιβλίο. Η ίδια λέει πως μέσα από την οδυνηρή εμπειρία της φροντίδας της μητέρας της ήρθε σε επαφή με την άβυσσο της αρρώστιας, που αποτέλεσε τον πυρήνα του μυθιστορήματός της. Στο δεύτερο, το πιο αυτοβιογραφικό από τα βιβλία της, αναφέρεται στην αντίσταση της οικογένειάς της –και ιδίως του πατέρα της– στη δικτατορία. Οι γονείς της, άνθρωποι φιλομαθείς που λόγω δυσκολιών δεν κατάφεραν να μορφωθούν, είχαν πάντοτε μια αγάπη προς τις τέχνες και τα γράμματα.
«Η μυθοπλασία πρέπει να επικεντρώνεται στην αφήγηση και την εξερεύνηση της γλώσσας», διατείνεται. Δοκιμάζει σε κάθε της κείμενο νέους τρόπους αφήγησης, εφευρίσκει κώδικες που να εξυπηρετούν τον σκοπό της εκάστοτε ιστορίας. Πρωτοπρόσωπη αφήγηση, πολυφωνική, χορωδιακή αλλά και ζωντανοί διάλογοι, επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές και αστυνομικές καταθέσεις είναι κάποιες μόνο από τις εκφραστικές της μεθόδους. Σε κάθε μυθιστόρημα αναζητά τον κατάλληλο τρόπο να αφηγηθεί την ιστορία, τη γλώσσα με την οποία οι χαρακτήρες της θα μιλήσουν. Για την Πινιέιρο η γλώσσα είναι το μεγάλο ζητούμενο κάθε φορά, το στοίχημα που βάζει με τον εαυτό της – και το κερδίζει. Μια γλώσσα σπαρταριστή, ζωντανή, ποιητική αλλά και κοφτερή, ωμά βίαιη και αποτρόπαιη, μέσα από διαφορετικούς αφηγηματικούς τρόπους.
Στους συγκλονιστικούς «Καθεδρικούς» (2020) το μυθιστόρημα αναλαμβάνουν να αφηγηθούν έξι χαρακτήρες του, ενώ στο τέλος ένας έβδομος χαρακτήρας μιλά μέσω ενός γράμματος που είχε αφήσει πεθαίνοντας. Σε αυτό το χορωδιακό μυθιστόρημα, η πλοκή συνυφαίνεται από επτά διαφορετικές φωνές, με τον κάθε χαρακτήρα να παρουσιάζει τα γεγονότα από τη δική του σκοπιά, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια τον δικό του ψυχικό και νοητικό κόσμο. Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, στον «Καιρό των μυγών» (2022), η Πινιέιρο συνεχίζει την ιστορία από το πρώτο της μυθιστόρημα, το «Δικιά σου για πάντα» (2005), είκοσι χρόνια μετά. Παρακολουθεί την Ινές, την ηρωίδα του πρώτου βιβλίου, μετά την αποφυλάκισή της (για τη δολοφονία της ερωμένης του συζύγου της). Σε αυτό, λοιπόν, το μυθιστόρημα εντάσσει ένα σύνολο γυναικών, έναν ενιαίο Χορό (βασισμένο στο πρότυπο του Χορού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας) που μιλά με μία φωνή και επεκτείνει όσα διαμείβονται στο μυαλό της Ινές. Λειτουργούν ως συνέλευση, ως συλλογικό σώμα, οι φωνές του οποίου ακούγονται σαν το βουητό των μυγών.
Την Πινιέιρο την ενδιαφέρουν οι άνθρωποι και το πώς αυτοί συμπεριφέρονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Ποιες πλευρές τους ανακαλύπτουν, μέχρι πού είναι ικανοί να φτάσουν, ποια είναι τα όριά τους. Τα φρικιαστικά εγκλήματα που συμβαίνουν στα βιβλία της η ίδια τα γνωρίζει πολύ καλά. Μεγάλωσε σε ένα μέρος του κόσμου όπου η βία και ο θάνατος ήταν καθημερινές εικόνες. Στη γειτονιά της, όπως περιγράφει αφοπλιστικά, οι απελπισμένοι άνθρωποι, όντας φτωχοί, δεν είχαν άλλους τρόπους αυτοκτονίας από το να πέσουν στις γραμμές του τρένου ή να πηδήξουν από το καμπαναριό της εκκλησίας (έτσι πεθαίνει η Ρίτα, η κόρη της Ελένα). Μεγαλωμένη μέσα στο αίμα, σε μια πόλη στην οποία η μετακίνηση από το ένα σημείο στο άλλο αποτελούσε πάντοτε οδύσσεια, η Πινιέιρο ήξερε από μικρή πως η ζωή αναγκάζει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που ποτέ δεν θα έκαναν, τους ωθεί σε πράξεις ασύλληπτες. Και τότε αποκαλύπτονται ως δυνάμει τέρατα.
