ΣΤΙΣ 24 ΜΑΪΟΥ 1931 δεκατρείς δημοσιογράφοι κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην πρώτη δοκιμαστική πτήση της γραμμής στην οποία προσεχώς (στις 10 Ιουλίου 1931) θα άρχιζαν τακτικές αεροπορικές συγκοινωνίες. Την εντελώς πρωτότυπη εμπειρία τους περιέγραψαν δύο από τους σπουδαιότερους αστυνομικούς ρεπόρτερ του ελληνικού ημερήσιου Τύπου του Μεσοπολέμου: Ο Πέτρος Πικρός για λογαριασμό της εφημερίδας «Πατρίς» και ο Ε. Θωμόπουλος για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις».
Η πρώτη πτήση για Θεσσαλονίκη
Η συνάντηση ήταν στου «Ζαχαράτου» στις 24 Μαΐου του 1931. Όταν ο Πέτρος Πικρός, αστυνομικός ρεπόρτερ και συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς», έφτασε στις 7:15 το πρωί, το ζαχαροπλαστείο δεν είχε ανοίξει ακόμα. Στα τραπέζια απ’ έξω συνάντησε τους δώδεκα συναδέλφους του, μαζεμένους και ξέγνοιαστους σαν να μην επρόκειτο να γίνει τίποτα το εξαιρετικό. Σαν να επρόκειτο για μια συνηθισμένη εκδρομή, μέχρι τη Βουλιαγμένη ή, το πολύ-πολύ, την Πεντέλη, όπως υπέθεταν οι περαστικοί και οι γνωστοί τους. Η εκδρομή τους προέβλεπε βέβαια πηγαιμό και ερχομό αυθημερόν, όμως ο προορισμός ήταν η Θεσσαλονίκη!
Το ζήτημα τέθηκε εξαρχής ξεκάθαρα από την Ελληνική Εταιρεία Εναέριων Συγκοινωνιών, που είχε αναλάβει την πρόσκληση των δημοσιογράφων. Θα γινόταν μια δοκιμαστική πτήση! Και πράγματι ο Πέτρος Πικρός και οι συνάδελφοί του εμπιστεύτηκαν τον εαυτό τους στα μεταλλικά φτερά των δύο αεροπλάνων που θα τους πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη και θα τους ξαναγύριζαν στην Αθήνα.
Στις 8:00 είχαν ήδη φτάσει στο Τατόι. Ο Πέτρος Πικρός βρέθηκε μπροστά στα «δυο δίδυμα τεράστια, εξωτικά, αργυρόχροα πουλιά», το «Αθήναι» και το «Θεσσαλονίκη», των οποίων οι έξι έλικες, τρεις του κάθε αεροπλάνου, στριφογυρνούσαν δαιμονισμένα! Στο «Αθήναι» θα επέβαιναν ο υφυπουργός της Αεροπορίας κ. Ζάννας και η κυρία του, ο πρεσβευτής της Γερμανίας κ. Σκίνερ, ο γενικός διευθυντής της εταιρείας κ. Καμπάνης, ο κ. και η κ. Ντεν, η δεσποινίς Μπραγιόν, η δεσποινίς Κουντουριώτη και όσοι ακόμα χρειάστηκαν για να συμπληρωθούν οι 14 θέσεις μαζί με τον Γερμανό πιλότο κ. Ρόντερ και τον Έλληνα συνάδελφό του κ. Τσούνα. Το «Θεσσαλονίκη», με πιλότους τον κ. Ίντερμπομ και τον κ. Λουκίδη, θα παραλάμβανε τους απεσταλμένους του αθηναϊκού Τύπου.
Ο πιλότος, κλεισμένος στο καμαράκι του πηδαλίου του, λόξευε ολοένα και δεξιότερα. Χίμηξε μέσα στα σύννεφα ενώ ποτάμια νερού κυλούσαν στα παράθυρα και οδήγησε το αεροπλάνο πάνω από αυτά. Φτάσανε 300 μέτρα πάνω από τα σύννεφα. Απέραντη γαλήνη βασίλευε εκεί και παραμυθένιο ταπέτο απλωνόταν κάτω.
