ΟΙ «ΡΙΖΕΣ ΑΠΟ ΣΤΑΧΤΗ» αφηγούνται στιγμές από τη σκληρή παιδική και εφηβική ηλικία ενός ανθρώπου που η ζωή του ήταν κάθε άλλο παρά βατή. Κι ενώ μπορεί πολύ εύκολα κανείς να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια απλή εξιστόρηση του παρελθόντος ενός ακόμα μυθιστορηματικού ήρωα, εδώ έχουμε μια διαφορετική περίπτωση.
Όπως εξηγεί και ο συγγραφέας Γιώργος Γεωργακόπουλος στο εισαγωγικό του κείμενο: «Ο μυθιστορηματικός τύπος δεν είναι αυτός που αρμόζει για την εξιστόρηση των εμπειριών που αποφάσισε να παρουσιάσει. Μπορεί να δημιουργήσει μια φτιασιδωμένη συγκίνηση, ενώ το ζητούμενο είναι η κατανόηση». Πράγματι, δεν θα είχε νόημα να παρουσιαστούν αλλιώς κρίσιμες εμπειρίες που, αλληλεπιδρώντας με τη σκέψη, οδηγούν στην ωρίμανση και την τελική διαμόρφωση του ανθρώπου μέσα από την πολύπλοκη διαδικασία της κατανόησης του ίδιου του εαυτού.
Στις «Ρίζες από στάχτη» προσεγγίζεται με έναν άμεσο, ειλικρινή και βαθιά προσωπικό τρόπο αυτό το τόσο περίπλοκο πράγμα που ονομάζουμε ύπαρξη.
Με background στην επιστήμη της Κοινωνιολογίας, ο Γιώργος Γεωργακόπουλος ξέρει ότι το παρελθόν χρειάζεται πολλή προσοχή στον χειρισμό του, γιατί πρόκειται για μια συνεχή ανακατασκευή που «ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου βγάλει.
Και δεν το ξέρεις γιατί συνήθως αγνοούμε ότι θα βρούμε αυτό που βάζουμε κάθε φορά (…) τη μια φορά βάζεις κάποια πράγματα, την άλλη κάποια άλλα, τα ίδια γεγονότα τα αξιολογείς με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά. Το θέμα είναι μέσα από τις συνεχείς ανακατασκευές να μη φτιάξεις στο τέλος κάτι που να μην έχει καμία σχέση με αυτό που έζησες πραγματικά, να μη φτιάξεις κάτι που να εξυπηρετεί μόνο τον ναρκισσισμό σου και τίποτα άλλο».
Στις «Ρίζες από στάχτη» προσεγγίζεται με έναν άμεσο, ειλικρινή και βαθιά προσωπικό τρόπο αυτό το τόσο περίπλοκο πράγμα που ονομάζουμε ύπαρξη. Δεν υπάρχουν έτοιμες λύσεις ή οικουμενικές απαντήσεις, ο συγγραφέας δεν φιλοδοξεί να κλείσει ανοιχτά ερωτήματα∙ ούτε οπρωταγωνιστής ήξερε τις απαντήσεις πάντα, ούτε αποφάσιζε συνειδητά, ανεξάρτητα από τους άλλους, τον τρόπο που θα αντιμετώπιζε όσα καλά ή κακά έβρισκε στον δρόμο του.
Ο χαρακτήρας του είναι παρών πάντα σε σχέση με τους ανθρώπους γύρω του, που διαγράφουν κι εκείνοι τη δική τους προσωπική διαδρομή, περισσότερο ή λιγότερο ανεξάρτητη: «Ο τίτλος του βιβλίου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι “Η σιωπή”. Ποτέ του δεν μιλούσε –ή πολύ λίγο– για τα γεγονότα της ζωής του, ψήγματα εμπειριών μόνο σε πολύ λίγους ανθρώπους, καμία περιγραφή συναισθημάτων, δεν υπήρχαν οι λέξεις για να εκφραστούν και δεν υπήρχαν και οι άνθρωποι για να ακούσουν.
Θα μπορούσε όμως να είναι και “Η ανημποριά”. Τα άτομα του κοινωνικού του περίγυρου ζούσαν μέσα σε ένα κόσμο περίκλειστο, η ζωή τα πήγαινε όπου ήθελε, χωρίς να προβάλλουν την παραμικρή αντίσταση. Όλα; Ίσως όχι».
Ζούμε σε έναν πολύπλοκο κόσμο με τον οποίο βρισκόμαστε σε συνεχή διάλογο, δεν δημιουργούμε στο κενό. Οι βιωμένες εμπειρίες του παρόντος και του παρελθόντος μαζί με τις εκάστοτε κοινωνικοϊστορικές συνιστώσες συνθέτουν τον πολυδαίδαλο πολλές φορές χάρτη της συνείδησής μας που διαμορφώνεται σταδιακά, ορίζοντας διαδρομές προς πάσα κατεύθυνση.
Ένα βιβλίο που, τελικά, προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι εσωτερικό όπου μέσα από τις αφηγήσεις ενός άλλου ανθρώπου θα δει τη δική του διαδρομή, τις δικές του εμπειρίες.