Στο Ακόμα πιο Μακριά του Τζόναθαν Φράνζεν που μόλις κυκλοφόρησε στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου συμπεριλαμβάνεται και ένα δοκίμιο που μας αφορά. Στο κείμενο Η άσχημη Μεσόγειος ο Αμερικανός συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο παγιδεύεται μια από τις πιο σπάνιες κυπριακές λιχουδιές: τα αμπελοπούλια. Δημοσιεύουμε το δοκίμιο με την άδεια του εκδότη.
__________
Η άσχημη Μεσόγειος
Το νοτιοανατολικό άκρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αναπτύχθηκε έντονα για τον ξένο τουρισμό κατά τα τελευταία χρόνια. Μεγάλα ξενοδοχεία, με περιορισμένο αριθμό ορόφων, που ειδικεύονται σε πακέτα διακοπών για Γερμανούς και Ρώσους, έχουν θέα σε παραλίες κατειλημμένες από ξαπλώστρες και ομπρέλες στοιχημένες σε τακτικές σειρές, και το μπλε της Μεσογείου ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Μπορείτε να περάσετε μια πολύ ευχάριστη εβδομάδα εδώ, οδηγώντας σε σύγχρονους δρόμους και πίνοντας την καλή τοπική μπίρα, χωρίς να υποψιάζεστε πως η περιοχή υποθάλπει τις πιο δραστήριες αποστολές εξολόθρευσης ωδικών πουλιών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Την τελευταία μέρα του Απριλίου πήγα στον Πρωταρά, μια ευημερούσα τουριστική πόλη, για να συναντήσω τέσσερα μέλη μιας γερμανικής οργάνωσης προστασίας άγριων πτηνών, της Επιτροπής Κατά της Εξολόθρευσης των Πτηνών (Committee Against Bird Slaughter – CABS), που οργανώνει εποχικές «κατασκηνώσεις» εθελοντών σε χώρες της Μεσογείου. Επειδή η περίοδος αιχμής για την παγίδευση ωδικών πουλιών στην Κύπρο είναι το φθινόπωρο, όταν τα αποδημητικά που κατευθύνονται προς το νότο
είναι φορτωμένα με λίπος από την υπερτροφία του καλοκαιριού στο βορρά, ανησυχούσα μήπως δε βλέπαμε καθόλου δράση, όμως ο πρώτος οπωρώνας όπου βρεθήκαμε, στην άκρη ενός πολυσύχναστου δρόμου, ήταν γεμάτος με ξόβεργες: ίσιες βέργες, κάπου εβδομήντα πέντε εκατοστά μακριές, αλειμμένες με το κολλώδες κόμμι της συριακής δαμασκηνιάς και παραταγμένες έντεχνα, ώστε να δημιουργούν ελκυστικές κούρνιες, στα κλαδιά των χαμηλών δέντρων. Η ομάδα της CABS, της οποίας αρχηγός ήταν ένας κοκαλιάρης γενειοφόρος νεαρός Ιταλός ονόματι Αντρέα Ρουτιλιάνο, σκορπίστηκε ακτινωτά μες στον οπωρώνα, κατεβάζοντας τις βέργες, τρίβοντάς τες στο χώμα για να εξουδετερώσει την κόλλα, και σπάζοντάς τες στη μέση. Όλες οι βέργες είχαν πούπουλα πάνω τους. Σε μια λεμονιά βρήκαμε έναν αρσενικό κρικομυγοχάφτη κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω σαν ζωντανό φρούτο, με την ουρά και τα ποδάρια του και τις ασπρόμαυρες φτερούγες του, όλα βουτηγμένα στην κόλλα. Καθώς χτυπιόταν και μάταια γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, ο Ρουτιλιάνο το μαγνητοσκοπούσε από πολλές γωνίες κι ένας μεγαλύτερος Ιταλός εθελοντής, ο Ντίνο Μένσι, έπαιρνε στιγμιότυπα με τη φωτογραφική του μηχανή. «Οι φωτογραφίες είναι σημαντικές», έλεγε ο Άλεξ Χάιντ, ένας Γερμανός με νηφάλιο ύφος, ο οποίος είναι ο γενικός γραμματέας της οργάνωσης, «γιατί τον πόλεμο τον κερδίζεις στις εφημερίδες, όχι στο πεδίο της μάχης».
Μες στην καυτή λιακάδα, οι δύο Ιταλοί καταπιάστηκαν από κοινού να ελευθερώσουν τον κρικομυγοχάφτη, ξεκολλώντας απαλά τα πούπουλά του ένα προς ένα, ψεκάζοντας αραιωμένο σαπούνι για να μαλακώσουν το κόμμι που αντιστεκόταν, και μορφάζοντας κάθε φορά που χανόταν ένα φτεράκι. Έπειτα ο Ρουτιλιάνο έξυσε προσεκτικά το κόμμι από τα λεπτοκαμωμένα ποδαράκια του πουλιού. «Πρέπει να βγάλεις και το τελευταίο ίχνος ιξού», έλεγε. «Τον πρώτο χρόνο που το έκανα αυτό, άφησα λίγο στο πόδι ενός πουλιού και το είδα να πετάει και να ξανακολλάει. Αναγκάστηκα να σκαρφαλώσω στο δέντρο». Ο Ρουτιλιάνο έβαλε τον κρικομυγοχάφτη στα χέρια μου, εγώ τα άνοιξα κι αυτός πέταξε μακριά στον οπωρώνα, για να συνεχίσει το ταξίδι του κατά το βορρά.
Ήμασταν περικυκλωμένοι από το θόρυβο της κυκλοφορίας, από αγρούς με πεπόνια, οικιστικά συγκροτήματα, ξενοδοχειακές μονάδες. Ο Ντέιβιντ Κόνλιν, ένας μυώδης Άγγλος βετεράνος του στρατού, έριξε ένα δεμάτι αχρηστεμένες βέργες σε κάτι αγριόχορτα και είπε: «Είναι σοκαριστικό – όπου σταθείς κι όπου βρεθείς εδώ τριγύρω θα βρεις τέτοια πράγματα». Παρακολουθούσα τον Ρουτιλιάνο και τον Μένσι ανασκουμπωμένους να προσπαθούν να ελευθερώσουν ένα δεύτερο πουλί, ένα δασοφυλλοσκόπο, ένα υπέροχο πλασματάκι με κίτρινο λαιμό. Μου φαινόταν λάθος το ότι έβλεπα από τόσο μικρή απόσταση ένα είδος που κανονικά απαιτεί προσεκτική παρατήρηση με τα κιάλια για να έχεις μια εικόνα της προκοπής. Ήταν κυριολεκτικά αποκαρδιωτικό. Ήθελα να πω στο δασοφυλλοσκόπο αυτό που λένε πως είπε ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης όταν είδε ένα άγριο ζώο αιχμάλωτο: «Γιατί άφησες να σε πιάσουν;».
