TO BLOG ΤΗΣ ΚΛΕΛΙΑΣ ΛΟΝΤΟΥ
Facebook Twitter

Mexico City


Mexico City

Στο Tepito να περπατάς σαν να ξέρεις πού πηγαίνεις. Από την Κλέλια Λόντου

Mexico City Facebook Twitter
Το Μεξικό που βλέπεις στις ταινίες υπάρχει. Και δεν είναι κρυμμένο σε υπόγειες στοές. Είναι εκεί. Κάτω από τον ήλιο. Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Ήρθα εδώ που λατρεύουν τη Santa Muerte, τη λαϊκή Αγία του Θανάτου, για να προστατεύει και να θεραπεύει όσους πιστεύουν σε εκείνη και για να περνά τους νεκρούς στην άλλη ζωή. Οι πιστοί είναι πολλοί. Γιατί και οι νεκροί είναι πολλοί.

Κι αν κάποτε κρύβονταν για να προσευχηθούν σε εκείνη, τώρα το κάνουν δημόσια. Και στις τελετές την αποκαλούν Santissima Muerte, ως κάτι παραπάνω από απλή αγία. Παναγιοτάτη μητέρα για όσους δεν έχουν. Γιατί εδώ η ανθρώπινη ζωή μετριέται αλλιώς. Και οι δολοφονίες δεν είναι είδηση.

«Τι σχέση έχει η Santa Muerte με τα ναρκωτικά;», ρωτάω τον Roberto που θα είναι παρέα και προστάτης μου αυτές τις μέρες.

— Ε, τώρα. Τι τα θες αυτά;

— Έτσι ρωτάω. Κάπου είδα ότι όταν σκοτώνουν κάποιον για drugs βάζουν δίπλα του κεριά της Santa Muerte.

Κατεβαίνουμε τον κεντρικό δρόμο του Iztapalapa και πάμε προς Central de Abasto, την κεντρική αγορά. Χθες ήμουν εδώ όλη μέρα. Δεν θα σου πω τώρα ούτε λέξη. Απλώς, όταν έρθεις, έλα. Από εδώ τρώει όλη η χώρα. Είναι η μεγαλύτερη αγορά του κόσμου. Για να πας από το κρέας στα λαχανικά, παίρνεις ταξί. «Πιο μεγάλη από το Μονακό», λέει ο Roberto. «Πιο ωραία από το Μονακό», απαντάω και σκέφτομαι τα χρωματιστά βουνά από καλαμπόκια, λεμόνια και ανοιγμένα καρπούζια. Πού να βρει τέτοια βουνά το Monte Carlo.

El Mochaorejas σημαίνει «κόφτης αυτιών». Γιατί όταν απήγαγε ή καθάριζε κανέναν ο Daniel Arizmeni López, όπως λέγεται κανονικά, έκοβε και έστελνε το αυτί του στην οικογένεια.

Κάθομαι στο πίσω κάθισμα. Είναι πιο εύκολο να κάνεις έτσι προσωπικές κουβέντες. Αν έχεις εμπειρία από ντιβάνι ψυχαναλυτή, ή έχεις δει πώς μιλάνε οι γριές γειτόνισσες όταν στήνουν παράλληλα τις καρέκλες στο πεζοδρόμιο και τα λένε χωρίς να κοιτάζονται, ξέρεις τι εννοώ. Δεν σε βλέπω, δεν με βλέπεις, ρωτάω, απαντάς, λες εσύ, εγώ είμαι μόνο φωνή, πού και πού συναντιέται το βλέμμα μας στον καθρέφτη του αυτοκινήτου.

