Ο Γιάννης Δούκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Σπούδασε φιλολογία και το 2001 εξέδωσε μια συλλογή σύντομων πεζογραφημάτων με τίτλο «Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα», από τις εκδόσεις Κέδρος.
Η πρώτη ποιητική του συλλογή «Στα μέσα σύνορα» (Πόλις 2011), τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή του περιοδικού Διαβάζω.
Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί η νέα του, η δεύτερη ποιητική συλλογή «Το σύνδρομο Σταντάλ».
Προδημοσιεύουμε τρία ποιήματα από αυτή τη νέα συλλογή. Τον συναντήσαμε πριν από λίγες ημέρες για να μιλήσουμε για την ποίηση και την επιρροή της στη ζωή μας.
Ξεκίνησες να γράφεις από μικρός;
Έγραφα από μικρός αλλά δε δημοσίευα. Δημοσίευσα μια συλλογή από σύντομα πεζογραφήματα στα 20.
Κατά τα άλλα ποίηση έγραφα.
Στο σπίτι διάβαζαν;
Υπήρχαν πάντοτε βιβλία, αναφορές, στο σπίτι. Σε αυτή τη φόρμα, την έμμετρη μορφή και πιο συνειδητά άρχισα να γράφω τα τελευταία πέντε έξι χρόνια.
Γιατί σε έμμετρη μορφή;
Ηταν αυτή που έβγαινε πιο αβίαστα. Στη συνέχεια την καλλιέργησα, προσπάθησα να την καλλιεργήσω και να την αναπτύξω.Ηταν αυτή που μου έβγαινε φυσικά. Βέβαια δεν αρκούσε αυτό, -η ευκολία,- έπρεπε να καλλιεργηθεί, να δουλευτεί περισσότερο.
Αυτή είναι η δεύτερη ποιητική σου συλλογή. Η εμπειρία σου από την πρώτη;
Ηταν πολύ πιο συνειδητή από την εμπειρία των πεζογραφημάτων, που ήταν σε άλλη ηλικία. Πέρασα καλά γράφοντας τα ποιήματα, ένοιωσα και μια ανταπόκριση γιατί αυτό το πράγμα είναι και διαλεκτικό, δεν αρκεί η πετριά ενός ανθρώπου «Α! θέλω να εκφράσω κάτι και να το βγάλω στον κόσμο».
Επειδή ακριβώς ο αναγνώστης είναι ο στόχος η κάθε μικρή ανταπόκριση που υπάρχει γεννάει μια συζήτηση και βλέπεις και το δικό σου κείμενο με άλλα μάτια και με άλλη ευχαρίστηση.
Αυτή την εποχή με τι ασχολείσαι;
Αυτή την εποχή κάνω διδακτορικό στο υπό αναστολή λειτουργίας πανεπιστήμιο. Μου γεννά μεγάλη ανησυχία και δεν ξέρω πραγματικά τι θα γίνει. Είμαστε στα δυο άκρα: Η έχουμε ένα δημόσιο, το οποίο δεν αξιολογείται καθόλου, ή ένα δημόσιο που καρατομείται και σφάζεται με τον τρόπο που έγινε και στην ΕΡΤ.
Σκέφτηκες να φύγεις έξω και να συνεχίσεις εκεί;
Η σκέψη υπάρχει αλλά δεν είναι και απαραίτητα ευχάριστο. Την Αθήνα την αγαπάω, είναι η πόλη μου , με τρέφει τρώγοντάς με, αλλά με τρέφει. Ειδικά σε αυτό το βιβλίο, η Αθήνα είναι η έμπνευσή μου. Και μόνο ότι περπατάω σε αυτούς τους δρόμους, είναι το έναυσμα.
Από την άλλη, υπάρχει η συνείδηση, ότι και έξω -μιλώντας για την Ευρώπη, για τον δυτικό κόσμο-, τα πράγματα δεν είναι ανθηρά, η κρίση έχει χτυπήσει και στο νότο και στο βορρά.