Ο Πέτρος Πικρός πάτησε στην αλουμινένια σκάλα του αεροπλάνου και ένα λεπτό μετά βρισκόταν στη θέση του. Οι επιβάτες της πρώτης δοκιμαστικής πτήσης ήταν δεμένοι με μια πέτσινη ζώνη στο κάθισμά τους, τα αυτιά τους ήταν βουλωμένα με βαμβάκι, ενώ στην τσέπη της πλάτης του μπροστινού καθίσματος τούς είχε επιδειχτεί «μιαν αδιάβροχη σακούλα, δι' ορισμένα ενδεχόμενα που δεν αποκλείονται».
Όταν η δαιμονισμένη τρεχάλα του «Θεσσαλονίκη» ξεκίνησε, στην προσπάθειά του να βρει τον αντίθετο αέρα, οι επιβάτες έβλεπαν το «Αθήνα» να απογειώνεται. Στις 8:19 το «Θεσσαλονίκη» απογειώθηκε και αυτό. Το αεροπλάνο ανέβαινε, όλο ανέβαινε: Τατόι, Κηφισιά, χωράφια, το στερεότυπο «περσικό χαλί» των καλλιεργημένων αγρών, Πεντέλη! Πεντακόσια, επτακόσια, χίλια μέτρα. Χίλια επτακόσια πενήντα!
Κάποια στιγμή το αεροπλάνο ολοκλήρωσε την απογείωσή του· ο Πέτρος Πικρός έλυσε τη ζώνη, πέταξε το βαμβάκι από τα αυτιά και περιφρόνησε τη σακούλα. Είχε ήδη συνέλθει, όταν για μια στιγμή τα έχασε. Του φάνηκε πως το αεροπλάνο σκουντούφλησε, πως πήρε βουτιά, πως χάθηκε και κατακρημνιζόταν. Ήταν το περίφημο «ρεμού». Συνέβαινε ό,τι και με τα αυτοκίνητα στις λακκούβες, καθώς έχει και ο αέρας λακκούβες ή, καλύτερα, κενά διαστήματα!
«Εάν ξεύρετε τι θα πει λεωφορείον των Αθηνών, εάν παίρνετε πότε-πότε το τραμ της Καλλιθέας, όλα αυτά θα σας φανούν παιχνίδια. Εν πρώτοις, τα τραντάγματα δεν είναι σοβαρότερα και κατά δεύτερον λόγον είναι σπανιότερα. Η ατμόσφαιρα έχει λιγότερες λακκούβες από τας Αθήνας».
Δεν είναι μόνο το λεωφορείο μέτρο σύγκρισης για τον Πέτρο Πικρό αλλά και το τρένο. «Στον σιδηρόδρομο δεν προφθαίνετε να δείτε τίποτα. Χοροπηδούν, τρέχουν, φεύγουν, χάνονται όλα από μπρος σας. Στο αεροπλάνο συμβαίνει το αντίθετο. Εάν δεν βρείτε ευχαρίστηση να κοιτάζετε από το παραθυράκι που έχετε δίπλα σας, εάν δεν φαντασθείτε ότι κάθεστε στην ταράτσα σας, τότε θα σας πιάσει ασφαλώς ανία. Θα σας φανεί πως κάθεστε πάνω σε χελώνα. Τόσο αργά φαίνεται να κινείται ο κόσμος δίπλα σας».