— Mi querida señorita, ας μη λέμε πολλά τέτοια, αλλά αφού θα περάσουμε μέρες μαζί, και θα γίνουμε φίλοι, ας τα λέμε, έτσι δεν είναι; Και τέλος πάντων, έχουν περάσει και 25 χρόνια, αν και δεν καταλαβαίνω τι θες και τα ανακατεύεις αυτά∙ ναι, έχει ιστορία αυτή η σχέση. Όταν έπιασαν τον El Mochaorejas, βρήκαν στο σπίτι του ένα ιερό της Santa Muerte. Και όταν τον πήγαν στη φυλακή −δεν θα βγει ποτέ, αλλά εγώ λέω ότι μπορεί και να μην είναι καν μέσα−, ζήτησε να πάρει μαζί του στο κελί ένα αγαλματάκι της Santa Muerte, της γυναίκας με το δρεπάνι. Με αυτά και με αυτά, τώρα όλοι έχουμε ένα. Αγοράζουν και οι ξένοι. Κι ας μην είναι αγία της Εκκλησίας. Κι ας μη καταλαβαίνουν ότι τη θέλουμε για να προσέχει εμάς και να τιμωρεί τους εχθρούς μας.

Mexico City Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

ΜΟΥ ΤΑ ΕΙΠΕ ΟΛΑ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ. El Mochaorejas σημαίνει «κόφτης αυτιών». Γιατί όταν απήγαγε ή καθάριζε κανέναν ο Daniel Arizmeni López, όπως λέγεται κανονικά, έκοβε και έστελνε το αυτί του στην οικογένεια. Ο Daniel έστησε την καριέρα του όπως πολλοί εδώ. Ξεκίνησε ως αστυνομικός και έκανε τις δουλειές του μέσα από το τμήμα. Ένστολος τις απαγωγές, ένστολος τις δολοφονίες. Η διαφθορά εδώ έχει το πρόσωπο της επίσημης εξουσίας.

Δεν ξέρω πώς φαντάζεσαι το Mexico City. Αν δεν έχεις πάει, μην το φαντάζεσαι. Θα πέσεις έξω. Μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, είσαι κάπου αλλού. Ουρανοξύστες με καμπύλες, λεωφόροι δίχως τέλος, και αρκεί μια στροφή για βρεθείς σε χρωματιστούς δρόμους με μαγαζιά και εστιατόρια και τουρίστες που λένε πέντε λέξεις στα ισπανικά και κάνει ότι χαίρεται ο ντόπιος.

Αλλά, αν αποφασίσεις να μην είσαι τουρίστας, μη σε πιάσουν οι ηρωισμοί αν δεν έχεις άνθρωπο σωστό μαζί σου. Γιατί το Μεξικό που βλέπεις στις ταινίες υπάρχει. Και δεν είναι κρυμμένο σε υπόγειες στοές. Είναι εκεί. Κάτω από τον ήλιο. Κάτω από το ηφαίστειο, που έλεγε και ο Malcolm Lowry, και ψέματα δεν είπε όταν έγραφε για τον ασφαλή παράδεισο της απόγνωσης του αλκοολικού ήρωά του. Το Μεξικό σε μαγεύει και σε στοιχειώνει.

Mexico City Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

— Roberto, εσύ πού μένεις;

— Όχι πολύ μακριά από εδώ. Ούτε πολύ κοντά.

— Είναι ωραία η γειτονιά σου;

Γελάει ο Roberto σαν να λέει «έμπλεξα». Αλλά κάπως το καταλαβαίνει κι αυτός ότι θα τα βρούμε μια χαρά.

― Στο δικό μου barrio μπορείς να βρεις τα πάντα.

― Και τι είναι «τα πάντα»;

― Όπλα, ναρκωτικά, drogas, armas, και όλα τα υπόλοιπα.

― Και τι είναι «όλα τα υπόλοιπα»;

― Εγκληματίες και κακοποιοί. Drogas y crimen, señorita.

― Δεν πάμε μια βόλτα από εκεί;

― Αλήθεια; Θες να πάμε to my barrio;

― Θα με προστατέψεις, έτσι δεν είναι; Αν δεν μπορείς εσύ, ποιος μπορεί;

― Ναι! Πώς δεν μπορώ;

ΧΑΙΡΕΤΑΙ ΑΠΟΤΟΜΑ Ο ROBERTO. Στρίβει απότομα και πατάει γκάζι. Χτυπάει με ρυθμό τα χέρια στο τιμόνι και τραγουδάει:

Tú, sólo tú
Has llenado de luto mi vida
Abriendo una herida en mi corazón.