Καθώς φεύγαμε από τον οπωρώνα, ο Ρουτιλιάνο πρότεινε στον Χάιντ να γυρίσει ανάποδα το μπλουζάκι του με το λογότυπο της CABS, ώστε να φαινόμαστε περισσότερο σαν κανονικοί τουρίστες που κάνουν περίπατο. Στην Κύπρο επιτρέπεται να μπεις σε ιδιωτικό χώρο αν δεν είναι περιφραγμένος και κάθε είδους παγίδευση ωδικών πουλιών θεωρούνταν ποινικό αδίκημα από το 1974, όμως αυτό που κάναμε εξακολουθούσε να μου φαίνεται αυθαίρετο και ενδεχομένως επικίνδυνο. Τα μέλη της ομάδας, με τις μαύρες και άχαρες στολές τους, έμοιαζαν περισσότερο με κομάντος παρά με τουρίστες. Μια ντόπια, ίσως η ιδιοκτήτρια του οπωρώνα, παρακολουθούσε ανέκφραστη καθώς εισχωρούσαμε στα ενδότερα από ένα χωματόδρομο. Έπειτα ένας άντρας μάς προσπέρασε με ένα φορτηγό και η ομάδα, φοβούμενη ότι μπορεί να προπορεύτηκε για να κατεβάσει τις ξόβεργες, τον ακολούθησε με γοργό βήμα.
Στην πίσω αυλή του σπιτιού του, βρήκαμε δύο ζευγάρια μεταλλικούς σωλήνες στημένους παράλληλα πάνω σε καρέκλες κήπου: μια μικρής κλίμακας βιομηχανία ξόβεργας σαν αυτήν εδώ που μπορεί να παρέχει καλό εισόδημα ως επί το πλείστον στους πιο ηλικιωμένους Κυπρίους που ξέρουν την αγορά. «Τις κατασκευάζει και κρατάει λίγες και για τον εαυτό του», είπε ο Ρουτιλιάνο. Κι αυτός και οι άλλοι περιφέρονταν θρασύτατα γύρω από τα κοτέτσια και τα κλουβιά των κουνελιών, κατεβάζοντας λίγες άδειες ξόβεργες και απλώνοντάς τες πάνω στους σωλήνες. Στη συνέχεια περάσαμε μια λοφοπλαγιά και ξανακατεβήκαμε από έναν οπωρώνα που τον διέσχιζαν σωλήνες ποτίσματος κι ήταν γεμάτος παγιδευμένα πουλιά. «Questo giardino è un disastro!» («Αυτός ο κήπος είναι καταστροφή!») είπε ο Μένσι, ο οποίος μιλούσε μόνο ιταλικά.
Ένας θηλυκός μαυροσκούφης είχε την ουρά του σκισμένη σε πολλά σημεία κι είχε κολλήσει όχι μόνο με τα δύο του πόδια και τις δύο του φτερούγες, αλλά και με το ράμφος επίσης, το οποίο άνοιξε διάπλατα μόλις το ξεκόλλησε ο Ρουτιλιάνο· το καημένο άρχισε να κρώζει μετά μανίας. Όταν το πουλάκι ελευθερώθηκε εντελώς, εκείνος ψέκασε λίγο νερό στο ράμφος του και το άφησε καταγής. Αυτό, αξιοθρήνητο, έπεσε μπροστά και κατέρρευσε, ζουλώντας το κεφάλι του μες στη λάσπη. «Έχει μείνει τόσο πολύ καιρό κρεμασμένο εδώ, που οι μύες των ποδιών του είναι τσιτωμένοι», είπε. «Θα το κρατήσουμε απόψε κι αύριο μπορεί να πετάξει».
«Ακόμα και χωρίς ουρά;» είπα.
«Φυσικά». Σήκωσε στην παλάμη του το πουλάκι και το καταχώνιασε σε μια εξωτερική τσέπη του σακιδίου του.
Οι μαυροσκούφηδες είναι από τα πιο κοινά είδη φυλλοσκόπου της Ευρώπης και η παραδοσιακή εθνική λιχουδιά της Κύπρου, όπου είναι γνωστοί σαν αμπελοπούλια. Είναι ο κατεξοχήν στόχος των Κυπρίων παγιδευτών, ωστόσο και άλλα είδη παγιδεύονται τυχαία σε τρομερούς αριθμούς: σπάνιοι κολλυρίωνες, άλλοι φυλλοσκόποι, μεγάλα πουλιά όπως κούκοι και χρυσοί συκοφάγοι, ακόμα και μικρές κουκουβάγιες και γεράκια. Κολλημένοι στον ιξό στον δεύτερο οπωρώνα ήταν πέντε κρικομυγοχάφτες, ένας σπιτοσπουργίτης κι ένας μυγοχάφτης (άλλοτε πολύ διαδεδομένος, τώρα όλο και πιο σπάνιος στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ευρώπης), καθώς και τρεις ακόμα μαυροσκούφηδες. Αφού τα μέλη της ομάδας τα έστειλαν στο καλό, μετά καβγάδισαν για το πόσες μπορεί να ήταν οι ξόβεργες στο χωράφι και τελικά αποφάνθηκαν ότι ήταν πενήντα εννιά.
Λίγο πιο βαθιά στην ενδοχώρα, σ’ ένα ξερό και χορταριασμένο αλσύλλιο με θέα τη γαλάζια θάλασσα και τις χρυσές «αψίδες» ενός καινούργιου McDonald’s, βρήκαμε μια ενεργή ξόβεργα με ένα ζωντανό πουλάκι πιασμένο μέσα. Το πουλάκι ήταν ένα αηδόνι μεγάρυγχος, ένα είδος με φαιό φτέρωμα που είχα δει μόνο μία φορά ώς τότε. Ήταν βουτηγμένο στον ιξό και η μια του φτερούγα ήταν σπασμένη. «Έχει κάταγμα ανάμεσα σε δύο κόκαλα, οπότε δεν μπορεί να γιατρευτεί», είπε ο Ρουτιλιάνο, ψηλαφίζοντας την άρθρωση ανάμεσα από τα φτερά. «Δυστυχώς, πρέπει να το θανατώσουμε αυτό το πουλί».
Φαινόταν πιθανό το αηδόνι να είχε πιαστεί σε μια ξόβεργα που κάποιος παγιδευτής δεν είχε προσέξει όταν κατέβαζε τις άλλες ξόβεργες εκείνο το πρωί. Ενώ ο Χάιντ και ο Κόνλιν κουβέντιαζαν αν έπρεπε την άλλη μέρα να σηκωθούν πριν το χάραμα και να προσπαθήσουν να παρασύρουν σε «ενέδρα» τον παγιδευτή, ο Ρουτιλιάνο χάιδεψε το κεφαλάκι του αηδονιού. «Είναι τόσο όμορφο», είπε, σαν μικρό παιδί. «Δεν μπορώ να το σκοτώσω».
«Και τι να κάνουμε;» είπε ο Χάιντ.
«Ίσως να του δίναμε μια ευκαιρία να χοροπηδήσει στο χώμα κι ας πεθάνει από μόνο του».
«Δε νομίζω πως έχει πολλές πιθανότητες», είπε ο Χάιντ.