Ο Πέτρος Πικρός, ωστόσο, δεν επικεντρώνεται στο τι βλέπει έξω από το παραθυράκι αλλά στο τι βλέπει στο εσωτερικό του αεροπλάνου. «Ένα κομψό, μακρουλό σαλονάκι με πολύ αναπαυτικές πέτσινες πολυθρόνες. Ασφαλώς πιο άνετες από τους καναπέδες της πρώτης θέσεως του σιδηροδρόμου. Εξ άλλου, σαν τον σιδηρόδρομο. Τι λέω! Σα το σπίτι σας. Αν θέλετε να ξεμουδιάσετε, μπορείτε να σηκωθείτε, να πάτε, να έλθετε, να φέρετε την βαλίτσα σας. Και σας είναι δυνατά ένα σωρό πράγματα ακόμη. Μπορείτε να διαβάσετε, να γράψετε, να παίξετε χαρτιά. Μπορείτε ακόμη… Αλήθεια, ένα κομψό κουκλίστικο “Λαβαμπό” με όλα τα χρειώδη της τουαλέτας. Δεν ξέρω για ολόκληρο, αλλά τουλάχιστον ένα τρίτο λουτρού μπορείτε να το πάρετε με όλη σας την άνεση. Και να ξυρισθήτε ήσυχα, ν’ αλλάξετε ακόμη και κοστούμι…»
Η επιστροφή στην Αθήνα
Ήταν περίπου 15:00 και στα γραφεία της οδού Κοραή 7 στην Αθήνα, ο αρχισυντάκτης της «Ακρόπολις» περίμενε την επιστροφή του Ε. Θωμόπουλου με ανοιχτές τις στήλες της εφημερίδας. Εκείνη την ώρα ο Ε. Θωμόπουλος, βρισκόμενος μεταξύ ενός ορεκτικού βολοβάν και πλήθους κεριών μέσα στο απέραντο ρεστοράν του Μεντιτεράνεαν, είδε ξαφνικά να παρεμβάλλεται θάμβος συννεφιάς. Ο ήλιος της Θεσσαλονίκης, που τους είχε υποδεχτεί τόσο καλά στις 10:30 το πρωί, τους άφηνε τώρα –εντελώς ανειδοποίητα– χαιρετίσματα πίσω από τα σύννεφα. Άρχισαν να τα βλέπουν όλα σκούρα. Η προκυμαία της Θεσσαλονίκης σπινθηροβολά από την κουφόβραση. Ο Θωμόπουλος συλλαμβάνει το βλέμμα του ατίθασου πιλότου να κοιτάζει με ανησυχία τον ουρανό και τον στρατηγό της αεροπορίας να μειδιά περιπαικτικά. Όσοι μίλησαν με τους δυο αυτούς άρχισαν να μουρμουρίζουν:
«Δεν γυρίζουμε καλύτερα με το Σεμπλόν (τρένο);». Μια πρόταση «ορισμένως καλοκατάδεχτη», όμως κανείς δεν θέλησε να φανεί δειλός.
Ο διευθυντής της εταιρείας, κ. Καμπάνης, δεν ήθελε να ακούσει λέξη περί αναβολής του ταξιδιού. Επιπλέον, η άτεγκτος δημοσιογραφική ανάγκη. Έπρεπε να γυρίσουν αυθημερόν στην Αθήνα. Έτσι, στις 15:30 επιβιβάστηκαν έξω από το Μεντιτεράνεαν στο λεωφορείο που θα μετέφερε τους δημοσιογράφους στο αεροδρόμιο του Σέδες. Ένας από αυτούς απευθύνεται στον συνάδελφό του λέγοντας «Έχε υπ’ όψει σου για την νεκρολογία μου, Αντωνάκη, ότι είμαι 30 χρονών!»
Εκεί που η αποθάρρυνση έφτασε στο μη περαιτέρω ήταν στο αεροδρόμιο του Σέδες. Η έκτασή του είχε εξαφανιστεί από τα μαύρα σύννεφα και τη νεροποντή. Μέχρι να περάσει το μπουρίνι, οι δημοσιογράφοι στεγάστηκαν στο μικρό ρεστοράν των αεροπόρων και ο Ε. Θωμόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να παρατηρήσει την επιβλητική διακόσμηση στους τοίχους του. Ένας αξιωματικός που σέρνει βαρύ το βήμα του και ένας παπάς που πηγαίνει βιαστικός, μια γυμνή μαύρη γυναίκα και ένα γαϊδουράκι που πηγαίνει τρισμακάριστα με έναν χωριάτη. Η τελευταία εικόνα μόνο θλιβερές συγκρίσεις φέρνει στον Θωμόπουλο. «Τι ευλογημένη εποχή, σκεπτόμεθα, τότε που υπήρχαν μόνο γαϊδουράκια και τι κακή αυτή τώρα που πρέπει να διασκελίσουμε κάπου 600 χιλιόμετρα σε διάστημα δυο ωρών!»