Εσύ, μόνο εσύ
Μου γέμισες με στενοχώρια τη ζωή
Στην καρδιά μου άνοιξες πληγή.

Από τον καημό του Roberto στο ρεφρέν το πιάνω ότι μιλάμε για πόνο ερωτικό και αδιέξοδο μεγάλο.

— Ο πατέρας μου το τραγουδούσε αυτό στη μάνα μου. Τσακώνονταν και τα βρίσκανε δέκα φορές τη μέρα.

― Εσύ τα βρίσκεις με τη γυναίκα σου;

― Βέβαια! Είμαστε πολύ αγαπημένοι. Τώρα τελευταία, όχι και τόσο. Αλλά θα τα ξαναβρούμε. Έχει φύγει από το σπίτι εδώ και μήνες. Αλλά θα ξαναέρθει. Πάντα ξαναέρχεται.

Αν της τραγουδήσεις, Roberto, δεν βλέπω να επιστρέφει.

Σκάει στα γέλια ο Roberto. Κοντός, αληθινά κοντός, όχι μετρίου αναστήματος και άλλα τέτοια παρηγορητικά, στρογγυλός σε όλα του, αθώα φάτσα, πονηρό μυαλό, καρδιά που ξέρει να χαίρεται, μάτια που έχουν δει πολλά, γλώσσα που όταν λέει ψέματα προδίδεται από το βλέμμα. Πεντακάθαρο το αυτοκίνητο, αρωματικό La chica fresita, «φράουλα μυρίζει», ανοίγει το ντουλαπάκι, πέφτουν σοκολατάκια, καραμέλες, ζελεδάκια και άπειρα γλειφιτζούρια: καυτερά Chipileta με το σκιουράκι στο πακέτο, Lucas muecas με γεύση πλαστικού πράσινου μήλου και άλλα τέτοια που μοιραζόμαστε, δοκιμάζουμε και βαθμολογούμε ανάλογα.

Mexico City Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Τελείωσαν οι ουρανοξύστες. Και οι λεωφόροι. Άναρχα στοιβαγμένα σπίτια, ροζ, τιρκουάζ, μπλε σαν lapis lazuli, πράσινο και πορτοκαλί, χρώμα, χρώμα, χρώμα για να κρύβει τη φτώχεια, για να μιλάς για το κίτρινο και όχι για τις στραβοφτιαγμένες κατασκευές και το δίχως τέλος πανωσήκωμα. Άκου. Τα πράγματα είναι απλά: οι πλούσιοι εδώ είναι πολύ πλούσιοι και οι φτωχοί πολύ φτωχοί. Τίποτα ανάμεσα.

Φτάνουμε.

― Ξέρεις, όταν οι Αμερικάνοι θέλουν να γυρίσουν καμιά σειρά και να δείξουν πώς είναι ένα καρτέλ, εδώ έρχονται.

― Αλήθεια; Και πώς είναι στα αλήθεια ένα καρτέλ, Roberto;

― Έτσι!

Κατάλαβες; «Έτσι!», είπε ο Roberto και μου έδειξε his barrio. Είχαμε φτάσει εκεί που πολλοί μου είπαν να μην πάω. Είχα έρθει στο Tepito. Στη γειτονιά του καινούργιου μου φίλου. Στη γειτονιά που δεν μετράνε τις απαγωγές. Εκεί που βρίσκεις τα πάντα. Κάτω από τον λαμπερό ήλιο.

― Και τώρα που σε άφησε η γυναίκα σου, μένεις μόνος σου;

― Μόνος μου; No! No, no, no! Nunca! Ποτέ!

― Με τα παιδιά σου;

― Με δύο από τα παιδιά μου και την πρώην γυναίκα μου.

― Τι λες, ρε Roberto. Δεν σου το ’χα.

― Solo! No!

― Ε, τότε μην πάμε με άδεια χέρια. Να πάρουμε σοκολάτες και Mezcal.

― Ξέρεις τι λέμε εδώ. Para todo mal, Mezcal. Para todo bien, también.