Ο Ρουτιλιάνο απίθωσε το πουλί στο χώμα και το κοίταζε που προσπαθούσε να τρέξει, πιο πολύ σαν ποντίκι παρά σαν πουλί, κάτω από έναν αγκαθωτό θάμνο. «Ίσως σε λίγες ώρες να μπορεί να περπατήσει καλύτερα», είπε, ουτοπικά.
«Θέλεις να πάρω εγώ την απόφαση;» είπε ο Χάιντ.
Ο Ρουτιλιάνο, χωρίς ν’ απαντήσει, ανηφόρισε αργά το λόφο και χάθηκε από τα μάτια μας.
«Πού πήγε το πουλί;» με ρώτησε ο Χάιντ.
Εγώ έδειξα το θάμνο. Ο Χάιντ αγκάλιασε το θάμνο με τα χέρια του, έπιασε το πουλί, το κράτησε απαλά και κοίταξε εμένα και τον Κόνλιν. «Συμφωνούμε;» είπε στα γερμανικά.
Έγνεψα καταφατικά κι εκείνος, με μια απότομη κίνηση του χεριού του, αποκεφάλισε το πουλάκι.
Ο ήλιος άπλωνε τις αχτίδες του σ’ όλο τον ουρανό, σκοτώνοντας το γαλάζιο με τη λευκότητά του. Ανιχνεύοντας το δασάκι να βρούμε ένα σημείο όπου θα στήναμε την ενέδρα, ήδη δυσκολευόμασταν να υπολογίσουμε πόσες ώρες περπατούσαμε. Κάθε φορά που βλέπαμε έναν Κύπριο σε φορτηγό ή στο χωράφι, αναγκαζόμασταν να σκύβουμε και να οπισθοχωρούμε σε βράχια και γαϊδουράγκαθα που μας τσιμπούσαν μέσα από το παντελόνι, από το φόβο μήπως κάποιος ειδοποιούσε τον ιδιοκτήτη της περιοχής με τις παγίδες. Εδώ δε διακυβευόταν τίποτα το τόσο σπουδαίο, μονάχα λίγα ωδικά πουλιά, η λοφοπλαγιά δεν ήταν ναρκοθετημένη κι όμως στην εντυπωσιακή σιγαλιά μύριζε μπαρούτι.
Το κυνήγι με ξόβεργα ήταν παράδοση στην Κύπρο και ευρέως διαδεδομένο τουλάχιστον από τον δέκατο έκτο αιώνα. Τα αποδημητικά πουλιά ήταν σημαντική εποχιακή πηγή πρωτεΐνης στην ύπαιθρο χώρα και οι γεροντότεροι Κύπριοι σήμερα θυμούνται τις μανάδες τους να τους λένε να βγουν έξω στην αυλή να πιάσουν τίποτα για το δείπνο. Σε πιο πρόσφατες δεκαετίες, τα αμπελοπούλια έγιναν δημοφιλή στους εύπορους, αστικοποιημένους Κυπρίους σαν ένα νοσταλγικό έδεσμα – μπορούσες να φέρεις δώρο σ’ ένα φίλο ένα βάζο με πουλιά τουρσί, ή μπορούσες να παραγγείλεις ένα πιάτο με τέτοια σ’ ένα εστιατόριο για κάποια ξεχωριστή περίσταση. Μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, δύο δεκαετίες αφότου στη χώρα κηρύχτηκε παράνομη κάθε μορφή παγίδευσης πουλιών, ίσαμε δέκα εκατομμύρια ωδικά πουλιά θανατώνονταν το χρόνο. Για να ικανοποιήσει τη ζήτηση από τα εστιατόρια η παγίδευση με ξόβεργες είχε αυξηθεί με ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις εγκατάστασης διχτυών και η κυπριακή κυβέρνηση, η οποία προσπαθούσε να συμμορφωθεί και να εξασφαλίσει την εισδοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σκλήρυνε τη στάση της απέναντι σε όσους έστηναν δίχτυα. Μέχρι το 2006, το ετήσιο προϊόν της λαθροθηρίας είχε πέσει στο ένα εκατομμύριο περίπου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, τώρα πια που η Κύπρος έχει στρογγυλοκαθίσει στην Ε.Ε., άρχισαν να ξανακάνουν την εμφάνισή τους σε εστιατόρια επιγραφές που διαφημίζουν παράνομα αμπελοπούλια, και ο αριθμός των περιοχών με ενεργές παγίδες ανεβαίνει. Το κυπριακό κυνηγετικό λόμπι, το οποίο εκπροσωπεί τους πενήντα χιλιάδες κυνηγούς της Δημοκρατίας, φέτος υποστηρίζει δύο προτάσεις στο κοινοβούλιο για να χαλαρώσουν οι νόμοι ενάντια στη λαθροθηρία. Η μία για να υποβιβαστεί η χρήση ξόβεργας σε πταίσμα· η άλλη για να αποποινικοποιηθεί η χρήση ηλεκτρονικών ηχογραφήσεων για την προσέλκυση πουλιών. Οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι, ενώ οι περισσότεροι Κύπριοι δεν εγκρίνουν την παγίδευση των πουλιών, οι περισσότεροι δεν το θεωρούν και σπουδαίο ζήτημα και πολλοί γεύονται ευχαρίστως τα αμπελοπούλια. Όταν το Ταμείο Θήρας της χώρας οργάνωσε επιδρομές σε εστιατόρια που σέρβιραν τα πουλιά, η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης ήταν γενικά αρνητική, με κορυφαία την εικόνα μιας εγκύου κυρίας την οποία έδειχναν να δειπνεί και να της παίρνουν το φαγητό από τα χέρια.
«Εδώ το φαγητό είναι ιερό», είπε ο Μάρτιν Χέλικαρ, ο υπεύθυνος για τις καμπάνιες του Πτηνολογικού Συνδέσμου Κύπρου, μιας τοπικής οργάνωσης πιο αντίθετης στην πρόκληση κι από την CABS. «Δεν πιστεύω πως θα καταφέρετε ποτέ να καταδικάσετε κάποιον επειδή τρώει αυτά τα πράγματα».
