Αντί για ένα διακοσμητικό λεύκωμα μόδας με ιλουστρασιόν εικόνες, ο μέγας μάγιστρος του ήχου σε όλα τα κορυφαία fashion shows, Michel Gaubert, παρήγαγε ένα πυκνογραμμένο χρονικό 306 σελίδων (για την ώρα μόνο στα γαλλικά) με τα greatest hits της ζωής του, που, καθώς τα αναπολεί, τα επανεκτιμά και τα «μιξάρει» με τη σοφία της εμπειρίας του. Η έκδοση παρουσιάστηκε πριν από λίγες μέρες στο 7L, το μυθικό βιβλιοπωλείο του Karl Lagerfeld στην Αριστερή Όχθη, όπου ο Gaubert υπέγραψε αφιερώσεις για φίλους όπως ο Rick Owens, η Martine Sitbon και η Carine Roitfeld.
Η ιδέα του βιβλίου προήλθε από τις εκδόσεις Fayard. Την αποδέχθηκε χωρίς να το πολυσκεφτεί, μετά αισθάνθηκε ότι δεν τον αφορά, αλλά οι φίλοι του τον παρότρυναν να το αποφασίσει, κάποιοι μάλιστα −η Jennifer Murzeau και ο Joseph Ghosn− τον βοήθησαν να το διαμορφώσει. «Αυτό το βιβλίο έμοιαζε με επίσκεψη σε ψυχολόγο. Ήθελα να μοιραστώ με τον κόσμο το πόσο περίπλοκο είναι αυτό που κάνω. Δεν βάζω απλώς έναν δίσκο να παίζει… το κουβάρι ξετυλίγεται προς τα πίσω, στον τρόπο που μεγάλωσα και έζησα», είπε στο «Another Magazine», εξηγώντας ότι στα κείμενά του αποκαλύπτει τον τρόπο που σκέφτεται, μαζί με ένα σωρό μυστικά του επαγγέλματος και άλλο τόσο ανεκδοτολογικό υλικό από την πιάτσα της μόδας.
Ο Gaubert ζούσε πάντα με τη μουσική
Από τα τέλη του ’70 κι ως το 1995, απέκτησε εμπειρία σε ένα ανεξάρτητο δισκάδικο του Σανζ Ελιζέ, το Champs Disques, ενώ παράλληλα έπαιζε μουσική σε πάρτι στο Le Palace, το στέκι που σύχναζαν τότε ο Μιγκλέρ, ο Μοντανά κι ο Kenzo. «Από τη μια ήταν το χάος, η σκοτεινιά, φίλοι που χάνονταν κάθε μέρα από AIDS. Από τη άλλη η μόδα, υπερβολική, φανταχτερή και γενναία», σχολιάζει ο συγγραφέας αυτής της ανορθόδοξης βιογραφίας που προσπαθεί «να καταγράψει την ιστορία και να φανερώσει μια στιγμή», κάτι που ο ίδιος πάντα επιδιώκει στη δουλειά του. «Δεν νοσταλγώ εκείνες τις μέρες, όσο κι αν πέρασα καλά. Χωρίς internet και κινητά, η αίσθηση του χρόνου ήταν διαφορετική, η πίεση ήταν λιγότερη», εξομολογήθηκε πρόσφατα. «Είχαμε περισσότερο χρόνο να πάμε ένα σινεμά, σε ένα κλαμπ, να διασκεδάσουμε, να αφεθούμε… τα shows ήταν λίγα, το πολύ 30, άρα η πληροφορία δεν μας έπνιγε», λέει αναφερόμενος στα τέλη των ’80s.
Στη συνεργασία του με τους designers, τα έχει δει όλα. Ο Karl μπορεί να άλλαζε τα πάντα 3-4 μέρες πριν την επίδειξη, το ίδιο και η Phoebe Philo στη Celine, που ζητούσε να δοκιμάσουν διαφορετικές παραλλαγές. Ο Raf Simons ήταν σταθερός, κι ο Ghesquière o πιο οργανωμένος.
Εκείνη την περίοδο, ο δρόμος του διασταυρώθηκε με εκείνον του Lagerfeld (φανατικού αγοραστή βινυλίων), ο οποίος του έδωσε την πρώτη του επαγγελματική ευκαιρία, το 1989. Έκτοτε δούλευαν μαζί σταθερά, με κορυφαίες στιγμές της συνεργασίας τους το ντεφιλέ στο Σινικό Τείχος (2007) και το καλοκαιρινό show για τη Chanel (2011) με ζωντανή ορχήστρα 80 ατόμων.

Μεγαλωμένος στο Bougival, κοντά στις Βερσαλλίες, με έναν πατέρα που λάτρευε τον Σερζ Γκενσμπούρ και την Billie Holiday, o Gaubert περνούσε όλα τα κυριακάτικα μεσημέρια κολλημένος στην τηλεόραση, παρακολουθώντας το «Dim, Dam, Dom», ένα πρόγραμμα που αναμείγνυε μόδα, μουσική και σινεμά, με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους καλλιτέχνες… τον William Klein, την Μπαρντό, τη Ρόμι Σνάιντερ. Είχε αδυναμία στη γαλλική ποπ, αλλά εξιταριζόταν και με πιο πειραματικά ακούσματα, όπως η ηλεκτρονική μουσική του Πιερ Ανρί στις χορογραφίες του Μορίς Μπεζάρ, στις αρχές του ’70.