«Για όλα τα κακά, Mezcal. Και για όλα τα καλά, επίσης». Σοφά λόγια σοφού ανδρός.

Mexico City Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

TO ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤΟ, μάθημα ευρεσιτεχνίας. Χτισμένο λίγο-λίγο. Ανεβαίνεις μισοτελειωμένες σκάλες, ένα νέο κορίτσι βλέπει τηλεόραση ξαπλωμένο σε ράντζο με λουλουδένιο κάλυμμα, κάποιος ξάδελφος πλένει με το λάστιχο το τσιμεντένιο πάτωμα που στρώθηκε πριν από λίγες ώρες. Η πρώην σύζυγος μαγειρεύει σε μια κουζίνα δίχως πόρτα, μυρωδιές ωραίες που φωνάζουν «σε λίγο τρώμε», κρεβατοκάμαρα με κόκκινα μαξιλάρια σε σχήμα καρδιάς. Με βλέπει ο Roberto που τσεκάρω την ερωτική φωλιά και μου δείχνει τον καναπέ στο χολ με δύο ανεμιστήρες που ασθμαίνουν για να δουλέψουν, λόγω χαμηλής τάσης. «Εδώ κοιμάμαι εγώ. Δεν με θέλει μέσα».

Τι να σε θέλει, ρε Roberto; Τι να σε θέλει; Δεν λέω, χαριτωμένος, αλλά με τον Λατίνο εραστή σε χωρίζει μια άβυσσος. Κανένας δεν δίνει σημασία που ήρθαμε. Ούτε χαιρετούρες, ούτε τίποτα. Η απαξίωση του γυναικείου βλέμματος συνοδευόμενου από σιωπή είναι το πιο κοφτερό μαχαίρι. Κάποιο ραδιόφωνο ακούγεται στο βάθος. «Δεν είναι Μεξικάνος αυτός», μου λέει. Αλλά τον λατρεύουν εδώ. Όλοι ακούνε τον Πορτορικάνο Ozuna. Κάτι ανάμεσα σε reggaeton, salsa και bachata, σαρώνει παντού. Μη βιάζεσαι να πεις ότι δεν τον ξέρεις, γιατί το «Taki Taki» το θυμάμαι πριν από λίγα χρόνια να δονεί τα αυτοκίνητα στα φανάρια.

Βγαίνουμε στο μπαλκόνι. Αντί για κάγκελο, ένα καδρόνι που θα μείνει εκεί μέχρι να τελειώσει το γιαπί, που δεν θα τελειώσει και το ξέρουμε. Να, λοιπόν. «El Barrio Bravo», η γενναία και θυμωμένη γειτονιά, η ιδιαίτερη πατρίδα εγκληματιών και μποξέρ σαν τον «Ratón» Macias και τον Kid Azteca, το μέρος όπου ο Roberto θέλει πάντα να επιστρέφει γιατί είναι το σπίτι του.

Δεν είναι έτοιμο το φαγητό. Κατεβαίνουμε στην καρδιά του barrio. Στην υπαίθρια αγορά. Το Tepito ζει από το παρεμπόριο, ό,τι κυκλοφορεί είναι πλαστό, fayuca. Τσάντες, ρούχα, λόφοι από σουτιέν, ηλεκτρικά είδη φτιαγμένα στην Κίνα και εδώ, ένας ψεύτικος οικονομικός κόσμος, εντελώς αληθινός. Μαγαζιά, άνθρωποι, σκυλιά, φαγητά, φωνές, μια μάζα που ξέρει ότι στα βασικά προϊόντα που πωλούνται εδώ είναι η κοκαΐνη, που συσκευάζεται σε κουτιά παπουτσιών από τα ίδια κορίτσια που πουλάνε τα DVD και τα δήθεν Nikes στην Avenida del Trabajo. Ο Roberto μου ξεκαθαρίζει ότι δεν θα πάμε προς το Calle Tenochtitlàn. Εκεί, όχι.