Με τον Χέλικαρ είχαμε φάει μία μέρα περιοδεύοντας στις περιοχές με τα δίχτυα, στο νοτιοανατολικό άκρο της χώρας. Οποιοσδήποτε μικρός ελαιώνας μπορεί να χρησιμεύσει σαν χώρος για να στηθούν δίχτυα, όμως οι πραγματικά μεγάλοι χώροι βρίσκονται σε φυτείες με ακακίες, ένα ξένο είδος που δεν υπάρχει λόγος να το ποτίζεις, αν δεν παγιδεύεις πουλιά. Τις είδαμε παντού αυτές τις φυτείες. Μακριοί διάδρομοι από φτηνή μοκέτα είναι απλωμένοι ανάμεσα στις σειρές των ακακιών· εκατοντάδες μέτρα δίχτυα σχεδόν αόρατα σαν «πάχνη» είναι δεμένα σε πασσάλους οι οποίοι κατά κανόνα είναι μπηγμένοι σε παλιά λάστιχα αυτοκινήτων παραγεμισμένα με τσιμέντο· και τη νύχτα, ακούγονται ηχογραφημένα τιτιβίσματα πουλιών, σε μεγάλη ένταση, για να παρασύρουν τα αποδημητικά να κάνουν μια στάση στις θρασεμένες ακακίες. Το πρωί με το πρώτο φως, οι λαθροθήρες ρίχνουν χούφτες πετραδάκια για να αιφνιδιάσουν τα πουλιά και να τα οδηγήσουν στα δίχτυα. (Ενδεικτικό της παγίδευσης ένας σωρός πετραδάκια παρατημένα στην άκρη του δρόμου.) Μιας και μεταξύ των λαθροθηρών επικρατεί η δεισιδαιμονία ότι αν αφήσουν τα πουλιά να φύγουν ελεύθερα καταστρέφουν μια περιοχή, κομματιάζουν τα μη εμπορεύσιμα είδη και τα ρίχνουν στο έδαφος ή τα αφήνουν να πεθάνουν στα δίχτυα. Τα εμπορεύσιμα πουλιά μπορούν να αποφέρουν μέχρι και πέντε ευρώ το κομμάτι και μια καλά οργανωμένη περιοχή μπορεί να αποφέρει χίλια ή και περισσότερα πουλιά τη μέρα.
Η χειρότερη περιοχή στην Κύπρο για τη λαθροθηρία είναι η βρετανική στρατιωτική βάση στο ακρωτήριο Πύλας. Οι Βρετανοί μπορεί να είναι ο λαός που περισσότερο αγαπάει τα πουλιά στην Ευρώπη, όμως η βάση, η οποία νοικιάζει τα εκτεταμένα πεδία βολής της σε Κύπριους αγρότες, είναι σε λεπτή θέση από διπλωματική άποψη· μετά από ένα πρόσφατο ξεκαθάρισμα από το στρατό, είκοσι δύο επιγραφές της Περιοχής Κυρίαρχων Βάσεων καταστράφηκαν από οργισμένους ντόπιους. Έξω από τη βάση, η επιβολή του νόμου παρεμποδίζεται από τη λογιστική και την πολιτική. Οι λαθροθήρες απασχολούν βιγλάτορες και νυχτοφύλακες κι έχουν μάθει να στήνουν μικρά καλύβια στα κτήματά τους, επειδή οι αξιωματούχοι του Ταμείου Θήρας είναι υποχρεωμένοι να βγάζουν ένταλμα για να ερευνήσουν κάθε «κατοικία» και στο χρόνο που απαιτείται για να γίνει αυτό οι λαθροθήρες προλαβαίνουν να κατεβάσουν τα δίχτυα τους και να κρύψουν τον ηλεκτρονικό τους εξοπλισμό. Επειδή οι ευρείας κλίμακας λαθροθήρες στις μέρες μας είναι απερίφραστα εγκληματίες, οι εντεταλμένοι του Ταμείου φοβούνται και τυχόν βίαιες επιθέσεις. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι κανείς στην Κύπρο, ούτε καν οι πολιτικοί, δεν βγαίνει μπροστά να πει ότι το να τρώει κανείς αμπελοπούλια είναι λάθος», μου είπε ο Παντελής Χατζηγέρου, διευθυντής του Ταμείου Θήρας. Πράγματι, ο κάτοχος του ρεκόρ για τα περισσότερα αμπελοπούλια που φαγώθηκαν σε ένα γεύμα (πενήντα τέσσερα) ήταν ένας λαοφιλής πολιτικός στη βόρεια Κύπρο.
«Το ιδεώδες μας θα ήταν να βρούμε μια διάσημη προσωπικότητα, που να βγει μπροστά και να πει: “Δεν τρώω αμπελοπούλια, είναι λάθος”», μου είπε η διευθύντρια του Πτηνολογικού Συνδέσμου Κύπρου Κλαίρη Παπάζογλου. «Όμως υπάρχει μια μικρή συμφωνία εδώ που λέει πως, αν κάτι κακό συμβεί, πρέπει να μείνει στο νησί, δεν μπορούμε να κάνουμε κακή εντύπωση στον έξω κόσμο».
«Προτού η Κύπρος ενωθεί με την Ε.Ε.», είπε ο Χέλικαρ, «οι παγιδευτές έλεγαν “Θα αποσυρθούμε για λίγο”. Τώρα, τα δεκαοκτάχρονα και τα δεκαεννιάχρονα βρίσκουν ένα είδος πατριωτικού παλικαρισμού στη λαθροθηρία. Είναι ένα σύμβολο αντίστασης στον Μεγάλο Αδελφό, την Ε.Ε.».
Αυτό που σ’ εμένα φαινόταν οργουελικό ήταν η εσωτερική πολιτική της Κύπρου. Έχουν περάσει δεκάξι χρόνια από τότε που η Τουρκία κατέλαβε το βόρειο τμήμα του νησιού και ο ελληνικής εθνικότητας νότος έχει απείρως προοδεύσει από τότε, όμως οι εθνικές ειδήσεις εξακολουθούν να κυριαρχούνται, επτά μέρες την εβδομάδα, από το Κυπριακό Ζήτημα. «Κάθε άλλο ζήτημα πάει κάτω από το χαλί, οτιδήποτε άλλο είναι άνευ σημασίας», μου είπε ο Κύπριος κοινωνιολόγος ανθρωπολόγος Γιάννης Παπαδάκης. «Λένε: “Πώς τολμάτε να μας σέρνετε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για κάτι τόσο βλακώδες όσο τα πουλιά; Εμείς σέρνουμε την Τουρκία στα δικαστήρια!” Ποτέ δεν υπήρξε καμία σοβαρή συζήτηση για την εισδοχή στην Ε.Ε. – ήταν απλώς το μέσο με το οποίο επρόκειτο να λύσουμε το Κυπριακό».
Το πιο ισχυρό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η κεντρική Οδηγία για τη διατήρηση της άγριας φτερωτής πανίδας, η οποία εκδόθηκε το 1979 και απαιτεί απ’ όλα τα κράτη-μέλη να προστατεύουν όλα τα είδη πουλιών και να παρέχουν και να συντηρούν ένα επαρκές φυσικό περιβάλλον γι’ αυτά. Από την προσάρτησή της στην Ε.Ε., το 2004, η Κύπρος έλαβε επανειλημμένες προειδοποιήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παράβαση της οδηγίας, όμως μέχρι στιγμής απέφυγε καταδίκες και πρόστιμα· αν οι περιβαλλοντικοί νόμοι μιας χώρας-μέλους συμφωνούν στα χαρτιά με την οδηγία, η επιτροπή διστάζει να παρεμβληθεί με επιβολή κυριαρχικού δικαιώματος.