Θέματα που επανέρχονται σε όλα της τα μυθιστορήματα, όπως ο εγκλωβισμός, η κοινωνική υποκρισία, η ανελέητη γραφειοκρατία, οι άκαμπτοι κρατικοί φορείς, η ανησυχία για τη γνώμη των άλλων, οι σωματικές και ψυχικές αρρώστιες, η αγωνία των εφήβων για τη ζωή τους, οι δύσκολες συγγενικές και συζυγικές σχέσεις, είναι ζητήματα φλέγοντα και κρίσιμα. Ωστόσο, ένα από τα βασικά της θέματα, που εντοπίζεται σχεδόν πάντα στον πυρήνα των μυθιστορημάτων της, είναι η γυναικεία φύση με όλες της τις πτυχές. Επεξεργάζεται βαθιά και λεπτομερώς το ζήτημα της μητρότητας (και της γονεϊκότητας), της άμβλωσης, της γυναικείας ψυχοσύνθεσης. Η ίδια είναι εξέχουσα μορφή του φεμινιστικού κινήματος της Αργεντινής, ρίχνεται με πάθος στους αγώνες των γυναικών για την προάσπιση των δικαιωμάτων τους και είναι παρούσα, στην πρώτη γραμμή, σε όλες τις σημαντικές στιγμές του φεμινιστικού κινήματος. Ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε στον αγώνα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων στην Αργεντινή (νόμος που θεσπίστηκε μόλις το 2020), πιστεύοντας πως η απαγόρευση των αμβλώσεων κρατά τις γυναίκες σε κατάσταση δουλείας, οδηγώντας τες στον θάνατο, αφού καταφεύγουν σε παράνομες και επικίνδυνες μεθόδους άμβλωσης. Το θέμα αυτό ανιχνεύεται σε όλα της τα μυθιστορήματα, αφού είναι μια διαχρονική της αγωνία. Για τις ακτιβιστικές της θέσεις και δραστηριότητες έχει δεχτεί απειλές για τη ζωή της, που ποτέ όμως δεν την απέτρεψαν από το να συνεχίζει.
Ο αγώνας της κατά της πατριαρχίας και των απόλυτων εννοιών, όπως μητρότητα, οικογένεια, πατρίδα, θρησκεία κ.λπ. είναι συνεχής και εντατικός. Θεωρεί πως στη μελλοντική ατζέντα του φεμινιστικού κινήματος πρέπει να ενταχθεί και η ανάδειξη της φροντίδας των γυναικών μέσα στο σπίτι ως κανονικής εργασίας. Αυτά που ανά τους αιώνες έχουν βαφτιστεί «αγάπη και φροντίδα», όπως οι δουλειές του σπιτιού, η ανατροφή των παιδιών, η περιποίηση του συντρόφου, είναι στην πραγματικότητα μια σκληρή και απλήρωτη εργασία. Στο μυθιστόρημά της «Λίγη Τύχη» (2015) αναπτύσσει το θέμα της γονεϊκότητας και της συγχώρεσης, με την ηρωίδα της να επιστρέφει στην οικογένειά της μετά από είκοσι χρόνια απουσίας. Η υποδοχή που της επιφυλάσσεται, οι απρόβλεπτες εξελίξεις, οι κοινωνικές επιπτώσεις και η ίδια που έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια συνθέτουν ένα μυθιστόρημα-κατάθεση πάνω στο θέμα της οικογένειας. Ένα θέμα που λειτουργεί ως καμβάς για όλα της τα μυθιστορήματα, όπως και στο «Μια ρωγμή στον τοίχο» (2009). Εκεί, ένας αρχιτέκτονας, αποτυχημένος στη δουλειά του και ξένος μέσα στο σπίτι του, ψάχνει να βρει ενδιαφέρον σε μια ερωμένη που, χωρίς να το περιμένει, φέρνει ξανά στο φως το μυστικό ενός παλιού εγκλήματος, που θα κλονίσει το παρόν του. Το παρελθόν είναι πάντα παρόν.
