Η Μαρία Μιτζάλη, δημιουργός της οπτικοακουστικής εγκατάστασης «Η Εξιλέωση της Σκιάς» και ο Σπύρος Μοσχούτης, συνθέτης της πρωτότυπης μουσικής που τη συνοδεύει, μίλησαν στο LiFO.gr για το ενδιαφέρον πρότζεκτ που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στην ταράτσα του καφενείου «η Ωραία Ελλάς» [έως τις 16 Ιουνίου, δείτε εδώ αναλυτικές λεπτομέρειες].
Πώς προέκυψε η ιδέα της «Εξιλέωσης»; Υπήρξε κάποιο προσωπικό βίωμα που να σας έδωσε το έναυσμα;
Μαρία Μιτζάλη: Σε στιγμές μεγάλης απογοήτευσης.... Όταν νιώθω ότι κάνω κάποιο μεγάλο λάθος, ή σε στιγμές αμφιβολίας και στεναχώριας αυτό που με κάνει να νιώθω καλύτερα είναι ένα ζεστό μπάνιο - είναι τόσο απλό και τόσο ουσιαστικό. Ο χώρος του μπάνιου θεωρώ ότι είναι ο πιο σημαντικός προσωπικός χώρος μέσα στο σπίτι.
Η ιδέα, λοιπόν, της «εξιλέωσης» προέκυψε από τη μεγέθυνση αυτής της ιδιαίτερης προσωπικής στιγμής μέσα στο πλαίσιο του έργου «Εξιλέωσης της Σκιάς», μέσα από εικόνες-βίντεο και ήχους που φέρνουν σε διάλογο αυτές τις ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές με το θεατή-παρατηρητή και ανάλογα με τον τόπο παρουσίασης και με το αστικό τοπίο (μια ταράτσα στην Αθήνα) ή με πιο παραδοσιακά συνδεδεμένους με το μπάνιο και το νερό χώρους, όπως το Μπέη Χαμάμ πέρυσι στη Θεσσαλονίκη.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια γενικότερη τάση σε πολλές μορφές της σύγχρονης τέχνης της απεικόνισης του γυμνού με έναν τρόπο μη κολακευτικό, θα λέγαμε ωμό και ρεαλιστικό. Εντάσσεται η εγκατάσταση σε αυτό το πλαίσιο προσπάθειας απενοχοποίησης του;
Μ.Μ.: Η εγκατάσταση εντάσσεται στο πλαίσιο απενοχοποίησης του σώματος, αλλά η ωμότητα δεν ήταν ούτε και είναι σκοπός του έργου αυτού. «Η Εξιλέωση της Σκιάς» έχει να κάνει περισσότερο με την αποδοχή του σώματος, παρά με την επιθυμία να παρουσιάσει κάτι μη κολακευτικό ή αρνητικό, αλλά είναι και ρεαλιστική.
Θα δοκιμάζατε κάτι ανάλογο με ζωντανές «προσωπικές» σκηνές των εκτιθέμενων ατόμων, αντί με βίντεο-προβολές;
Μ.Μ.: Όχι. Δεν μου αρέσει ή, καλύτερα ειπωμένα, δεν με εκφράζει η αμεσότητα του «περφόρμανς», της ζωντανής παρουσίασης. Μου φαίνεται πιο αληθινό και πιο μαγευτικό το μέσο της εικόνας, του σινεμά, της φωτογραφίας. Διακρίνω την αληθοφάνεια πιο εύκολα μέσα από τα συναισθήματα της αποστασιοποίησης. Αντίθετα, κατά τη διάρκεια μιας ζωντανής παρουσίασης νιώθω σαν να συμβαίνει κάτι ψεύτικο μπροστά μου... Δεν είναι το μέσο μου.
Μπορεί το έργο αυτό να μην είναι «ντοκουμενταρίστικο» όμως είναι όσο πιο φυσικό γίνεται.
Με την αναφορά στην αληθοφάνεια, μου έρχεται μια σημαντική τεχνική πτυχή του έργου: Αυτή ειδικά η οπτικο-ακουστική εγκατάσταση όταν πρωτοδημιουργήθηκε, σκοπός της ήταν να είναι μια in situ εγκατάσταση και να γίνει όσο το δυνατό περισσότερο ένα με το κτίριο. Με το «mapping» που έγινε, περισσότερο στην πρώτη της παρουσίαση από τους 2monochannel στο Μπέη Χαμάμ, αλλά και με την πιο συμβατική προβολή της Αθήνας στην ταράτσα του καφενείου η Ωραία Ελλάς, θεωρώ ότι επιτεύχθηκε σε μεγάλο βαθμό ένας ιδιαίτερος σκοπός. Οι εικόνες ήταν και είναι σαν βγαίνουν από τον τοίχο αντί να προβάλλονται επάνω σε μια οποιαδήποτε επιφάνεια.
Η μουσική υπόκρουση της εγκατάστασης με ποιο κριτήριο επιλέχθηκε και συντέθηκε;
Σπύρος Μοσχούτης: Το κριτήριο στην σύνθεση της μουσικής είναι να προσδώσει ένα τελετουργικό χαρακτήρα στο έργο. Επιλέχτηκαν μουσικά όργανα με έντονο το γήινο στοιχείο (κρουστά, ιδιόφωνα, samples) και άλλα (contacs mics, synthesizers) χρησιμοποιήθηκαν με διάθεση ονειρική με σκοπό την ισορροπία μεταξύ του μεταφυσικού και του υλικού κόσμου.
σχόλια