ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ του 1926. Όπως κάθε σπίτι έχει ξεσηκώματα, συγυρίσματα και παστρέματα, έτσι και μια εφημερίδα έχει κι αυτή τις ετοιμασίες της για το χριστουγεννιάτικο φύλλο της. Ποια εφημερίδα θα ξεχωρίσει και ποιος από τους συντάκτες θα δώσει κάτι καλό; Να μια ευγενής άμιλλα! Πυρετός, κίνηση και ζωηρότητα παρατηρούνται τη νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα σε όλα τα δημοσιογραφικά γραφεία των αθηναϊκών εφημερίδων, ανάμεσα στα οποία και αυτά του «Ελεύθερου Τύπου», όπου, από τον Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου, εργάζεται ως ρεπόρτερ ο Πέτρος Πικρός.
«Οι σύντροφοι των αθλίων νυκτών» του είναι άλλοι σκυμμένοι στα γραφεία τους, άλλοι στο πόδι και άλλοι μπαινοβγαίνουν. «Κλείστε τη θύρα! Σιωπή! Αφήστε μας να δουλέψουμε!».
Κανείς όμως δεν κλείνει τη θύρα και κανείς δεν σωπαίνει. Όλοι δουλεύουν, αν και ο καθένας καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μην αφήσει τους άλλους να εργαστούν.
Η βρεφοδόχος ήταν ένα ορθογώνιο κουτί στερεωμένο στον τοίχο, με ένα οριζόντιο κάλυμμα, και το απαραίτητο ρητό: «Ο πατήρ και η μήτηρ μου εγκατέλειψάν με. Ο δε Κύριος παραλαβέτω με». Ποιος να το διαβάσει αυτό το ρητό;
Σε μια τέτοια στιγμή, ο Μ., ένας από τους συναδέλφους δημοσιογράφους, βρίσκει την ευκαιρία να ρωτήσει: «Τι μπουναμά να κάνω της γυναίκας; Ε;».
Καμιά απάντηση. Ο Μ. επέμεινε: «Μα θέλω κάτι παράξενο, κάτι ασυνήθιστο!».
Κάποιος προτείνει ένα αυτοκίνητο και κάποιος άλλος ένα υπερωκεάνιο. Από το ταπεινό μαργαριταρένιο περιδέραιο μέχρι τον Πύργο του Άιφελ, παρελαύνει ένας κατάλογος με όλα τα δυνατά και τα αδύνατα δώρα. Όμως ο Μ. σουφρώνει προβληματισμένος τα χείλη του.
«Μα κάνε της, λοιπόν, μπουναμά ένα μωρό!» του προτείνει αυθόρμητα ο Πέτρος Πικρός.
«Ένα μωρό είπες; Ένα μωρό; Και πού να το βρω;»
«Πού; Στο βρεφοκομείο!»
Σιωπή, για κάμποσα δευτερόλεπτα. Όταν πέρασε η πρώτη έκπληξη, ο συνάδελφος Μ. αποφάσισε: «Μπρός! Πάμε!».
Κι έτσι, παραμονή Χριστουγέννων, τραβήξανε μαζί για το βρεφοκομείο.
Προς το βρεφοκομείο
Στη διαδρομή προς το βρεφοκομείο οι δύο άντρες κουβεντιάζουν.
«Ρίχνουν πολλά παιδιά στο βρεφοκομείο;»
«Φαίνεται ναι. Η περσινή στατιστική απέδειξε ότι από τα εννέα παιδιά που γεννιούνται στην Αθήνα, το ένα ρίπτεται στο βρεφοκομείο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι φέτος η αναλογία θα έχει αυξηθεί. Εξάλλου, δεν εγκαταλείπονται μόνο στο βρεφοκομείο έκθετα. Εμείς οι ίδιοι αντιγράφουμε από το αστυνομικό δελτίο τρεις-τέσσερις εκθέσεις κάθε βράδυ».
Στο μεταξύ, φτάνουν στο γνωστό κτίριο της οδού Πειραιώς, λίγο πιο κάτω από την οδό Κολοκυνθούς.
«Πολύ κακή τοποθεσία για ένα βρεφοκομείο».
«Γιατί;»
«Γιατί μήτε είναι αρκετά πολυσύχναστο μέρος για να περνά απαρατήρητη η δυστυχισμένη που έρχεται να ρίξει το παιδί της μήτε είναι αρκετά ερημικό για να μην τη βλέπει ο κόσμος».