Μου λέει να βαδίζω μισό βήμα πίσω του. Περπατάει, χαιρετάει πού και πού, νιώθω ότι κάνει νοήματα ότι είμαι μαζί του. «Να περπατάς σαν να ξέρεις πού πηγαίνεις. Σαν να θες να πας κάπου συγκεκριμένα». Για ό,τι θέλω να αγοράσω, πληρώνει εκείνος. Θα τα βρούμε μετά. Πέντε φωτογραφίες βγάζω όλες κι όλες. Όχι από φόβο. Κάπως από σεβασμό.

Τα περισσότερα θύματα από ξεκαθαρίσματα λογαριασμών εργάζονται σε αυτά τα παραπήγματα. Κάθε λίγα χρόνια γίνεται μια έκρηξη εγκληματικότητας και μετά ηρεμούν πάλι τα πράγματα. «Αλλού είναι χειρότερα», λέει ο Roberto. «Το El Hoyo, η Τρύπα, στο Iztapalapa, είναι χειρότερο μέρος από αυτό. Εμείς έχουμε το στίγμα, αλλά δεν μας πειράζει πια. Έρχεται κόσμος να δει πώς είμαστε. Αν είμαστε κανονικοί άνθρωποι. Λες και οι αυτοί που σκοτώνουν έχουν σημάδι στο μέτωπο». Καλά τα λέει ο Roberto. Έχει μάθει μια φράση του Alfonso Hernández, ντόπιου ιστορικού, που έδωσε τις λέξεις για να χωρέσει η ψυχή αυτής της ζωής: «Το Μεξικό είναι το Tepito του κόσμου, και το Tepito είναι ο μικρόκοσμος του Μεξικού».

― Διαμαρτύρεστε, Roberto; Εδώ χάνουν μητέρες τα παιδιά τους. Αλλάζει κάτι; Γίνεται κάτι;

― Ξέρεις τώρα. Πορείες, πανό, συνθήματα. Οι γυναίκες πιο πολύ. Τρέχει και η μικρή η κόρη μου στις πορείες. Τίποτα δεν θα αλλάξει. Εδώ, ο εχθρός της νομιμότητας είναι το ίδιο το κράτος.

Mexico City Facebook Twitter
Φωτ.: Κλέλια Λόντου/ LIFO

Έχεις ακούσει για δημοσιογράφους που εξαφανίζονται, για δολοφονίες κάποιων θαρραλέων που έγραψαν λέξεις για να αλλάξει κάτι. Αν αναρωτιέσαι πού χάνονται αυτοί οι θαρραλέοι και δεν ανοίγει μύτη, το Μεξικό είναι ένα τέτοιο μέρος. Τι να πεις. Para todo mal, mezcal.

Τρώμε migas, το ντόπιο πιάτο του Tepito. Τώρα το βρίσκεις εξευγενισμένο στα εστιατόρια του Mexico City, αλλά αν θες the real thing, έρχεσαι εδώ. Ζωμός με κόκαλα από χοιρινό −γουρούνι, δηλαδή, αλλά όταν το λες «χοιρινό» παριστάνεις ότι δεν μιλάς για το γνωστό ζώο που αγαπάει τη λάσπη−, μπαγιάτικα τάκος και ψωμί, σκόρδο, κρεμμύδι, πιπεριές cascabel και ένα μυρωδικό με το όνομα epazote, όλα ανάκατα, φτιάχνουν μια γευστική σούπα που σε συνεφέρνει από το hangover και σε φέρνει στα ίσια σου. Για να πειστείς να το φας, σκέψου ότι κάποιοι το θεωρούν αφροδισιακό. Ρουφάς το μεδούλι και καταλαβαίνεις πώς γίνεται η φτώχεια καλοπέραση. Για να βρεις το σωστό, πηγαίνεις στο Migas La Güera. Οικογενειακή επιχείρηση, εβδομήντα χρόνια, τρεις γενιές. Ο ιδιοκτήτης, ο José Luis Frausto, κάνει ολόκληρο ταξίδι κάθε απόγευμα για να φέρει εκατό κιλά κόκαλα από τους προμηθευτές, να τα βράσουν όλη νύχτα και να είναι έτοιμος ο ζωμός το πρωί. «Μην το φας όλο, θα φάμε και σπίτι».