Υπάρχει η σκέψη του έξω υπό την έννοια του διαλόγου. Των άλλων αναφορών, του διαλόγου με άλλες τάσεις και τι συμβαίνει γύρω μας. Δε μπορούμε να μένουμε περίκλειστοι στο τι συμβαίνει εδώ .
Τι λες ότι είσαι;
Λέω ότι σπούδασα φιλόλογος. Το ποιητής, προτιμώ να είναι μια ιδιότητα που μου αποδίδεται από άλλους. Γράφω ποιήματα.
Τα θέματα τα οποία κυρίως σε απασχολούν σε αυτό το δεύτερο βιβλίο;
Αναγκαστικά, σε αυτό που γράφω, βγαίνει αυτό που είμαι. Οι θεματικοί άξονες είναι αυτοί που θα με απασχολούσαν ακόμα και αν δεν είχα καμιά ανάγκη έκφρασης.
Δηλαδή, είναι το τι συμβαίνει γύρω, το πως τοποθετούμαι εγώ απέναντι σε αυτό που συμβαίνει γύρω, όχι απαραίτητα με μια σαφή θέση ή με μια σιγουριά και με μια έμπρακτη δράση.
Το βασικό μου αίσθημα το τελευταίο διάστημα, με αυτά που συμβαίνουν και με τη Χρυσσή Αυγή είναι το μούδιασμα, η αμηχανία, η αίσθηση ότι έχουμε έναν κόσμο τον οποίο μπορούμε να τον αντιληφθούμε αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι χειροπιαστά. Αυτό το γύρω - γύρω είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Από κει και πέρα υπάρχουν τα πράγματα που αγαπώ, οι άνθρωποι της δουλειάς μου, οι φίλοι μου, αυτά που ακούω από αυτούς, η τέχνη στις διάφορες εκφάνσεις της.
Γιατί αναφέρεσαι τόσο συστηματικά στο δημόσιο χώρο;
Γιατί πιστεύω ότι αυτός θάπρεπε να είναι ο προνομιακός χώρος της τέχνης γενικώς. Μπορώ να δεχτώ ότι ο καθένας έχει τη δική του θερμοκρασία και το ιδιωτικό είναι μεγάλη ιστορία και μεγάλο πεδίο, όπως και το πως το χρησιμοποιεί ο καθένας. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που με τον ιδιωτικό τους χώρο και τους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους έκαναν τεράστια πράγματα και μίλησαν για την ανθρώπινη εμπειρία ανυπέρβλητα.
Για μένα χώρος της τέχνης πρέπει να είναι ο δημόσιος. Δε θα απευθυνθεί σε όλους, δε θα εκφράσει τους πάντες, αλλά αυτός πρέπει να είναι ο στόχος Είναι πολύ ευρύς.
Και στον συναισθηματικό κόσμο υπάρχει μια οικουμενικότητα, όλοι μπορεί να συμπάσχουν, όλοι νοιώθουμε τα ίδια πάνω κάτω με διαφορετικό τρόπο, αλλά το δημόσιο είναι πιο ευρύ, πιο δυσερμήνευτο, πιο εξελισσόμενο με μεγαλύτερη αβεβαιότητα , με μεταπτώσεις φοβερές, οπότε, αναγκαστικά όταν το παρακολουθώ δε μπορώ παρά να ασχοληθώ μαζί του.
Ασχολείσαι με τα κοινά;
Πολύ λιγότερο από όσο θάθελα. Αυτό που λέω πάντα είναι ότι η γενιά μου αλλά και οι προηγούμενες έχουν μια πολύ διαφορετική αίσθηση της συλλογικότητας από ότι οι πολύ προηγούμενες. Στη δική μου γενιά υπάρχει η αίσθηση ότι ο καθένας κοιτάει περισσότερο τον εαυτό του. Είναι μια πίκρα αυτή η διαπίστωση.