«Και γιατί τάχα τόσες προφυλάξεις;»
«Απλούστατα, γιατί χωρίς αυτές το βρεφοκομείο ξεφεύγει από τον σκοπό του. Αν δεν απατώμαι, αρχικός σκοπός του ιδρύματος αυτού είναι να προλαμβάνει και να εμποδίζει την παιδοκτονία. Η μητέρα που δεν μπορεί να κρατήσει το παιδί της ή θα το σκοτώσει ή θα το “ρίξει”. Εφόσον όμως, “ρίχνοντας” το παιδί της, κινδυνεύει να αναγνωριστεί και να στιγματιστεί ως διπλά ένοχη μητέρα, φυσικό είναι να προτιμά να το σκοτώσει. Γι’ αυτό βλέπουμε την παιδοκτονία να κατακτά κάθε μέρα και περισσότερο έδαφος».
«Εξάλλου, υπάρχει και ο περίφημος περί εκθέσεως νόμος, ο οποίος τιμωρεί τη μητέρα που “ρίχνει” το παιδί της».
«Βέβαια, υπάρχει και αυτός ο περίφημος νόμος. Αφενός έχουμε το βρεφοκομείο και αφετέρου τον “περί εκθέσεως νόμο”. Αφενός η πολιτεία υποδεικνύει ένα μέσο διασώσεως των παιδιών και αφετέρου η ίδια αυτή πολιτεία ωθεί την “ένοχη” μητέρα προς την παιδοκτονία».
Οι δυο δημοσιογράφοι διακόπτουν για λίγο την κουβέντα τους προκειμένου να περιεργαστούν το κτίριο.
«Πόσα βρέφη να μπορεί να πάρει αυτό το κτίριο;»
«Το πολύ-πολύ πεντακόσια».
«Μα, σύμφωνα με τις στατιστικές, αφήνονται περισσότερα από τρία παιδιά κάθε βράδυ, περισσότερα από χίλια τον χρόνο. Τι γίνονται αυτά;»
«Μερικά από αυτά παραδίδονται σε τροφούς, ένας πολύ μικρός αριθμός. Τα υπόλοιπα πεθαίνουν. Η αναλογία του θανάτου είναι τα 3/4. Έτσι, βλέπεις, κρατείται σταθερός ο ισολογισμός».
Στο εσωτερικό του βρεφοκομείου
Ανεβαίνουν τη σκάλα της εξώπορτας. Δεξιά βρίσκεται η βρεφοδόχος, ένα ορθογώνιο κουτί στερεωμένο στον τοίχο με ένα οριζόντιο κάλυμμα και το απαραίτητο ρητό: «Ο πατήρ και η μήτηρ μου εγκατέλειψάν με. Ο δε Κύριος παραλαβέτω με».
Ποιος να το διαβάσει αυτό το ρητό; Όχι, βέβαια, η δυστυχισμένη γυναίκα τη νύχτα, όταν πάει να ρίξει το παιδί της· ακόμη λιγότερο το βρέφος. Τότε ποιος; Είναι διακοσμητικό, σαν η διακόσμηση της αθλιότητας να μην είναι σαρκασμός εναντίον του πόνου.
Τραβάνε την καλύπτρα. Το κουτί το χτισμένο στον τοίχο ανοίγει. Στενό και μακρουλό, όσο χρειάζεται για να περάσει μια μεγαλούτσικη κούκλα. Ο Πικρός χώνει το χέρι του και πιέζει λίγο τον πάτο του κουτιού. Ένα διαπεραστικό κουδούνισμα ακούγεται και εντός ολίγου ανοίγει από μέσα η άλλη παράλληλη καλύπτρα. Το κουτί τώρα είναι ανοιχτό και από τα δύο μέρη. Έκπληκτη η υπηρεσία παρατηρεί ότι, παρά το κουδούνισμα, η βρεφοδόχος μένει κενή.
Κάποτε συμβαίνει να χτυπά το κουδουνάκι και, ωστόσο, η βρεφοδόχος να είναι κενή. Αυτό γίνεται γιατί υπάρχουν μητέρες που την τελευταία στιγμή μετανιώνουν και παίρνουν το παιδί τους πίσω. Αυτήν τη φορά η έκπληξη της νοσοκόμας ήταν μεγάλη, όταν βρήκε τη βρεφοδόχο κενή και διέκρινε από το άνοιγμα δύο κυρίους.