Πάμε να πιούμε. Και να ξεκαθαρίσουμε μια λιγότερο επώδυνη αλήθεια: η τεκίλα και η mezcal μοιάζουν, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Η τεκίλα φτιάχνεται μόνον από μία ποικιλία αγαύης, την μπλε. Η mezcal παράγεται από πενήντα διαφορετικές ποικιλίες. Αλλού βγαίνει η τεκίλα, αλλού η mezcal. Αν θέλεις αυτό που λέμε καλή mezcal, προτίμησε μία από την Oaxaca. Και πιες την «παραδοσιακή», την artisanale. Έχει κόπο για να βγει. Τα φύλλα της αγαύης ψήνονται σε φούρνο μέσα στο χώμα, χτισμένο με ηφαιστειογενείς πέτρες, σε θερμοκρασίες λάβας. Ο Master Mezcalero περνάει από πέτρινο μύλο τα μαγειρεμένα φύλλα (εδώ ταλαιπωρείται το άλογο της φάρμας, της palenque) και κάπως έτσι έρχεται στο ποτήρι που κρατάς αυτό το θείο αλκοολούχο ελιξίριο που διώχνει τα φαρμάκια. Δεν θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες. Αλλά, τέλος πάντων, κατάλαβες. Είναι ζόρικο. Έτσι το φτιάχνουν από το 1600. Γι’ αυτό, απόλαυσέ το σιγά-σιγά. Πήρε χρόνο για να γίνει. Δώσε χρόνο για να γίνεις.

Πάμε προς το σπίτι. Μας περιμένει η πρώην σύζυγος. Το μπουκάλι το κρατάει ο Roberto. Τα σοκολατάκια εγώ. Τον ψήνω να πάμε στο El Hoyo. Ας πάμε πρωί. Θα είναι πιο ήσυχα. Στέκεται στο σκαλοπάτι ο Roberto, μια φορά να με κοιτάζει από ψηλά, ακουμπάει το δάχτυλό του στο πλάι του κεφαλιού μου, εκεί που δείχνουμε ότι είναι το μυαλό, και μου ψιθυρίζει: «Δεν είναι η φασαρία το πρόβλημα».

Στον γυρισμό, ζητάω από τον Roberto να μου μάθει τη φράση-συμβουλή που όλοι λένε στο Tepito: «Comer bien, coter fuerte, y enseñar los huevos a la Muerte». Την επαναλαμβάνω για να μη την ξεχάσω. Χαμογελάει ο φίλος μου. Έχει κάπως πλάκα να λες τέτοιες λέξεις σε ξένη γλώσσα. Μπορείς να πεις τα χειρότερα και να μη νιώθεις τίποτα. Ακόμη και τώρα που γράφω, δεν ξέρω αν είναι ok να πω ακριβώς τι σημαίνει. Δεν βαριέσαι. Λοιπόν, αν πας στο Tepito, να θυμάσαι: «Φάε καλά, γάμησε σκληρά και δείξε τ’ αρχίδια σου στον Θάνατο».

Βγαίνουμε από το barrio του Roberto και είναι σαν περνάς τα τείχη προς άλλη χώρα. Σε λίγο θα είμαι στο ξενοδοχείο και θα σκέφτομαι τι σημαίνουν αυτά που είδα. Και κυρίως αυτά που δεν είδα. Κάθε πρώτη του μήνα οι Tepiteños θα μαζευτούν στον αριθμό 12 της Calle Alfareria. Εκεί, θα λατρέψουν τη Santa Muerte, το Λευκό Κορίτσι, την Niña Blanca Bonita. Θα της χαρίσουν μπιχλιμπίδια, φτηνά κοσμήματα, τσιγάρα και γλυκά και θα ζητήσουν προστασία. Ως εκεί φτάνει η μεγαλοψυχία που αναζητούν. Μέχρι την ελπίδα ότι η ζωή θα νικήσει.

 
Αύριο φεύγω

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