Το κατ’ όνομα κομμουνιστικό κυβερνών κόμμα της Κύπρου αγκαλιάζει με θέρμη την ιδιωτική πρωτοβουλία για ανάπτυξη. Το Υπουργείο Τουρισμού διαλαλεί σχέδια για να χτίσει σε κατοικημένες περιοχές δεκατέσσερα νέα γήπεδα γκολφ (επί του παρόντος το νησί διαθέτει τρία), παρότι η χώρα έχει λιγοστές πηγές υδροδότησης. Όποιος διαθέτει γη με πρόσβαση στο οδικό δίκτυο μπορεί να χτίσει σ’ αυτή, με αποτέλεσμα η ύπαιθρος χώρα να είναι κυριολεκτικά κατακερματισμένη. Επισκέφτηκα στα νοτιοανατολικά τέσσερις από τις πιο σημαντικές προστατευόμενες φυσικές περιοχές, που όλες τους θεωρητικά χρήζουν ειδικής προστασίας σύμφωνα με τους κανονισμούς της Ε.Ε., και έπαθα κατάθλιψη από την κατάσταση όλων εξίσου. Η μεγάλη εποχιακή λίμνη στο Παραλίμνι, για παράδειγμα, κοντά στην οποία περιπολούσα με τους ανθρώπους της CABS, είναι ένα πολύβουο χωμάτινο βαθύπεδο που το έχουν επιτάξει για παράνομη σκοποβολή και για παράνομους αγώνες μοτοκρός, στρωμένο με κάλυκες από βλήματα και σε μεγάλη έκταση γεμάτο με μπάζα, παροπλισμένα μεγάλα μηχανήματα και οικιακά σκουπίδια.
Κι όμως, τα πουλιά εξακολουθούν να έρχονται στην Κύπρο· δεν έχουν άλλη επιλογή. Επιστρέφοντας στην πόλη προς το σούρουπο, η περίπολος της CABS σταμάτησε για να θαυμάσει μια σιταρήθρα με μαύρο λοφίο, ένα χρυσό στολιδάκι με λίγο καστανό και μαύρο, που τραγουδούσε στην κορφή ενός θάμνου. Για μια στιγμή, καθώς η υπερέντασή μας καταλάγιαζε, όλοι ήμασταν απλώς παρατηρητές πουλιών κι ο καθένας αναφωνούσε με θαυμασμό στη μητρική του γλώσσα. «A, che bello!»
«Fantastic!»
«Unglaublich schön!»
Προτού τελειώσουμε για εκείνη τη μέρα, ο Ρουτιλιάνο ήθελε να κάνει μια τελευταία στάση σ’ έναν οπωρώνα όπου τα προηγούμενα χρόνια ένας εθελοντής της CABS είχε υποστεί επίθεση και ξυλοδαρμό από παγιδευτές. Καθώς γυρίζαμε, με το νοικιασμένο αυτοκίνητο της ομάδας, σ’ ένα χωματόδρομο έξω από τον κεντρικό αυτοκινητόδρομο, ένα κόκκινο τετραθέσιο ημιφορτηγό ερχόταν από το μονοπάτι και ο οδηγός του έγνεψε γέρνοντας το κεφάλι προς το μέρος μας. Όταν το φορτηγό βγήκε στον αυτοκινητόδρομο, δύο από τους επιβάτες του πρόβαλαν στο παράθυρο για να μας δείξουν απρεπώς το μεσαίο τους δάχτυλο.
Ο Χάιντ, ο νηφάλιος Γερμανός, ήθελε να κάνουμε μεταβολή και να φύγουμε αμέσως, όμως οι άλλοι αντέδρασαν λέγοντας ότι δεν υπήρχε λόγος να σκεφτούμε ότι οι τύποι θα επέστρεφαν. Προχωρήσαμε στον οπωρώνα και βρήκαμε κρεμασμένους τέσσερις κρικομυγοχάφτες κι ένα δασοφυλλοσκόπο, τον οποίο, επειδή δεν μπορούσε να πετάξει, ο Ρουτιλιάνο μου τον έδωσε να τον βάλω στο σακίδιό μου. Αφού αποκαθηλώθηκαν όλες οι ξόβεργες, πάλι ο Χάιντ, πιο νευρικά, πρότεινε να φύγουμε. Όμως υπήρχε κι άλλο αλσύλλιο στο βάθος, το οποίο ήθελαν να εξερευνήσουν οι δύο Ιταλοί. «Δεν έχω κακό προαίσθημα», είπε ο Ρουτιλιάνο.
«Υπάρχει μια αγγλική έκφραση “Μην προκαλείς την τύχη σου”», είπε ο Κόνλιν.
Εκείνη τη στιγμή, το κόκκινο ημιφορτηγό ανέπτυξε ταχύτητα με την όπισθεν κι εξαφανίστηκε, πενήντα μέτρα στην πλαγιά μακριά μας, και σταμάτησε μπατάροντας ελαφρά. Τρεις άντρες πετάχτηκαν έξω κι άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος μας, αρπάζοντας από κάτω πέτρες σε μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ και εκσφενδονίζοντάς τες καταπάνω μας καθώς έτρεχαν. Θα έλεγα πως ήταν εύκολο να αποφύγει κανείς λίγες ιπτάμενες πέτρες, όμως δεν ήταν τόσο εύκολο, τον Κόνλιν και τον Χάιντ τους πέτυχαν. Ο Ρουτιλιάνο βιντεοσκοπούσε, ο Μένσι έβγαζε φωτογραφίες και ακούγονταν πολλές συγκεχυμένες φωνές – «Μη σταματάτε, ρίχνετε συνέχεια!», «Ειδοποιήστε την αστυνομία!», «Ποιος είναι ο αριθμός, γαμώτο;». Θυμήθηκα το φυλλοσκόπο στο σακίδιό μου και, καθώς δεν είχα καμία όρεξη να με πάρουν για μέλος της CABS, ακολούθησα τον Χάιντ στην υποχώρησή του προς την ανηφοριά. Σε μια όχι πολύ ασφαλή απόσταση, σταθήκαμε και είδαμε δύο άντρες να επιτίθενται στον Μένσι, προσπαθώντας να του αρπάξουν το σακίδιο από την πλάτη και την κάμερα από τα χέρια. Οι άντρες, που ήταν γύρω στα τριάντα και πολύ ηλιοκαμένοι, ούρλιαζαν: «Γιατί το κάνετε αυτό; Γιατί βγάζετε φωτογραφίες;». Ο Μένσι, θρηνώντας γοερά, με τους μυς του φουσκωμένους, έσφιγγε την κάμερα στο στομάχι του. Οι άντρες τον έστησαν όρθιο, τον πέταξαν χάμω κι έπεσαν πάνω του· μια ασαφής συμπλοκή ακολούθησε. Δεν μπορούσα να δω τον Ρουτιλιάνο, αργότερα όμως έμαθα ότι τον χτύπησαν στο πρόσωπο, τον κοπάνησαν στο χώμα και τον κλότσησαν στα πόδια και στα πλευρά. Τη βιντεοκάμερά του την έκαναν θρύψαλα σε μια πέτρα· την ίδια με την οποία χτύπησαν τον Μένσι στο κεφάλι. Μες στη συμπλοκή ο Κόνλιν στεκόταν με το αξιο θαύμαστο στρατιωτικό του παράστημα, κρατώντας δύο κινητά τηλέφωνα και προσπαθώντας να ειδοποιήσει την αστυνομία. Αργότερα μου είπε ότι είχε πει στους επιδρομείς ότι θα τους έσερνε σε όλα τα δικαστήρια της χώρας, έτσι και τον άγγιζαν.
