ΠΡΩΤΑ ΗΤΑΝ Η ΤΑΙΝΙΑ. Μετά έγινε μιούζικαλ και τώρα η μουσική του κυκλοφορεί σε βινύλιο.
Τα αντισυμβατικά τραγούδια των Γιάννη Νιάρρου και Αλέξανδρου Λιβιτσάνου και το λιμπρέτο των Γιάννη Οικονομίδη και Δώρη Αυγερινόπουλου από την παράσταση «Σπιρτόκουτο: The Musical», που ανέβηκε με επιτυχία τον Νοέμβριο του 2022 στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης, ηχογραφήθηκαν και κυκλοφορούν σε ένα συλλεκτικό βινύλιο από τη Veego Records.
Εννέα μουσικοί, έντεκα ερμηνευτές και πλήθος άλλων συντελεστών δημιουργούν έναν δίσκο που αποτυπώνει πλήρως το οικογενειακό μακελειό που έζησαν όσοι παρακολούθησαν την παράσταση. Η μουσική δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο ύφος, αντίθετα, τα 19 τραγούδια του άλμπουμ παίζουν με την υπερβολή και μεταπηδούν με άνεση από το ζεϊμπέκικο στην όπερα, από το ηπειρώτικο στην τραπ, από την τζαζ στην ψαλμωδία, από τη λάτιν στο μιούζικαλ, από την ντίσκο φανκ στο μπελ κάντο.
Μια ταινία σαν το «Σπιρτόκουτο», τόσο πολυεπίπεδη και περίπλοκη, δεν θα μπορούσε να γίνει ένα απλό μιούζικαλ. Ήθελε από την αρχή μια ειδική μεταχείριση.
Ο δίσκος κυκλοφορεί σε περιορισμένα αριθμημένα αντίτυπα, «κομμένος» στα χρώματα του «Σπιρτόκουτου»: μαύρο και κόκκινο. Η έκδοση περιλαμβάνει ξεχωριστές θήκες με τον εμβληματικό ανεμιστήρα και συνοδεύεται από φωτογραφίες της παράστασης.

«Ήταν ένα όνειρο να κυκλοφορήσει σε βινύλιο», αναφέρει ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος. «Όταν γράφαμε το έργο, εκεί γύρω στο 2021, το είχα αντιληφθεί και το περίμενα από το υλικό που προκύπτει. Είχα πει τότε στον Γιάννη τον Νιάρρο να τα έχουμε όλα καλά τεχνικά επειδή σίγουρα αυτό που φτιάχνουμε θα γίνει δίσκος».
«Για μένα», λέει ο Νιάρρος, «ήταν πολύ συγκινητικό, γιατί ως ηθοποιός του θεάτρου και γενικά ως άνθρωπος του θεάτρου βλέπω ότι κάτι μπορεί να αποθηκευτεί στον χρόνο και να ανέβει στο Spotify και να μπορεί να έχει πρόσβαση σ’ αυτό ο καθένας μετά από πολλά χρόνια».

— Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική του έργου;
Γ.Ν.: Νομίζω ότι το περιγράφει πολύ καλά ο τίτλος, είναι ένας πόλεμος σε τέσσερις τοίχους. Είναι και μουσικός πόλεμος, με την έννοια των ειδών. Ως ηθοποιός βρήκα μουσικά είδη που να εξυπηρετούν την κάθε σκηνή μαζί με τον Αλέξανδρο. Δεν χτίστηκε πάνω σε κανένα είδος, επειδή δεν είμαι μουσικός. Αυτό μου έδωσε και μια ελευθερία όταν έφτιαχνα τη μουσική. Ήταν πολύ ανοιχτός, ερασιτεχνικός ο καμβάς, με την καλή έννοια αυτής της λέξης, και αυτό εξυπηρετούσε το έργο όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι. Σε κάθε οικογένεια, σε κάθε κατάσταση, ακόμη και σε κάθε άνθρωπο υπάρχουν όλα τα είδη. Υπάρχει η αγριάδα, υπάρχει η αρμονία, η μελωδικότητα, οπότε, αν το δεις από αυτήν τη σκοπιά, κάθε άνθρωπος έχει πολλά διαφορετικά τραγούδια που παίζει στην καθημερινότητα. Μια ταινία σαν το «Σπιρτόκουτο», τόσο πολυεπίπεδη και περίπλοκη, δεν θα μπορούσε να γίνει ένα απλό μιούζικαλ. Ήθελε από την αρχή, για μένα, μια ειδική μεταχείριση.
Α.Λ.: Δεν αποφασίσαμε ποτέ ότι θα βάλουμε κάποια συγκεκριμένα μουσικά είδη, απλώς προέκυψε. Πρώτον, επειδή ήταν ένα οπτικό θέαμα, είπαμε να το πιάσουμε πιο παιχνιδιάρικα για να παραπλανήσουμε αυτόν που το βλέπει. Δηλαδή σκεφτόμασταν πάρα πολύ τι θα περίμενε αυτός που θα ερχόταν να το δει. Σίγουρα, επειδή είμαστε σε μια εποχή στερεοτύπων, κάποιος θα περίμενε, όπως π.χ. ο ίδιος ο Οικονομίδης, ότι θα είναι μια σκληρή ροκ όπερα, αλλά δεν θέλαμε να πάμε καθόλου προς τα εκεί, επειδή μουσικά δεν είμαστε κάτι τέτοιο. Όταν γράφαμε τα πρώτα κομμάτια, προσπαθούσαμε να κάνουμε κοντράστ με αυτά που λέει ο κάθε χαρακτήρας οπότε, π.χ., στο κομμάτι με το Κατερινάκι, που βρίζει πάρα πολύ αισχρά τη φίλη της, σκεφτόμουν την Astrud Gilberto, που είναι η πιο τρυφερή φωνή της μπόσα νόβα. Επιπλέον, ακούγαμε σχεδόν τα πάντα όταν το γράφαμε. Τζαζ, πολλή κλασική μουσική, ο Γιάννης έχει τρέλα με το τζαζ πιάνο και είναι ένας καταπληκτικός μουσικός. Στο ραδιόφωνο είχαμε βρει διάφορους λούμπεν σταθμούς με ακραίο σκυλάδικο και είχαμε φτιάξει λίστες με φοβερά σκυλάδικα, οπότε έγινε μια μελέτη και εκεί. Ό,τι υπάρχει μέσα στο έργο το ακούγαμε κιόλας. Τo ένα τροφοδοτούσε το άλλο.

— Πιστεύετε ότι πετύχατε το όραμα που είχατε για τη μουσική του έργου;
Α.Λ.: Το έργο που θα ακούσει ο κόσμος στον δίσκο έγινε με ανάποδο τρόπο. Προϋπήρχε η ταινία και εμείς φτιάξαμε τραγούδια πάνω σε αυτήν. Οπότε είναι, νομίζω, η φύση της κατασκευής του – όλα τα τραγούδια γράφτηκαν σε πιάνο, πράγμα που το κάνει να σταθεί μόνο του. Σε πολύ μεγάλο βαθμό μελοποιήσαμε τους διαλόγους, σε άλλα μέρη το ξεχειλώσαμε το θέμα. Νομίζω ότι πιάσαμε αυτό που θέλαμε 100%, και στον δίσκο και στην παράσταση. Και εμείς είμαστε ικανοποιημένοι και φυσικά είχε μεγάλη αποδοχή στο θέατρο αλλά και τώρα στις πλατφόρμες. Δεν πιστεύαμε ότι θα ισορροπεί τόσο καλά σε τόσο λεπτές γραμμές, ειδικά στην εποχή που ζούμε.
Γ.Ν.: Προσωπικά, νιώθω πάρα πολύ χαρούμενος επειδή μέσα από αυτό κατάφερα να συνεργαστώ με ανθρώπους που θαυμάζω −και εγώ ως σκηνοθέτης να δώσω χώρο σε ανθρώπους που εκτιμώ−, πρωτίστως με τον Αλέξανδρο, με τον οποίο φτιάξαμε μια σχέση μέσα στον καιρό. Αυτό είναι το ωραίο όταν φτιάχνεις μια δουλειά. Είναι μια επιτυχία. Σε καλλιτεχνικό επίπεδο, μου έδωσε πολλά εφόδια για να προσπαθήσω κάτι αντίστοιχο στο μέλλον και γενικά με χαροποίησε πολύ που το έφερα εις πέρας.