Πέρασε έτσι μια ολόκληρη ώρα αγωνίας, ενώ η έκταση του αεροδρομίου γινόταν όλη πολτός από τη βροχή και τα αεροπλάνα φαίνονταν στη θαμπή ατμόσφαιρα σαν τέρατα αποκρουστικά.
Τσαλαβουτώντας στις λάσπες λίγο μετά τις 17:00 και βρεχόμενοι, έφτασαν στο «Θεσσαλονίκη». Η θερμή, στο στενό του εσωτερικό, ατμόσφαιρά του προκάλεσε μια αόριστη ενθάρρυνση. Και ενώ η βροχή εξακολουθούσε προς βορρά, άρχισε να ασπρογυαλίζει μια λωρίδα ασυννέφιαστου ουρανού. Αλλά μόνο για λίγες στιγμές. Ώσπου ο Θωμόπουλος να βουλώσει τα αυτιά του με βαμβάκι και να μπουν μπροστά οι έλικες, η γαλάζια λωρίδα έσβησε. Ήταν πια αργά για να ξεφύγει. Κλεισμένος μαζί με τους συναδέλφους του, με διπλομανταλωμένες τις πόρτες του οχήματος από βαριά σύννεφα, από βροχή και αέρα, ήταν έρμαια πια της θύελλας και του ανταριασμένου ουρανού.
Η αγωνία γινόταν μεγαλύτερη από το κόλλημα των τροχών του αεροπλάνου. Δεν κυλούσανε πια σαν σαΐτα όπως το πρωί στο ξερό αεροδρόμιο του Τατοΐου. Ροχθούσαν δεκάλεπτο ολόκληρο οι έλικες, κυλούσαν οι ρόδες γοργά αλλά ήταν φανερή η παρεμπόδιση της λάσπης. Θαμπά, τα κρύσταλλα των παραθύρων έδειξαν για μια στιγμή ότι η γη ήρθε ανάποδα… Δέκα λεπτά μετά βρισκόταν στην αγκαλιά του γκρίζου ουρανού. Μόλις αόριστα πήρε το βλέμμα του Ε. Θωμόπουλου πίσω τη Θεσσαλονίκη κυκλωμένη μέσα στα πυκνά σύννεφα της σκόνης από τη θύελλα, σαν χανούμισσα με φερετζέ που χέρια βάναυσα προσπαθούσαν να αποσπάσουν.
Στα επόμενα πέντε λεπτά ανέβηκαν σε ύψος 1.200 μέτρων και βρίσκονταν δεξιά του Καραμπουρνού. Ο πιλότος, για να αποφύγει τη θύελλα που μαίνονταν στη Χαλκιδική, έκοψε κατευθείαν προς τα πάνω. Μόνο ένα ελαφρό ανέβασμα του στομαχιού προς το στήθος έδειξε στον Ε. Θωμόπουλο αυτή την αποτομιά. Υπήρχε εκεί σχετική αιθρία. Αριστερά τα μακεδονικά βουνά ήταν απροσδιόριστοι όγκοι στα σύννεφα. Δεξιά και κάτω οι ακτές του Θερμαϊκού έλαμπαν. Μινιατούρα πολυκαιρινή η όψη ενός βουλιαγμένου πλοίου κατά τον ευρωπαϊκό πόλεμο.