Αργότερα, στα φοιτητικά του χρόνια, άκουγε Moody Blues και James Brown ή Led Zeppelin. Ως μεγάλες του επιρροές σε διαφορετικές φάσεις της καριέρας τους αναφέρει τους Daft Punk, τους Aphex Twin και τους New Order, ενώ από τις πρώτες του «επιφοιτήσεις» στη μόδα υπήρξαν ο Yamamoto (που σχεδίαζε πολλά από τα κοστούμια του David Bowie) και ο Antony Price, που έντυνε τον Bryan Ferry και τον Brian Eno.
The Man Behind The Music: Michel Gaubert for LOEWE SS18 Fashion Show
«Μου άρεσε να πηγαίνω στο Λονδίνο, για να περνάω χρόνο στα δισκάδικα, αλλά και να χαζεύω μόδα στην King’s Road και στο κατάστημα του Price», έχει δηλώσει. O Price υπήρξε ένας σχεδιαστής γνωστός περισσότερο στους μουσικόφιλους − στην 50χρονη καριέρα του παρουσίασε μόλις 6 επιδείξεις, αλλά συνέδεσε το όνομά του με τους Roxy Music ως image maker, επινοώντας, ουσιαστικά, το glam rock, ένα στυλ που αναμιγνύει το παρελθόν με το μέλλον, το αρσενικό με το θηλυκό, το πραγματικό με το κατασκευασμένο, με μπόλικη λάμψη και πολυεστερικά λαμέ. To 1998, μάλιστα, μετά τον θάνατο του Gianni Versace, θεωρείτο ο επικρατέστερος να τον διαδεχτεί…
Γοητευμένος από το πώς οι μουσικοί επικοινωνούσαν με το κοινό τους χρησιμοποιώντας τα ρούχα και το στυλ, ο Gaubert συνέδεσε άρρηκτα τους δυο κόσμους, κι άρχισε να τους ενώνει με τον τρόπο του. «Από νωρίς κατάλαβα πως ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον – η εικόνα και ο ήχος έπρεπε να είναι ένα», δήλωσε στο «WWD». «Το ντύσιμο είναι ένα φοβερό μέσο αυτoεπιβεβαίωσης και, ως ένα σημείο, χειραφέτησης», πρόσθεσε. «Το ίδιο κι η μουσική», αναφέρει στο κεφάλαιο «London Calling». Σε άλλο σημείο αναφέρει πόσο άλλαξε η δουλειά του με τον ερχομό των νομαδικών επιδείξεων και την καθιέρωση των ζωντανών ερμηνειών στη διάρκεια ενός show, αντί της μουσικής «σε κονσέρβα».
CHANEL - Paris Spring Summer 2011 - Fashion Channel
Στη συνεργασία του με τους designers, τα έχει δει όλα. Ο Karl μπορεί να άλλαζε τα πάντα 3-4 μέρες πριν την επίδειξη, το ίδιο και η Phoebe Philo στη Celine, που ζητούσε να δοκιμάσουν διαφορετικές παραλλαγές. Ο Raf Simons ήταν σταθερός, κι ο Ghesquière o πιο οργανωμένος. Στο βιβλίο εξιστορεί όλες τις προκλήσεις του επαγγέλματος που μοιάζει να τις απολαμβάνει, όπως, ας πούμε, ένα brief που του έδωσε κάποτε ο μόλις διορισθείς καλλιτεχνικός διευθυντής του Dior, Jonathan Anderson: «Μουσική με μεταβλητή γεωμετρία και συμμετρική κακοφωνία».
«Σας πιέζουν να είναι η μουσική σύγχρονη;», αναρωτήθηκε ο Derek Blasberg σε συνέντευξή του με τον Gaubert που δημοσιεύτηκε στην τετραμηνιαία έκθεση της Gagosian. «Πρέπει να αισθάνεσαι ότι ακούς κάτι τωρινό, άσχετα αν χρησιμοποιείς σύγχρονη μουσική ή παλιότερα tracks… πρέπει να σε “πιάνει”, να μην ακούγεται παλιακό. Όπως όταν ακούς ένα μουσικό κομμάτι σε ταινίες του Ταραντίνο ή στην τηλεόραση και σκέφτεσαι, θεέ μου, πόσο cool. Σκεφτείτε το τραγούδι της Kate Bush στο “Stranger Things”, ένα κομμάτι 45ετίας, που ο κόσμος κόλλησε μαζί του, ή το ντουέτο των Milli Vanilli στο ντοκιμαντέρ “The Menendez Brothers”. Η μουσική δεν παλιώνει με τον ίδιο τρόπο που γερνούν οι εικόνες».
Επόμενη «αποστολή» του Gaubert, εκτός από το cruise show της Chanel, είναι ένα coffee table book που θα συνοδεύεται από QR codes ή βινύλιο, ώστε να ακούει κανείς τη μουσική, και μια μετάφραση του βιβλίου που μόλις κυκλοφόρησε στα αγγλικά, το φθινόπωρο που μας έρχεται.
Balenciaga spring/summer 2001
Great Wall of China Fashion Show Footage