Ο Χάιντ είχε συνεχίσει να οπισθοχωρεί, πράγμα που εμένα μου φάνηκε καλή ιδέα. Όταν τον είδα να κοιτάζει πίσω, να χλωμιάζει και να το βάζει στα πόδια, πανικοβλήθηκα κι εγώ.
Το να τρέχεις να γλιτώσεις από τον κίνδυνο δε μοιάζει με κανενός άλλου είδους τρέξιμο – είναι δύσκολο να κοιτάζεις πού πας και πού πατάς. Πήδηξα ένα μαντρότοιχο και χύμηξα ανάμεσα από ένα χωράφι γεμάτο βατομουριές, βρέθηκα να σκουντουφλάω σ’ ένα χαντάκι και να χτυπάω με το πιγούνι σ’ ένα συρματόπλεγμα, έτσι το αποφάσισα: Αρκετά, φτάνει ώς εδώ. Ανησυχούσα για το φυλλοσκόπο που μετέφερα. Είδα τον Χάιντ ν’ ανηφορίζει τρέχοντας μέσα από ένα μεγάλο κήπο, να μιλάει σ’ ένα μεσόκοπο άντρα κι έπειτα, με ύφος τρομαγμένο, να συνεχίζει το τρέξιμο. Πήγα στον ιδιοκτήτη του κήπου και προσπάθησα να εξηγήσω την κατάσταση, όμως εκείνος μιλούσε μόνο ελληνικά. Δείχνοντας ανήσυχος και συνάμα καχύποπτος, έφερε την κόρη του, η οποία μπόρεσε να μου πει, στα αγγλικά, πως είχα βρεθεί άθελά μου στην αυλή του διευθυντή της Greenpeace της περιοχής. Μου έδωσε νερό και δυο πιάτα με κουλουράκια και είπε την ιστορία μου στον πατέρα της, ο οποίος απάντησε οργισμένος με μία λέξη.
«Βάρβαροι!» μετέφρασε η κόρη.
Επιστρέφοντας με το νοικιασμένο αυτοκίνητο, κάτω από απειλητικά σύννεφα βροχής, ο Μένσι έπιανε τα πλευρά του απαλά και σφούγγιζε τις πληγές και τις αμυχές στα χέρια του από πάνω ώς κάτω· του είχαν κλέψει και την κάμερα και το σακίδιο. Ο Κόνλιν μου έδειξε τη σπασμένη βιντεοκάμερα και ο Ρουτιλιάνο, που είχε χάσει τα γυαλιά του και κούτσαινε πολύ, μου εξομολογήθηκε, με ωμό φανατισμό: «Ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο. Απλώς όχι τόσο άσχημο».
Μια δεύτερη ομάδα της CABS είχε καταφθάσει και γυρόφερνε βλοσυρή. Στο αυτοκίνητό τους υπήρχε μια άδεια χάρτινη συσκευασία από κρασί, μέσα στην οποία, ενόσω μας πλεύριζε ένα περιπολικό της αστυνομίας, μπόρεσα να μεταφέρω το δασοφυλλοσκόπο, που φαινόταν ζαβλακωμένος, αλλά άντεχε ακόμα. Θα ένιωθα πιο ήσυχος για τη διάσωσή του, αν δεν έβρισκα στο κινητό μου ένα καινούργιο μήνυμα από έναν Κύπριο φίλο μου, που επιβεβαίωνε το μυστικό μας ραντεβού για να φάμε αμπελοπούλια το επόμενο βράδυ. Κατάφερνα με δυσκολία να πείσω τον εαυτό μου πως μπορούσα απλώς να είμαι ένας καλός δημοσιογραφικός παρατηρητής και να μην πρέπει αναγκαστικά να φάω ο ίδιος αμπελοπούλι· όμως δεν ήταν διόλου ξεκάθαρο πώς θα μπορούσα να το αποφύγω.
Κάθε άνοιξη, κάπου πέντε δισεκατομμύρια πουλιά από την Αφρική κατακλύζουν την Ευρασία για να αναπαραχθούν και κάθε χρόνο ίσαμε ένα δισεκατομμύριο θανατώνονται σκόπιμα από τους ανθρώπους, κυρίως στη διάρκεια των αποδημητικών τους πτήσεων στη Μεσόγειο. Ενώ, με τις μηχανότρατες με τα σόναρ και τα αποτελεσματικά δίχτυα, τα νερά της αδειάζουν από ψάρια, από τους ουρανούς της εξαφανίζονται τα αποδημητικά πουλιά με την εξαιρετικά αποτελεσματική τεχνολογία ηχογράφησης κελαηδημάτων. Από τη δεκαετία του ’70, σαν συνέπεια της Οδηγίας για τη Διατήρηση των Άγριων Πτηνών και διαφόρων άλλων συμφωνιών σχετικά με την προστασία της πανίδας, η κατάσταση κάποιων από τα πιο απειλούμενα είδη πουλιών έχει κάπως βελτιωθεί. Όμως οι κυνηγοί σ’ όλη τη Μεσόγειο τώρα επωφελούνται από αυτή την οριακή βελτίωση και ξαναρχίζουν να πιέζουν. Πρόσφατα η Κύπρος πειραματίστηκε με μια ανοιξιάτικη κυνηγετική περίοδο με ορτύκια και τρυγόνια· τον Απρίλιο η Μάλτα άνοιξε τη δική της ανοιξιάτικη περίοδο· και το κοινοβούλιο της Ιταλίας, τον Μάιο, πέρασε ένα νόμο που παρατείνει εκεί τη φθινοπωρινή περίοδο. Ενώ οι Ευρωπαίοι μπορεί να θεωρούν τον εαυτό τους πρότυπο περιβαλλοντικής διαφώτισης –σίγουρα δίνουν μαθήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα για τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, λες κι έχουν αυτή την ιδιότητα–, οι πληθυσμοί πολλών γηγενών και αποδημητικών πουλιών στην Ευρώπη έχουν αρχίσει να αποδεκατίζονται ανησυχητικά τα τελευταία δέκα χρόνια. Δεν είναι ανάγκη να είσαι παρατηρητής πουλιών για να νοσταλγείς τη φωνή του κούκου, τα σκοινοπούλια που κάνουν κύκλους πάνω από τα χωράφια, το κελάηδημα των τσιφτάδων από τα τηλεγραφόξυλα. Ένας κόσμος από πετούμενα ήδη στραπατσαρισμένος από την απώλεια του φυσικού περιβάλλοντος και την εντατικοποίηση της καλλιέργειας, ωθείται στην εξόντωση από κυνηγούς και παγιδευτές. Η άνοιξη στον Παλαιό Κόσμο διατρέχει τον κίνδυνο να σιγήσει πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στον Νέο.