«Τι συμβαίνει;»
«Δημοσιογράφοι!»
Μέσα στους κοιτώνες
Οι δυο τους συνεχίζουν με ένα βιαστικό πέρασμα μέσα στους κοιτώνες. Καθώς προχωράνε, βλέπουν δεξιά και αριστερά τους μικρά-μικρά κουτάκια πάνω σε τέσσερα πόδια το καθένα. Είναι η κούνιες, όλες σχεδόν σκεπασμένες. Τις ανοίγουνε μια-μια. Στην καθεμιά και ένα κεφαλάκι. Κοιμούνται.
Περπατάνε στις μύτες των παπουτσιών τους. Σε κάθε κουνίτσα βλέπουν και ένα μικρό χαρτόνι. «Μαρία», «Βασιλάκης», «Ελπινίκη». «Μαρία» τι; «Μαρία 2930», ο αριθμός του μητρώου. «Ο δε Κύριος παραλαβέτω με».
Κάτω, στην τραπεζαρία, άλλα κουκλάκια, δύο, τριών, τεσσάρων χρόνων, πλάι-πλάι σε ένα μακρύ τραπέζι, το χριστουγεννιάτικο. Ματάκια γλυκά, παιδιάστικα, αθώα, ξαφνισμένα, τους κοιτάζουν. Κι άλλα ματάκια, θαμπά, κουρασμένα, μισοκλεισμένα, άρρωστα.
Τι θλίψη μέσα σε όλα εκείνα τα παιδικά μάτια! Σαν να θυμούνται ακόμη το σκοτάδι της βρεφοδόχου, σαν να είδαν κιόλας όλες τις ασχήμιες της ζωής. Και ψέματα; Μήπως δεν τις είδαν; Αλήθεια, είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους πόση θλίψη μπορεί να συγκεντρωθεί μέσα στα δυο παιδικά μάτια.
«Το κουδούνι!»
«Ώστε, λοιπόν, και απόψε! Και απόψε που ξημερώνουν Χριστούγεννα;»
«Γιατί όχι και απόψε; Μήπως απόψε πονάει λιγότερο η ανθρωπότητα; Μήπως απόψε είναι λιγότερη η δυστυχία στον κόσμο; Γιατί όχι και απόψε;»
Τρέχουν και οι δυο στη βρεφοδόχο. Ένα μπογαλάκι βρόμικα ασπρόρουχα. Και ένα κομμάτι χαρτί: «Δημητράκης». Αυτό είναι όλο. Μέσα ξυλιασμένο, παγωμένο, χλωμό, με κλειστά μάτια ένα τόσο δα πραγματάκι. Ecce homo!
Το πραγματάκι αυτό είναι ένας άνθρωπος, ένα βρέφος. Ένα βρέφος που το πετά –πιο κρίμα– η ίδια εκείνη μητέρα που το έφερε στον κόσμο. Γιατί, λοιπόν, όχι και απόψε; Αφού και απόψε πάσχει η ανθρωπότητα, μ’ όλο που θέλει να γιορτάσει τον ερχομό στον κόσμο κάποιου άλλου βρέφους μέσα σε κάποια άλλη βρεφοδόχο: του βρέφους της Ναζαρέτ μέσα στη φάτνη των αλόγων.
Τώρα πια ο συνάδελφος του Πέτρου Πικρού, ο Μ., δεν ρωτά τι μπουναμά να κάνει της γυναίκας του. Οι δυο τους φεύγουν για να ξαναγυρίσουν την επομένη. Ο Πικρός για να αρχίσει μια συστηματική έρευνα για το Δημοτικό Βρεφοκομείο Αθηνών και ο Μ. προκειμένου να συμπληρώσει μερικές διατυπώσεις και να υιοθετήσει τον Δημητράκη. Τώρα πια δεν κουβεντιάζουν διόλου. Άλλος ο κόσμος σκέψεων του ενός και άλλος του άλλου. Και οι δρόμοι τους άλλοι. Κόσμος πάει κι έρχεται από δίπλα τους. Και τραβά ο καθένας τον δρόμο του, αδιάφοροι ο ένας προς τον άλλο. Εύθυμες φωνές φθάνουν ίσα με τ' αυτιά τους. Μπουναμάδες; Να οι μπουναμάδες! Και οι καμπάνες χτυπούν χαρούμενα, τόσο χαρούμενα…