Το πρώτο τέταρτο πέρασε, ώσπου ξαφνικά κυκλώθηκαν από άπειρους γίγαντες. Πυκνή ομίχλη τους τριγύρισε από παντού σαν σταχτί πελώριο τείχος που άρχιζε από τη θάλασσα και τελείωνε στο άπειρο του ουράνιου χάους. Ένα τρεμούλιασμα ενοχλητικό λίγες στιγμές και ένας μακρύς κύκλος προκειμένου ο πιλότος να καρατάρει την πίεση της ατμόσφαιρας και να υπολογίσει πώς σαν όρνεο το αεροπλάνο θα χιμήξει πάνω στον φοβερό εχθρό.
Στις 5:28 δεν υπήρχε πλέον τίποτα μπροστά, κάτω, δεξιά ή αριστερά. Βουνά, θάλασσες, κολπίσκοι, χωράφια και ουρανός είχαν σβηστεί από το γύρω σκοτάδι. Ο Θωμόπουλος είχε την εντύπωση ότι κόπηκε η ταινία του πελώριου κινηματογράφου και σκότος χύθηκε στη σάλα. Έξω δεν έβλεπε παρά μόνο απέραντο και βαθύ θάμπος, μέσα στην καμπίνα όμως έβλεπε καλά. Μόνο οι ομιλίες είχαν κοπεί και οι μορφές των συνεπιβατών του είχαν γίνει κατακίτρινες. Αίσθημα θανάτου τούς είχε καταβάλει.
Το «Θεσσαλονίκη» σχίζει την ομίχλη, οργώνει όγκους μπαμπακιών, προχωράει. Ξάφνου, πελώρια φανταχτερά χέρια απλώνονται και χώνονται μέσα στο βάθος της ομίχλης. Είναι οι προβολείς του αεροπλάνου τοποθετημένοι στο πρόσθιο μέρος των πτερύγων του. Η ομίχλη, ωστόσο, κρατάει τα σκοτάδια της. Δέκα λεπτά, που φάνηκαν στον Θωμόπουλο δέκα αιώνες, κράτησε το φαινόμενο και «ύστερα, με τον ίδιο αιφνιδιασμό που είχε έλθει, διελύθη».
Έφτασε έπειτα «ένα ποίημα του ουρανού που εχορόπαιζαν χίλια χρώματα, η αντίθεσις του ηλίου που ερχόταν μακριά από το Θερμαϊκό και της καταιγίδας που εμαίνετο στα βουνά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας». Πέντε λεπτά μόνο έμεινε σε αυτήν τη γαλήνια παρηγοριά, καθώς ο πιλότος, παρότι έκανε δεξιότερα ελπίζοντας να μην πέσει πάνω στην καταιγίδα που μαινόταν γύρω από τον Όλυμπο, δεν πρόλαβε!
«Ο νεφελεγέρτης Ζευς, οργισμένος που αγγίζεται ο πανύψηλος θρόνος του, θέλησε να μας κατακεραυνώσει. Η λέξη δεν είναι σχήμα λόγου. Ήταν η τρομακτικότερη πραγματικότης. Η κορυφή του Ολύμπου, άφαντος μέσα στα σύννεφα και φοβερή, έλεγες πως ήταν ατελείωτη μπαρουτοθήκη. Κυλούσαν οι αστραπές εμπρός μας και δίπλα μας όπως οι ρουκέτες χρυσοφωτισμένων πυροτεχνημάτων. Και τα μαύρα σύννεφα κομματιαζόντουσαν σαν κεφαλές γιγάντων που είχαν πέσει σε έκρηξη. Μια στιγμή και άναβαν όλα γύρω φωτιά με κρότους τρομακτικούς, μια στιγμή και γινόταν η θύελλα βόγγοι απείρων ψυχομαχούντων. Και επί πλέον χοντρές στάλες βροχής χτυπούσαν στα τζάμια».