Η Δημοκρατία της Μάλτας, η οποία συνίσταται σε κάμποσους πυκνοκατοικημένους όγκους ασβεστόλιθου με έκταση συνολικά μικρότερη από δύο φορές της περιφέρειας της Κολούμπια, είναι ο πιο άγριος και πιο εχθρικός τόπος για τα πουλιά στην Ευρώπη. Υπάρχουν δώδεκα χιλιάδες καταγεγραμμένοι κυνηγοί (γύρω στο τρία τοις εκατό του πληθυσμού της χώρας), οι οποίοι σε μεγάλο ποσοστό θεωρούν φυσικό τους δικαίωμα να πυροβολούν οποιοδήποτε πουλί έχει την ατυχία στο αποδημητικό του ταξίδι να περνάει πάνω από τη Μάλτα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την εποχή ή την πιθανότητα το πουλί αυτό να προστατεύεται. Οι Μαλτέζοι πυροβολούν μελισσοφάγους, τσαλαπετεινούς, χρυσούς συκοφάγους, θυελλοδύτες, λελέκια, πελαργούς και ερωδιούς. Καραδοκούν έξω από την περίφραξη του διεθνούς αεροδρομίου και πυροβολούν χελιδόνια για εξάσκηση. Πυροβολούν από τις στέγες της πόλης και από τις άκρες των πολυσύχναστων δρόμων. Στήνονται σε κοντινά μεταξύ τους κοιλώματα στις απότομες βουνοπλαγιές και θερίζουν ολόκληρα κοπάδια αποδημητικά γεράκια. Πυροβολούν απειλούμενα αρπακτικά πουλιά, όπως κραυγαετούς και στεπόκιρκους, τα οποία οι κυβερνήσεις στον μακρινό Βορρά της Ευρώπης ξοδεύουν εκατομμύρια ευρώ για να προστατέψουν. Σπάνια πουλιά ταριχεύονται και προστίθεται σαν τρόπαια σε συλλογές· κοινά πουλιά εγκαταλείπονται στο χώμα ή θάβονται κάτω από πέτρες, ώστε να μην ενοχοποιούν τους σκοπευτές. Όταν οι παρατηρητές πουλιών στην Ιταλία δουν ένα αποδημητικό που του λείπει ένα κομμάτι απ’ τη φτερούγα ή από την ουρά, το αποκαλούν «μαλτέζικο πετούμενο».
Στη δεκαετία του ’90, στην πορεία για την εισδοχή της Μάλτας στην Ε.Ε., η κυβέρνηση άρχισε να θέτει σε εφαρμογή έναν ήδη υπάρχοντα νόμο ενάντια στη θανάτωση πουλιών που δε συγκαταλέγονται στα θηράματα και η Μάλτα έγινε cause célèbre, μήλο της έριδος, ανάμεσα σε απανταχού ομάδες, όπως η Βασιλική Εταιρεία Προστασίας των Πτηνών (Royal Society for the Protection of Birds – RSPB) του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία έστειλε εθελοντές για να βοηθήσουν στην επιβολή του νόμου. Αποτέλεσμα, με τα λόγια ενός Βρετανού εθελοντή στον οποίο μίλησα: «Η κατάσταση έχει ξεφύγει και από απλώς σατανική έχει γίνει αποτροπιαστική». Όμως οι Μαλτέζοι κυνηγοί, οι οποίοι διατείνονται ότι η χώρα τους είναι πάρα πολύ μικρή για να επηρεάζει σημαντικά με το κυνήγι της τους πληθυσμούς των πουλιών στην Ευρώπη, δυσφορούν τρομερά με αυτό που βλέπουν σαν μια ξένη παρέμβαση στις «παραδόσεις» τους. Η εθνική κυνηγετική οργάνωση, η Federazzjoni Kaċċaturi Nassaba Konservazzjonisti, έλεγε στο ενημερωτικό της δελτίο τον Απρίλιο του 2008, «η FKNK πιστεύει ότι το έργο της αστυνομίας έπρεπε να γίνεται μόνο από τη μαλτέζικη αστυνομία και όχι από αλαζόνες ξένους εξτρεμιστές που πιστεύουν πως η Μάλτα είναι δική τους επειδή ανήκει στην Ε.Ε.».
Όταν το 2006, η τοπική οργάνωση Προστασίας των Πτηνών (BirdLife) της Μάλτας προσέλαβε έναν Τούρκο υπήκοο, τον Τολγκά Τεμουγκέ, πρώην διευθυντή καμπάνιας της Greenpeace, για να οργανώσει μια επιθετική εκστρατεία κατά της λαθροθηρίας, οι κυνηγοί θυμήθηκαν την πολιορκία της Μάλτας από τους Τούρκους το 1565 και αντέδρασαν με εκρηκτική οργή. Ο γενικός γραμματέας της FKNK Λίνο Φαρούτζια αναθεμάτισε τον «Τούρκο» και τους «Μαλτέζους λακέδες» του κι έπειτα εξαπέλυσε μια σειρά από απειλές και επιθέσεις στην περιουσία και το προσωπικό της BirdLife. Ένα μέλος της BirdLife πυροβολήθηκε στο πρόσωπο· τρία αυτοκίνητα που ανήκαν σε εθελοντές της BirdLife πυρπολήθηκαν· και αρκετές χιλιάδες νεαρά δέντρα ξεριζώθηκαν σε μια υπό αναδάσωση περιοχή που οι κυνηγοί τα έχουν βάλει μαζί της επειδή ανταγωνίζεται το μοναδικό άλλο δάσος της ενδοχώρας, το οποίο ελέγχουν και στο οποίο σκοτώνουν τα πουλιά που κουρνιάζουν εκεί. Όπως εξηγούσε ένα από τα δημοφιλή κυνηγετικά περιοδικά τον Αύγουστο του 2008: «Υπάρχει ένα όριο μέχρι το οποίο μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα τεντώσει τους ισχυρούς ηθικούς δεσμούς και τις αξίες των μαλτέζικων οικογενειών και θα εμποδίσει το λατίνο αίμα τους να φτάσει σε σημείο βρασμού και να περιμένει πως θα παραδώσουν τη γη τους και τον πολιτισμό τους υποχωρώντας άνανδρα».
Μολαταύτα, σε αντίθεση με την Κύπρο, η μαλτέζικη κοινή γνώμη είναι δυναμικά κατά του κυνηγιού. Μαζί με τις τράπεζες, ο τουρισμός είναι η κύρια βιομηχανία της Μάλτας και οι εφημερίδες συχνά δημοσιεύουν οργισμένες επιστολές τουριστών που έχουν απειληθεί από κυνηγούς ή έχουν τύχει μάρτυρες κτηνωδίας σε πουλιά. Η ίδια η μαλτέζικη μεσαία τάξη είναι δυσαρεστημένη με το γεγονός ότι ο πολύ περιορισμένος ελεύθερος χώρος της χώρας κατακλύζεται από φιλοπόλεμους κυνηγούς που τοποθετούν πινακίδες ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ σε εδάφη του δημοσίου. Σε αντίθεση με τον Πτηνολογικό Σύνδεσμο Κύπρου, η Εταιρεία Προστασίας Πτηνών της Μάλτας έχει καταφέρει να στρατολογήσει επιφανείς πολίτες, συμπεριλαμβανομένου και του ιδιοκτήτη του ξενοδοχειακού συγκροτήματος Radisson σε μια καμπάνια στα μέσα ενημέρωσης με τίτλο «Διεκδικήστε τη ΔΙΚΗ ΣΑΣ Ύπαιθρο».