Έχει να κάνει και με το πως έχετε μεγαλώσει;
Ναι. Ένα από τα μεγαλύτερα ψέμματα που κυκλοφορούν αυτή την περίοδο, είναι η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς. Ποια ηγεμονία της αριστεράς; Το λάιφστάιλ ήταν η μόνη ηγεμονία. Αυτό μας έθρεψε. Μας έθρεψε επίσης μια εποχή που τα είχαμε όλα έτοιμα , εύκολα. Ενδεχομένως υπήρχαν παιδιά που στερούνταν πράγματα, αλλά με όρους μεσαίας τάξης, δε στερηθήκαμε τίποτα, δε μας έλειπε τίποτα. Αυτό ίσως ήταν η μεγαλύτερη τροχοπέδη για να αναπτύξουμε άλλα ένστικτα, άλλα αντανακλαστικά, να κινητοποιηθούμε περισσότερο. Από κει και πέρα ναι προσπαθώ να ασχολούμαι με τα κοινά.
Σαν γενιά πως κρίνεις τη δύναμη που ανέπτυξε η Χρυσή Αυγή;
Αυτή τη στιγμή είμαστε όλοι αντιφασίστες και όλοι προσπαθούν να πουν «εγώ το είπα πρώτος». Η πρώτη μου εμπειρία από τη χρυσή αυγή ήταν το 98, γιατί με το που μπήκα στη φιλοσοφική είχε γίνει μόλις η υπόθεση Κουσουρή που είχε ξυλοκοπηθεί και παραλίγο να πεθάνει από τον Περίανδρο.
Ήταν ένα μόρφωμα τότε με λίγες χιλιάδες ψήφους, ένα τίποτα και δραστηριοποιούνταν σε συγκεκριμένες περιοχές. Προσπαθώ να καταλάβω πως ξεκίνησε όλο αυτό. Ισως είναι η αίσθηση του ανήκειν, η ομοκοινωνικότητα, το ότι έρχομαι από ένα προβληματικό σπίτι, ή ότι σε μια τέτοια ομάδα ανήκω ευκολότερα. Και αυτό το κομμάτι , το κοινωνικό, είναι μεν φυσιολογικό και ανθρώπινο αλλά όχι όταν έρχεται από μια νοσηρή βάση ή έρχεται να εκφράσει μια τερατώδη ιδεολογία ή ότι πιο σκοτεινό υπάρχει μέσα μας.
Από αυτή την κατάσταση θα προκύψει ένας νέος διάλογος;
Για μένα ό,τι καινούργιο προκύψει, θα βγει μέσα από μια σύνθεση ενός διαλόγου και ο διάλογος προϋποθέτει να συγκεντρωθείς στην απόκλιση που έχει ο άλλος από σένα και όχι στο ότι "είμαστε όλοι χαρούμενοι, καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι, τρώμε από το ίδιο πιάτο και λέμε: τι ωραία συμφωνούμε μεταξύ μας».
Αυτό θα ήταν και τρομερά πληκτικό. Κυρίως χαίρομαι τις κουβέντες που με κάνουν να σκεφτώ να επιχειρηματολογήσω στον άλλο ή να αφεθώ να πειστώ αν κάτι δεν το έχω σκεφτεί αρκετά.
Υπάρχει δημιουργική κίνηση στη γενιά σας;
Ναι, υπάρχουν πολλές φωνές που έχουν καταγραφεί και νομίζω είμαστε σε ένα διάλογο. Δε σημαίνει ότι η έννοια της γενιάς είναι αυτοσκοπός, γιατί διαλέγεσαι και κάθετα και οριζόντια, αλλά εμένα ο διάλογος με τους συνομήλικους είναι πιο πλήρης, γιατί έχεις τις περίπου ίδιες αναφορές, το ίδιο βλέμμα στον κόσμο.