Ο πιλότος, κλεισμένος στο καμαράκι του πηδαλίου του, λόξευε ολοένα και δεξιότερα. Χίμηξε μέσα στα σύννεφα, ενώ ποτάμια νερού κυλούσαν στα παράθυρα, και οδήγησε το αεροπλάνο πάνω από αυτά. Φτάσανε 300 μέτρα πάνω από τα σύννεφα. Απέραντη γαλήνη βασίλευε εκεί και παραμυθένιο ταπέτο απλωνόταν κάτω. «Απέραντη άπλα από άσπρα βουνά μεταξιού που εχώριζαν σε απερίγραπτα σχήματα μολυβόχρωμες φειδωτές γιρλάντες. Εκτυφλωτικό άσπρο φως μας τριγύριζε. Κάτω στην γη εμαίνετο η θύελλα και η νεροποντή. Εκεί πάνω είχαμε την πιο ακύμαντη γαλήνη».
Κάποια στιγμή η περιπέτεια σταμάτησε. Γλιστρούσε το «Θεσσαλονίκη» σε ανέφελη έκταση και μόνο πού και πού μικρά συννεφάκια το κυνηγούσαν. Μέχρι ο Θωμόπουλος να αντιληφθεί το ρύγχος της Εύβοιας, είδε τα πράσινα πλάγια της Φθιωτιδοφωκίδος και τα σπίτια του Αλμυρού να προβάλλουν μια στιγμή σαν ροζ κουκίδες. Άλλη μια στιγμή η Χαλκίδα φάνηκε δεξιά και ώσπου να πάρει ανάσα πετούσε πάνω από την Πάρνηθα. «Σαν μπράτσα που ήσαν έτοιμα να χειροκροτήσουν, ο Λυκαβηττός και η Εκάλη προβάλλουν μακριά στο απογευματινό φως».
Στις 6:36 είναι πάνω από την Αθήνα. Το Παγκράτι και τα Φάληρα, οι Αμπελόκηποι και τα Πατήσια, η Ομόνοια και τα Τουρκοβούνια μοιάζουν στον Θωμόπουλο με πολύχρωμα πραγματάκια που μπορεί να πιάσει στις φούχτες του. Στις 6:45 το αεροπλάνο κυλάει πάνω στην έκταση του αεροδρομίου.
«Είμαστε όλοι τρελοί από χαρά. Εις τας 7 παρά 10' ανοίγει η πορτίτσα και πηδούμε κάτω. Να λοιπόν. Το όνειρον εξετελέσθη. Ο Ζευς είχεν ηττηθεί, τα στοιχειά της φύσεως έπαθαν πανωλεθρία, η απόστασις είχεν εκμηδενισθεί. Τρεισήμισι μόνον ώρες είχαν απαιτηθεί να κάνωμεν το εναέριο ταξίδι από Αθηνών εις Θεσσαλονίκη και τανάπαλιν. Η περιπέτεια του Ολύμπου θα είναι η καλυτέρα ανάμνησις. Και το γεγονός της νίκης του ανθρώπου εναντίον του κενού και της αποστάσεως θα παραμείνει απρόσβλητον».
Πίσω στο γραφείο της εφημερίδας
Έχει φτάσει πια 19:15. Ο Πέτρος Πικρός, καθισμένος όχι πια στου «Ζαχαράτου» αλλά στην καρέκλα του γραφείου του, προσπαθεί να ταξινομήσει βιαστικά τις εντυπώσεις του δωδεκάωρου. Δεν μετάνιωσε.
«Όχι μόνον γιατί εκάναμε δυο άκρως ευχάριστα ταξίδια. Αλλά και γιατί, με την εκτέλεση του επαγγελματικού μας καθήκοντος, μπορεί να ξεύρει σήμερα ο κόσμος, αν μπορεί, όχι πια δοκιμαστικά, αλλά στα σίγουρα, να βρίσκεται μέσα σε δυο περίπου ώρες στη Θεσσαλονίκη, να κανονίζει τας εργασίας του και να ξαναγυρνά πάλι όμορφα-όμορφα την ίδια μέρα στας Αθήνας. Αυτό δοκιμάσαμε».