ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ, ΑΝ ΡΩΤΗΣΕΤΕ μια μητέρα ή έναν πατέρα αν έχουν κάποιο αγαπημένο παιδί, η άμεση απάντησή τους θα είναι ένα ηχηρό «Όχι! Aγαπώ τα παιδιά μου εξίσου!». Αυτό επιβεβαιώνεται και από μια πρόσφατη έρευνα σύμφωνα με την οποία μόνο ένας στους δέκα γονείς παραδέχεται ότι έχει ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα από τα παιδιά του. «Το να το παραδεχτεί αυτό ένας γονιός είναι ένα από τα μεγάλα ταμπού της γονικής μέριμνας, επειδή έρχεται σε σύγκρουση με την ιδέα της τέλειας μητέρας ή του τέλειου πατέρα που. Το θέμα δημιουργεί δυσφορία, ενοχές και φόβο κοινωνικής κρίσης, ιδίως στις μητέρες, οι οποίες τείνουν να ελέγχονται περισσότερο για τον ρόλο τους», λέει η Sara Tarrés, ψυχολόγος και συγγραφέας του βιβλίου με τον προβοκατόρικο τίτλο «Δεν συμπαθώ το παιδί μου».
Ωστόσο, όλο και περισσότερα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να ισχύει το αντίθετο. Ότι δηλαδή είναι φυσιολογικό για τους γονείς να έχουν ένα αγαπημένο παιδί. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2025 από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια, έως και το 74% των μητέρων και το 70% των πατέρων δείχνουν προτίμηση σε ένα από τα παιδιά τους. Το αποτέλεσμα μιας πρόσφατα δημοσιευμένης επιστημονικής επισκόπησης δείχνει ότι τα κορίτσια, τα μικρότερα παιδιά και τα παιδιά που είναι πιο υπεύθυνα και συγκροτημένα τείνουν να λαμβάνουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από τις μανάδες και τους πατεράδες τους.
«Νομίζω ότι οι μελέτες αυτές χρησιμεύουν για να συστηματοποιήσουν κάτι που εμείς ως ψυχολόγοι παρατηρούμε συχνά στην πρακτική μας, δηλαδή ότι κάθε παιδί ξυπνά κάτι διαφορετικό στους γονείς του, το οποίο αποδίδεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του», λέει η ψυχολόγος Raquel Huéscar. Την άποψή της συμμερίζεται και η Tarrés, η οποία θεωρεί ότι τα συναισθήματα και οι προτιμήσεις των γονέων επηρεάζουν αναπόφευκτα τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται με τους απογόνους τους. «Είναι φυσικό να συνδεόμαστε περισσότερο με ορισμένα παιδιά σε ορισμένες στιγμές, είτε αυτό οφείλεται στην ιδιοσυγκρασία τους, είτε στην προσωπικότητά τους είτε σε άλλες ειδικές περιστάσεις».
Το ευνοημένο παιδί, σύμφωνα με την ψυχολόγο, μπορεί να αντιμετωπίσει υπερβολική πίεση για να εκπληρώσει τις προσδοκίες των γονιών του ενώ το λιγότερο ευνοημένο μπορεί να αναπτύξει χαμηλή αυτοεκτίμηση, να νιώσει απόρριψη ή να επιδείξει επιθετικές συμπεριφορές καθώς αναζητά την επιβεβαίωση.
Και οι δύο ειδικοί πιστεύουν ότι, σύμφωνα με την εμπειρία τους, τα αγαπημένα παιδιά τείνουν να είναι τα παιδιά που ανταποκρίνονται στα ενήλικα κριτήρια ανατροφής, που διακρίνονται από ήρεμη, φιλική, υπεύθυνη και υπάκουη συμπεριφορά. Κατά μία έννοια, αυτού του είδους η συμπεριφορά «προσφέρει στους γονείς τους την ιδέα ότι είναι καλοί γονείς». Σε αυτό, ο Huéscar προσθέτει τη σημασία του χάσματος μεταξύ της ιδανικής εικόνας που μπορεί να έχει ένας γονιός για το παιδί του και της πραγματικότητας, αλλά και του χάσματος μεταξύ της συμπεριφοράς του παιδιού και των αναμνήσεων που έχει ένας γονέας από τη δική του παιδική ηλικία: «Μπορεί να είναι δύσκολο για τους γονείς που ήταν πολύ προσαρμοστικοί οι ίδιοι ως παιδιά να καταλάβουν γιατί το παιδί τους είναι τόσο διαφορετικό. Το να θρηνεί ένας γονιός επειδή το παιδί του δεν είναι «ιδανικό» μπορεί να κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη σύνδεση μαζί του».
Σύμφωνα με την Tarrés, η αναγνώριση μιας ιδιαίτερης αδυναμίας προς ένα συγκεκριμένο παιδί δεν σημαίνει ότι υπάρχει λιγότερη αγάπη για τα υπόλοιπα, «αλλά αυτός ο λεπτός διαχωρισμός δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει κατανοητός». Η Huéscar συμφωνεί. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την ψυχολόγο, η «ευνοιοκρατία» αυτή μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου καθώς τα ίδια τα παιδιά εξελίσσονται. Το γεγονός όμως είναι ότι η έντονη προτίμηση για ένα παιδί έναντι ενός άλλου μπορεί να έχει συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους. Το ευνοημένο παιδί, σύμφωνα με την ψυχολόγο, μπορεί να αντιμετωπίσει υπερβολική πίεση για να εκπληρώσει τις προσδοκίες των γονιών του ενώ το λιγότερο ευνοημένο μπορεί να αναπτύξει χαμηλή αυτοεκτίμηση, να νιώσει απόρριψη ή να επιδείξει επιθετικές συμπεριφορές καθώς αναζητά την επιβεβαίωση. Η ευνοιοκρατία μπορεί να οδηγήσει σε αντιπαλότητα και δυσαρέσκεια ανάμεσα στ’ αδέλφια, επηρεάζοντας τους μακροχρόνιους οικογενειακούς δεσμούς.
«Είναι θεμελιώδες να κατανοήσουμε ότι το να αγαπάμε τα παιδιά με διαφορετικούς τρόπους δεν είναι αρνητικό, αρκεί να έχουμε συνείδηση αυτών των δυναμικών και να αποφεύγουμε οι πράξεις μας να αντανακλούν μια σαφή ευνοιοκρατία», λέει η Tarrés. Κατά την άποψή της, «το κλειδί για να αποτρέψουμε αυτές τις αρνητικές αντιλήψεις βρίσκεται στο να προσπαθήσουμε να εξισορροπήσουμε τις σχέσεις μας με όλα τα παιδιά μας, αναγνωρίζοντας την ατομικότητα του καθενός και σεβόμενοι τις μοναδικές ανάγκες και τα χαρακτηριστικά τους».
Με στοιχεία από El Pais