Υπάρχουν βιβλία που ξεχωρίζεις και σε επηρέασαν με κάποιο τρόπο;
Θα ξεκινήσω με μια μεγάλη δόση κοινοτοπίας. Όταν πρωτοδιάβασα Σολωμό και Σεφέρη, βρήκα εκεί, μια μεγάλη δόση θερμοκρασίας που με μάγεψε, με κατέκτησε απόλυτα. Γυρίζω και ξαναγυρίζω σε αυτά τα βιβλία από τα σχολικά μου χρόνια. Επίσης υπάρχουν μυθιστορήματα που όταν τα διάβασα αισθάνθηκα να μου αποκαλύπτονται κόσμοι. Θα πω το στερεότυπο:«άλλο άνθρωπο με παραλαμβάνουν και άλλο με παραδίδουν στο τέλος».
Κάποια από αυτά τα βιβλία είναι η «Αισθηματική αγωγή»του Φλομπέρ, η «Τύφλωση» του Κανέτι, "Η κυρία Ντάλογουέι" της Βιρτζίνια Γουλφ, το «Μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» του Καλβίνο, το «Σταυροφορία χωρίς σταυρό» του Κέσλερ. Αυτά ενδεικτικά είναι τα αγαπημένα μου μυθιστορήματα, για εντελώς διαφορετικούς λόγους, που τα προσέγγισα σε εντελώς διαφορετικές ηλικίες.
Τρια ποιήματα από την ποιητική συλλογή "Το Σύνδρομο Σταντάλ"
Ο ΔΕΙΚΤΗΣ
Αν κάποτε σε χάλκινο κεφάλι
για μια στιγμή σταθεί το περιστέρι,
καθώς σπυρί στο ράμφος μεταφέρει,
κι αν έπειτα ευθύς πετάξει πάλι,
τότε κι αυτός, που έψαχνε στα ίχνη
του χρόνου την αλήθεια να προφέρει,
σαν θα κοιτά το άγαλμα, θα ξέρει
του έφιππου το δάχτυλο πως δείχνει
τη δίδυμη φωνή της Επτανήσου
σ' ένα φλιτζάνι εσπρέσο ν' ανασαίνει
με μοίρα της κοινή και πεπρωμένη
το «ζήσε, σαν να γράφεσαι, και σβήσου»
που πάει να πει, Μεγάλη Θυγατέρα,
να ζεις με το 'να πόδι στον αέρα.
ΟΧΙ, ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ
Ομίχλη πρωινή του δακρυγόνου
αχνίζει· κι είναι μέσα της γερμένος,
ύπνος βαθύς, ύπνος μαρμαρωμένος·
μακριά, το ποδοβόλημα του χρόνου.
Την άργιλο, τα τύμπανα φοβάμαι.
Τριγύρω μου διαβάτες δολοφόνοι,
ο κόνδορας τον τίγρη ανταμώνει,
κλειστή στροφή και στη γωνία θα 'μαι,
γύφτος; Ή βασιλιάς και στρατιώτης;
Αρχειοθέτης μόνο· τα βραβεία,
σαν λείψανα, φορούν τα προσωπεία
της εποχής, πώς όμως τον θυμό της,
τα σωθικά της μάτια ν' αποδώσουν;
Μουσώνες την Αθήνα θα σαρώσουν.
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
...γιατί τ' αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Μετά δε ταύτα σβήσαμε τα φώτα,
έγειρες πάνω μου απαλά και είπες:
«Θα ζήσουμε μπαλώνοντας τις τρύπες
της ιστορίας· τίποτα όπως πρώτα
δεν θα μπορέσει πια να ξαναγίνει».
Τουλάχιστον, εκείνο τ' «όπως πρώτα»,
καθώς το καταργούν τα γεγονότα,
κι εμείς να τ' αρνηθούμε. Τι θα μείνει
σ' αυτήν τη γη, σε χρόνο ενεστώτα
απ' όλο το αναμάσημα που λίγη
ανάσα έχει ακόμη και μας πνίγει,
την ώρα που του στρέφουμε τα νώτα;
Στεφάνους καταθέτουμε και κλαίμε,
μα είμαστε ό,τι θάβουμε, ό,τι καίμε.
*****