Στο μυθιστόρημα «Χήρες το βράδυ της Πέμπτης» (2005), που διαδραματίζεται την εποχή των τρομοκρατικών επιθέσεων στις ΗΠΑ και της οικονομικής κρίσης στην Αργεντινή, η Πινιέιρο αποδομεί με χειρουργική ακρίβεια τα μέλη της αστικής τάξης της Αργεντινής, που με την υποκρισία τους, την αδιαφορία τους για το κοινωνικό σύνολο και τον κυνισμό τους μένουν απαθή στις ραγδαίες αλλαγές που επέρχονται στη ζωή όλων. Την ίδια διάθεση για κοινωνική αποδόμηση έχει και στο μυθιστόρημά της «Μπετιμπού» (2011), όπου ρίχνει φως στη σχέση δημοσιογραφίας και εξουσίας. Εδώ είχε εξαρχής την πρόθεση να γράψει ένα καθαρά αστυνομικό μυθιστόρημα. Παράλληλα, βέβαια, σχολιάζει καυστικά τον Τύπο και τους ανθρώπους του, τις διαπλοκές με την εξουσία και τα σαθρά κανάλια επικοινωνίας τους. Στο βρόμικο πεδίο της πολιτικής δοκιμάζεται και ο κεντρικός χαρακτήρας στις «Κατάρες» (2017), παλεύοντας με τα παλιά πρότυπα σε έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά να προχωρήσει και προτιμά να μένει δέσμιος σε δεισιδαιμονίες και κατασκευάσματα.
Στον μυθιστορηματικό κόσμο της Πινιέιρο σημαντική θέση καταλαμβάνει και η θρησκεία. Εξετάζει τον ρόλο του Θεού στη σύγχρονη κοινωνία και τους λόγους για τους οποίους στη Λατινική Αμερική ο θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας είναι ακόμη τόσο ισχυρός. Στα μυθιστορήματά της συναντά κανείς χαρακτήρες που πιστεύουν τυφλά και ακραία, άλλους που απορρίπτουν την ύπαρξη του Θεού, αλλά και πολλούς εκπροσώπους της Εκκλησίας. Η Πινιέιρο, που τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας, διερευνά τα όρια μεταξύ ατομικής ελευθερίας και θρησκευτικής πίστης και δεν φοβάται να καταδείξει τις βαρβαρότητες και τις απάνθρωπες μεθόδους που η θρησκεία χρησιμοποιεί για να κρατά τους πιστούς υπό έλεγχο.
Η Πινιέιρο έχει γράψει και βιβλία για παιδιά, ενώ ασχολείται ζωηρά και με το θέατρο, το οποίο αγαπά πολύ τόσο ως δραματουργός όσο και ως θεατής (λατρεύει να παρακολουθεί παραστάσεις, και μάλιστα νέων δημιουργών). Έχει γράψει και εκδώσει επτά θεατρικά έργα, και όπως λέει με πολλή χαρά, όταν γράφει για το θέατρο νιώθει πραγματικά ελεύθερη, καθώς μπορεί να μιλήσει πιο ποιητικά, πιο αφαιρετικά, χωρίς να την περιορίζει τίποτα. Ωστόσο, δεν έχει αφήσει πίσω της και τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, αφού μόλις το 2023 κυκλοφόρησε έναν τόμο με επιλεγμένα άρθρα της, με τίτλο «Γράφοντας τη σιωπή», όπου αναπτύσσεται ένα θεματικό τόξο που αγκαλιάζει από προσωπικά μέχρι πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς και προβληματισμούς πάνω στη λογοτεχνία.
Βραβεία, υποψηφιότητα για Booker, διακρίσεις, συνέδρια, ομιλίες, εκδόσεις, μεταφράσεις, διασκευές μυθιστορημάτων της για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, σενάρια για το Netflix, η τρίτη πιο πολυμεταφρασμένη συγγραφέας της Αργεντινής μετά τον Borges και τον Cortázar, η βασίλισσα του λατινοαμερικανικού νουάρ, είναι κάποια μόνο από τα στοιχεία που συνοδεύουν συχνά το όνομα της Κλαούδια Πινιέιρο. Η ίδια, όμως, περιγράφει κάπως αλλιώς τον εαυτό της.
«Γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη».
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΕΛΕΝΑ ΞΕΡΕΙ»
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΔΙΚΙΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ»
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΕΔΩ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΙ»