Όταν ο Τζουζέπε Βέρντι ανέλαβε το 1861 (έτος κατά το οποίο η Ιταλία ανακηρύχθηκε ελεύθερο βασίλειο) να συνθέσει μια καινούργια όπερα για το Αυτοκρατορικό Θέατρο της Αγίας Πετρούπολης, ήταν ήδη ένας από τους διασημότερους συνθέτες της Ευρώπης και ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ρωσία. Για τη σχετική ανάθεση, μετά από συζητήσεις και περιορισμούς που του έθεσαν, όπως ότι δεν θα μπορούσε η πλοκή να αναφέρεται σε βασιλείς και βασίλισσες, κατέληξε στο θεατρικό έργο του Άνχελ δε Σααβέρδα «Δον Άλβαρο ή Η δύναμη του πεπρωμένου».
Επρόκειτο για ένα έργο του ρομαντισμού, τεράστια επιτυχία στην Ισπανία το 1835, το οποίο ωστόσο είχε ενοχλήσει σφόδρα την Εκκλησία και τον στρατό, καθώς μέσα από μια ερωτική ιστορία κατάφερνε να καταδείξει τόσο τη φαυλότητα των εκκλησιαστικών κύκλων όσο και τις δυσλειτουργίες των στρατιωτικών τακτικών στο πεδίο της μάχης.
Πάνω απ’ όλα όμως επικεντρωνόταν στην τραγική ιστορία δύο ερωτευμένων, του Λατινοαμερικανού νεαρού ευγενή Άλβαρο και της Ελεονόρας, κόρης ενός καρδινάλιου, που τους χωρίζει ο θάνατος του πατέρα της, τον οποίο προκάλεσαν άθελά τους, η εκδικητική μανία των δύο αδελφών της και, τέλος, ένας πολύχρονος πόλεμος. Όταν μετά από χρόνια συναντιούνται, ντυμένοι και οι δυο με ράσα, η επανασύνδεσή τους έχει τραγική κατάληξη.
Η «Δύναμη του πεπρωμένου» αποδεικνύεται ένα σπουδαίο μουσικό έργο της ωριμότερης περιόδου του Βέρντι, ένα σχεδόν χαοτικό έπος, το οποίο διανθίζεται από αποκαλυπτικά επεισόδια. Μέσα σε ένα τέτοιο φόντο μεγάλων και μικρότερων συγκρούσεων, ο άνθρωπος στέκει ανήμπορος απέναντι στη μεγάλη αφήγηση της Ιστορίας αλλά κυρίως απέναντι στις τραγικές συγκυρίες και τη μοίρα που τού επιφυλάσσουν.
Ωστόσο η διαδρομή του έργου ξεκινάει πολύ πίσω, όταν ο Φρίντριχ Σίλερ έγραψε τη θεατρική τριλογία «Βάλενσταϊν» (1799), από το πρώτο μέρος της οποίας ο Σααβέρδα δανείστηκε στοιχεία για να χτίσει το δικό του έργο, το οποίο εκτός από τον απελπισμένο έρωτα διέθετε και ένα τέλος αντάξιο ενός Ουγκό ή ενός Μπάιρον. Ο τραγικός ήρωας έπεφτε από τα βράχια μετά τον θάνατο της αγαπημένης του, ένα φινάλε το οποίο πληρούσε όλες τις προδιαγραφές ώστε να γίνει η μεγάλη επιτυχία που έγινε στη χώρα καταγωγής του αλλά και να περάσει τα σύνορά της.
Ο Βέρντι ανέθεσε το ποιητικό κείμενο στον μόνιμο συνεργάτη του, Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε, λιμπρετίστα επιτυχιών όπως οι «Ερνάνης», «Ριγκολέτο», «Τραβιάτα» και άλλων, οπότε η μεταφορά του έργου του Σααβέρδα σε λιμπρέτο από εκείνον ήταν αυτονόητη. Ο ίδιος ήθελε να δώσει έμφαση στις ιδέες και στα κρυφά νοήματα πίσω από τις σχέσεις των χαρακτήρων, υπογραμμίζοντας τη μηδαμινότητα του ανθρώπου μπροστά στη μοίρα του και απέναντι στο αναπάντεχο. Άλλωστε, αυτό δεν είναι και το κυρίαρχο μοτίβο όλων των μεγάλων έργων της λογοτεχνίας του δυτικού πολιτισμού;
Όχι βέβαια ως μεταφυσική δαιμονοποίηση του πεπρωμένου αλλά ως μια ανθρώπινη και αναπόδραστη κατάσταση.
Η πλοκή του συγκεκριμένου έργου είχε όλα τα εχέγγυα ώστε να αποτελέσει την ιδανική βάση για ένα δραματικό λυρικό αποτέλεσμα.
Οι προτάσεις του Πιάβε ήταν καταρχάς τα δύο αδέλφια της Ελεονόρας να συμπτυχθούν σε έναν ήρωα, τον Ντον Κάρλο, από το χέρι του οποίου πεθαίνει η Ελεονόρα για να «ξεπλύνει» την «ντροπή» της οικογένειας, ενώ ο εραστής της θα γινόταν, κατά το ιταλικότερο, Αλβάρο, και από την απελπισία του θα έπεφτε στα βράχια.
Η πρεμιέρα είχε οριστεί για τον Ιανουάριο του 1862, ενώ η αμοιβή που θα εισέπραττε ο Βέρντι ανερχόταν στο εξωφρενικό για τη εποχή ποσό των 60.000 χρυσών φράγκων. Ο χρόνος δεν ήταν αρκετός, η δράση περιλάμβανε πολλές σκηνές πλήθους τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε εξωτερικούς χώρους, μάχες, ταβέρνες, νοσοκομείο, μοναστήρι, πλιάτσικο, ενώ η περιπλοκότητα της δράσης απαιτούσε μεγάλο δημιουργικό οίστρο και εμβάθυνση.
Ο συνθέτης ταξίδεψε μέχρι την αρκτικών θερμοκρασιών –ειδικά για ανθρώπους της Μεσογείου– αυτοκρατορική πόλη του βορρά για να παρακολουθήσει την προετοιμασία της όπερας. Από την αρχή όμως διαπίστωσε ότι η Ιταλίδα υψίφωνος που είχε αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Λεονόρας δεν τα έβγαζε πέρα. Μετά από μια σειρά διενέξεων, προφασίστηκαν ασθένειά της και ανέβαλαν την πρεμιέρα για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Αυτό φυσικά του έδωσε όλο τον χρόνο να ξαναδουλέψει τα βασικά μουσικά μέρη, κάτι στο οποίο αφιερώθηκε καθ’ όλη την καλοκαιρινή περίοδο, απομονωμένος στη βίλα του στη Sant’Agata της επαρχίας της Πλακεντίας.
Επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη των απαγορευτικών θερμοκρασιών με τη σύζυγό του, υψίφωνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι, αυτήν τη φορά με ενισχύσεις από δεκάδες φιάλες κρασί Μπορντό, σαμπάνιες, ταλιατέλες, τυριά και αλλαντικά, για να τους κρατούν ζεστούς εν όψει της πολυαναμενόμενης πρεμιέρας. Και μόνο η ανάληψη του ρόλου της Λεονόρας από τη Γαλλίδα Καρολίν Μπαρμπό ήταν μια εγγύηση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Παρά τη σκανδαλωδώς υψηλή αμοιβή που εξόργισε τους πάντες και το γεγονός ότι λόγω ασθένειας δεν μπόρεσε να παραβρεθεί στην πρεμιέρα ο τσάρος, η παγκόσμια πρώτη του «La forza del destino» αποτέλεσε θρίαμβο. Από εκείνη τη στιγμή, η πορεία του στις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου ήταν εξασφαλισμένη.
Πρώτος σταθμός η Μαδρίτη, τον Γενάρη του 1863, κι αμέσως μετά η Ρώμη, όπου με μικρές επεμβάσεις λογοκρισίας η όπερα ανέβηκε με τον τίτλο «Ντον Αλβάρο». Δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε η Νέα Υόρκη, κι ύστερα η απαιτητική Βιέννη, όπου δεν ικανοποίησε τους φανατικούς μουσικόφιλους. Αυτό προβλημάτισε, όπως ήταν φυσικό, τον συνθέτη και μετά την πρεμιέρα του Λονδίνου αποφάσισε να καθυστερήσει την παριζιάνικη πρεμιέρα του.
Ανέβασε πρώτα, τον Μάρτιο του 1867, το «Ντον Κάρλος» στα γαλλικά και καταπιάστηκε ξανά με τη «Δύναμη του πεπρωμένου», δουλεύοντας εκ νέου το αμφιλεγόμενο φινάλε. Λόγω των προβλημάτων υγείας του Πιάβε προσέλαβε τον πολύ νεότερο λιμπρετίστα –μεταξύ πολλών άλλων ιδιοτήτων– και μέλος του αντικομφορμιστικού καλλιτεχνικού κινήματος του Μιλάνο Scapigliatura, Αντόνιο Γκισλαντσόνι.
Εκείνος πρότεινε στον συνθέτη να απαλλάξουν το φινάλε από τους υπερβολικά πολλούς θανάτους, να απομακρυνθούν από το υπερβολικό μίσος και να προβάλουν στη θέση του τη συγχώρεση.
Ο Ντον Αλβάρο δεν πέφτει πια από τα βράχια αλλά επιβιώνει. Έτσι, αλλάζοντας το φινάλε και γράφοντας μια συναρπαστική εισαγωγή, η πρεμιέρα στη Σκάλα του Μιλάνου στις 27 Φεβρουαρίου του 1869 ήταν ένας πραγματικός θρίαμβος: του Βέρντι, της ιταλικής όπερας και της μουσικής.
Το 1882 έγραψε και μια απλουστευμένη εκδοχή στα γαλλικά, και έτσι συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια ενασχόλησης του σπουδαίου συνθέτη με τη «Δύναμη του πεπρωμένου». Μπορούμε σήμερα να πούμε με σχετική βεβαιότητα ότι όλα τα γεγονότα που καθόρισαν εκείνη την εικοσαετία, είτε πολιτικά και κοινωνικά είτε σε προσωπικό επίπεδο, δεν μπορεί παρά να επηρέασαν την τελική μορφή του λιμπρέτου και της μουσικής.
Οι μεγάλες όπερες της εποχής μας σαφώς και προτιμούν την εκδοχή του Μιλάνου, με τη διάσημη οβερτούρα που περιγράφει μουσικά όλο το δράμα που πρόκειται να εξελιχθεί. Η «Δύναμη του πεπρωμένου» αποδεικνύεται ένα σπουδαίο μουσικό έργο της ωριμότερης περιόδου του Βέρντι, ένα σχεδόν χαοτικό έπος, το οποίο διανθίζεται από αποκαλυπτικά επεισόδια.
Μέσα σε ένα τέτοιο φόντο μεγάλων και μικρότερων συγκρούσεων, ο άνθρωπος στέκει ανήμπορος απέναντι στη μεγάλη αφήγηση της Ιστορίας αλλά κυρίως απέναντι στις τραγικές συγκυρίες και τη μοίρα που τού επιφυλάσσουν. Το αρχικό δίλημμα της Λεονόρα, μεταξύ τού να ακολουθήσει τον αγαπημένο της Αλβάρο ή να υποταχθεί στην ηθική απαίτηση του πατέρα της, γίνεται η αφετηρία μιας τραγικής μοίρας που την ακολουθεί στη σύντομη ζωή της και από την οποία απελευθερώνεται μόνο με το άδικο αλλά εξιλεωτικό τέλος της.
Η «Δύναμη του πεπρωμένου» ανέβηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή το 1954, μετά από πολύμηνη αναστολή της λειτουργίας της λόγω διακοπής της κρατικής επιχορήγησης. Δεκαέξι χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1970, ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, το 1981 στο Θέατρο Ολύμπια, και τελευταία φορά το 1998 ξανά στο Ηρώδειο. Έχουν περάσει είκοσι επτά χρόνια από την τελευταία φορά και τώρα επιστρέφει με μια νέα, εξαιρετικά φιλόδοξη παραγωγή, σε μουσική διεύθυνση του σημαντικού Ιταλού αρχιμουσικού Πάολο Καρινιάνι και σκηνοθεσία Ροδούλας Γαϊτάνου.
Η δράση τοποθετείται στις αρχές του 20ού αιώνα, με αναφορές στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους και το μεταξύ τους διάστημα. Η σκηνοθέτις κρατάει τον αναγκαίο ρεαλισμό, επιλέγοντας την αισθητική του κιαροσκούρο, ενώ η έννοια του «πεπρωμένου» ερμηνεύεται σκηνικά μέσα από την ανάδειξη της αποτρόπαιης φύσης του πολέμου και της δραματικής επίδρασής του στους ανθρώπους, μέσα από αναφορές στον Θόδωρο Αγγελόπουλο, τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ιερώνυμο Μπος.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει ο Γιώργος Σουγλίδης, την κινησιολογία η Δήμητρα Καστέλλου, τους φωτισμούς ο Τζουζέπε ντι Ιόριο και τα βίντεο ο Ντικ Στρέικερ. Τους ρόλους του πρωταγωνιστικού τρίο κρατούν τρεις διεθνώς καταξιωμένοι μονωδοί: η Τσέλια Κοστέα έχει τον ρόλο της Λεονόρα, ο κορυφαίος Έλληνας βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς εκείνον του Ντον Κάρλο, ο διακεκριμένος Αργεντίνος τενόρος Μαρσέλο Πουέντε τον ρόλο του Ντον Αλβάρο, ενώ τους υπόλοιπους ρόλους ερμηνεύουν οι Πέτρος Μαγουλάς, Οξάνα Βόλκοβα, Γιάννης Γιαννίσης, Ιωάννα- Βασιλική Κοράκη, Γιώργος Παπαδημητρίου, Γιάννης Καλύβας και Μαξίμ Κλονόφσκι. Διευθυντής χορωδίας ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Πηγή: «Η δύναμη της εξέλιξης» του Γιάννη Φίλια / Πρόγραμμα παράστασης «Η δύναμη του πεπρωμένου», ΕΛΣ
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την όπερα Η «Δύναμη του πεπρωμένου» εδώ.