Ωστόσο η Μάλτα είναι μια χώρα δύο κομμάτων και επειδή οι εθνικές της εκλογές τυπικά αποφασίζονται από λίγες χιλιάδες ψήφους, ούτε το Εργατικό Κόμμα ούτε οι Εθνικιστές αντέχουν να αποξενωθούν από τους κυνηγούς-ψηφοφόρους τόσο ώστε να τους απομακρύνουν από τις κάλπες. Κατά συνέπεια η επιβολή των νόμων για το κυνήγι εξακολουθεί να είναι ελαστική: ελάχιστο ανθρώπινο δυναμικό απασχολείται με αυτή, πολλοί ντόπιοι αστυνομικοί είναι φιλικοί προς τους κυνηγούς και ακόμα και η σωστή αστυνομία μπορεί να δείξει αμέλεια στην αντιμετώπιση παραπόνων. Ακόμα και όταν οι παραβάτες διώκονται, τα δικαστήρια της Μάλτας έχουν δείξει απροθυμία να τους επιβάλουν οποιαδήποτε ποινή πάνω από λίγες εκατοντάδες ευρώ.
Φέτος, η εθνικιστική κυβέρνηση άνοιξε την εαρινή κυνηγετική περίοδο ορτυκιού και τρυγονιού στη χώρα, αψηφώντας ένα βούλευμα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του περασμένου φθινοπώρου. Η Οδηγία Πτηνών της Ε.Ε. επιτρέπει στα κράτη-μέλη να την εφαρμόζουν «κατά παρέκκλιση» και να επιτρέπουν τη θανάτωση μικρού αριθμού προστατευόμενων ειδών για «συνετή χρήση», όπως για να περιορίζουν τα σμήνη των πουλιών γύρω από αεροδρόμια, ή το κυνήγι για βιοποριστικούς λόγους σε παραδοσιακά αγροτικές κοινότητες. Η κυβέρνηση της Μάλτας είχε αξιώσει μια εξαίρεση για να συνεχίσει την «παράδοση» του εαρινού κυνηγιού, το οποίο η Οδηγία κανονικά απαγορεύει, και το Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η πρόταση της Μάλτας απέτυχε σε τρεις ή τέσσερις δοκιμασίες που προέβλεπε η Οδηγία: την αυστηρή επιβολή των νόμων, τον μικρό αριθμό πουλιών και την ισοτιμία με άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ωστόσο, όσον αφορά την τέταρτη δοκιμασία –κατά πόσο υπάρχει μια «εναλλακτική λύση»– η Μάλτα προσκόμισε πειστήρια, καταμετρώντας το σύνολο των θηραμάτων, ότι το φθινοπωρινό κυνήγι ορτυκιού και τρυγονιού δεν ήταν μια ικανοποιητική εναλλακτική του εαρινού. Παρότι η κυβέρνηση είχε επίγνωση ότι η καταμέτρηση των θηραμάτων ήταν αναξιόπιστη (ο ίδιος ο γενικός γραμματέας της FKNK παραδέχτηκε κάποτε δημόσια ότι η πραγματική ποσότητα των θηραμάτων μπορεί να ήταν και δέκα φορές μεγαλύτερη από τη δηλωμένη), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει μια πολιτική να εμπιστεύεται τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Η Μάλτα ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι, επειδή τα ορτύκια και τα τρυγόνια δεν είναι απειλούμενα είδη σε παγκόσμια κλίμακα (εξακολουθούν να αφθονούν στην Ασία), δεν άξιζαν απόλυτη προστασία, και οι νομικοί σύμβουλοι της επιτροπής απέτυχαν να τονίσουν ότι αυτό που μετρούσε ήταν η κατάσταση των ειδών μέσα στην Ε.Ε., όπου, πράγματι, οι πληθυσμοί τους ελαττώνονται επικίνδυνα. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο, ενώ θεσμοθετούσε ενάντια στη Μάλτα και απαγόρευε το εαρινό κυνήγι, από την άλλη δεχόταν ότι είχε περάσει σε μία από τις τέσσερις δοκιμασίες. Και η κυβέρνηση, στην πατρίδα, διακήρυξε «νίκη» και στις αρχές Απριλίου προχώρησε στην έγκριση του κυνηγιού.
Ακολούθησα τον Τολγκά Τεμουγκέ, τον τύπο με την αλογοουρά που του αρέσει να βρίζει, σε μια πρωινή περίπολο, την πρώτη μέρα της κυνηγετικής περιόδου. Δεν περιμέναμε πως θα βλέπαμε πολύ πιστολίδι, επειδή η FKNK, εξοργισμένη από τους όρους της κυβέρνησης –η σεζόν θα κρατούσε μόνο έξι μισές μέρες, αντί για τις παραδοσιακές έξι με οκτώ εβδομάδες και θα χορηγούνταν μόλις 2.500 άδειες–, είχε οργανώσει ένα μποϊκοτάζ της κυνηγετικής περιόδου, απειλώντας να «δείξει με το δάχτυλο» όποιον κυνηγό υπέβαλλε αίτηση για άδεια. «Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέτυχε», είπε ο Τεμουγκέ, καθώς περνούσαμε από τον σκοτεινό, σκονισμένο λαβύρινθο του οδικού συστήματος της Μάλτας. «Η ευρωπαϊκή κυνηγετική οργάνωση και η BirdLife International έκαναν πολλή και σκληρή δουλειά για να φτάσουν σε βιώσιμα κυνηγετικά όρια, ώσπου η Μάλτα εντάσσεται στην Ε.Ε. ως το μικρότερο κράτος-μέλος και απειλεί να γκρεμίσει όλο το οικοδόμημα της εξαιρετικής Οδηγίας για τη Διατήρηση των Άγριων Πτηνών. Η αδιαφορία της Μάλτας προς αυτή δημιουργεί κακό προηγούμενο για άλλα κράτη-μέλη, ειδικά στη Μεσόγειο, να συμπεριφερθούν με τον ίδιο τρόπο».
Όταν καθάρισε ο ουρανός, σταματήσαμε σε ένα κακοτράχαλο ασβεστολιθικό μονοπάτι, ανάμεσα σε αγρούς με ψηλά χρυσαφένια στάχια, και αφουγκραστήκαμε μήπως ακούσουμε πυροβολισμούς. Εγώ άκουγα σκυλιά να γαβγίζουν, έναν κόκορα να λαλεί, φορτηγά ν’ αλλάζουν ταχύτητες και, κάπου εκεί κοντά, ένα ηχογραφημένο κελάηδημα ορτυκιού. Άλλες έξι από τις ομάδες του Τεμουγκέ περιπολούσαν σε άλλα σημ&
σχόλια