Η δεκαετία του '80 –αν και μόλις 30 έτη πίσω–, λες και έχει μεταλλαχθεί σε μια ολόκληρη ιδέα, μοιάζει να είναι πλέον κάτι πολύ περισσότερο από χρονολογία. Κουβαλά ένα τέτοιο βάρος από αφορισμούς και συναισθηματολογίες που είναι σαν να έχουν ειπωθεί τα πάντα ή και ελάχιστα. Αλλά είναι άλλο να τη ζεις σαν παιδί, άλλο σαν έφηβος, άλλο σαν ενήλικας. Θραύσματα μνήμης συλλέγουμε όλοι και τα χρωματίζουμε αναλόγως.
Το 1989 ήμουν δέκα ετών, οπότε δικαιωματικά της οφείλω όλη μου την παιδική ηλικία, μετρώντας έκτοτε παράλληλα δεκαετίες και ηλικίες.
Ήταν ίσως μια εποχή στην Ελλάδα που για πρώτη φορά το πολιτικό μπλεκόταν τόσο με το προσωπικό και ο εκδημοκρατισμός των μέσων έμοιαζε να τους βάζει όλους στο παιχνίδι, μέτοχους και όχι παρατηρητές των τεκταινομένων. Μια μετάβαση που άφησε έκδηλα τα χνάρια της σε ό,τι ζούμε σήμερα. Κι εμείς τα παιδιά που έτσι κι αλλιώς απλώς παρατηρούσαμε, ερήμην όλων, μεταφράζαμε τις αντιφάσεις της εποχής.
Μια άλλη πολιτικοποίηση αναδύεται, με δύο μόνο πόλους που αλληλοσπαράσσονται αλλά και με μια πιο χαρωπή σημειολογία.
Ήταν σαφές ακόμα και για μας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο Κουτσόγιωργας και το βρώμικο '89 δεν ήταν παρά μια εικόνα: τα Πάμπερς ξέχειλα από πεντοχίλιαρα –ενδεικτική του μωροφιλόδοξου πληθωρισμού της εποχής.
Μεγάλωνα σ' ένα σπίτι στην επαρχία, όχι και τόσο απομονωμένο όσο θα απαιτούσε η φαντασία μου, αλλά σ' ένα σπίτι όπου οι ειδήσεις έφταναν, εφημερίδες όλων των αποχρώσεων έμπαιναν και η τηλεόραση δεν συντονιζόταν μόνο στα παιδικά αλλά και απαραιτήτως στα βαρετά «νέα», από τα δύο μοναδικά κρατικά κανάλια.
Ωστόσο τα μεγάλα γεγονότα έφταναν φιλτραρισμένα από τα ΜΜΕ, την απόσταση, τις συζητήσεις των μεγάλων και γινόντουσαν μπροστά στα μάτια μου ένας πολύχρωμος χαρτοπόλεμος.
«Θα γίνει πόλεμος» –οι σιγανές φοβισμένες φωνές των μεγάλων και για πρώτη φορά μια αίσθηση απειλής να αιωρείται, προερχόμενη από κάπου μακριά. Η κρίση του «Σισμίκ» το '87 με την Τουρκία ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκινημένος στο βήμα της Βουλής και τα σούπερ μάρκετ που άδειαζαν.
Το Μουντιάλ του Μεξικού το '86 ήταν τα αυτοκόλλητα με σημαίες που συλλέγαμε και μια παρόμοια βουή απ' όλες τις οθόνες της γειτονιάς. Το «Χέρι του θεού» ήταν εκεί, εμείς ήμασταν εκεί αλλά χάσαμε την απευθείας μετάδοση. Θα το δούμε πολύ αργότερα.
Πανηγυρισμοί για το Ευρωμπάσκετ του '87. Καταλάβαινες ότι εδώ πρόκειται για στιγμές αγωνίας και μετά την ανακουφιστική κραυγή όλοι ξεχύνονται ουρλιάζοντας στα μπαλκόνια.
Το Προ-πο στις δόξες του, δελτία μουντζουρωμένα παντού, η Κυριακή με ένα ραδιόφωνο στο αυτί, σ' ένα σπίτι όπου τα αθλητικά και τα βιβλία τα έφερνε η μαμά, τα πολιτικά και τις εφημερίδες ο μπαμπάς.
Οι μουσικές ερχόντουσαν απρόσκλητες κι από τους δύο και στρογγυλοκάθονταν στο σαλόνι:
«Πού' ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια» του Κουγιουμτζή –να επαναλαμβάνεται ανά δεκαετία το αναπόφευκτο πισωγύρισμα και τα παιχνίδια που παίζουν χρόνος και αγάπη απ' το '60 και δώθε.
«Κάθε πρωί που κίναγα να πάω στη δουλειά», η «Τζαμάικα» του Λοϊζου, με Γαλάνη και Αλεξίου, από τη φουρνιά των '70ς. Όταν το πρωτοάκουσα δεν πήγαινα καν σχολείο.
«Μες στη βόλτα αυτού του κόσμου που μας ξέρει» –το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου, σε σπάνια για τραγούδι ταύτιση χρόνου και χώρου.
«Είμαστε πια πρωταθλητές, έρχονται άλλες εποχές» και στην Ευρώπη –τραγουδούσε ο Πορτοκάλογλου. Τι κι αν σνομπάραμε την ΕΟΚ. Τα συλλογικά κόμπλεξ έβρισκαν μια καινούρια δίοδο για να εκφραστούν.
Όλα ήταν ένα παράταιρο συνονθύλευμα από ονόματα, αντικείμενα, πρόσωπα, γεγονότα, μελωδίες που πάνω του στερεώνεται αυτό που είσαι σήμερα αλλά με τρόπο και αναλογίες που δε θα μάθεις ποτέ.
Ο «Τελευταίος πειρασμός» κατά Σκορτσέζε το '88: η θύελλα έφτασε μέχρι εδώ, μαζί και η γεύση του απαγορευμένου:
-«Βλασφημία. Αυτή η ταινία προσβάλλει τη θρησκεία μας».
Η «Ελένη» του Γκατζογιάννη σε βιντεοταινία ερχόταν ίσα ίσα για να υποψιάσει για εκατέρωθεν καλά κρυμμένους σκελετούς.
Το AIDS, ένας άγνωστος και ακατανόητος κίνδυνος, η λέξη και μόνο σε φόβιζε.
Ο απόηχος του Τσερνόμπιλ ήταν τα εβαπορέ γάλατα προ και μετά ατυχήματος. Χρόνια μετά σαν παλιρροιακό κύμα θα με χτυπήσει αναδρομικά και η φρίκη.
Όπως το Χέρι του Μαραντόνα, έτσι ούτε και το ιστορικό νεύμα στα σκαλιά του αεροπλάνου στην επιστροφή από το Χέρφιλντ θυμάμαι. Μόνο μια κουβέντα να αιωρείται:
-«Ο Παπανδρέου με αυτή τη γκόμενα που σέρνει μαζί του μας ρεζιλεύει διεθνώς».
Οι εκλογές μια γιορτή κι ένα πάθος που αργότερα θα το δεις να ξεφτίζει. Σημαίες που κουνιόντουσαν με μανία, σε σήκωναν ψηλά για να δεις καλύτερα, συμμετείχες κι εσύ στο ξεφάντωμα.
Όλα ήταν ένα μπέρδεμα που δεν απασχολούσε και κανέναν να ξεδιαλύνει.
-«Madonna θα πει Παναγία» τόλμησα μια μέρα να ψελλίσω στο σχολείο.
-«Αποκλείεται. Λες βλακείες», με πήραν στο ψιλό.
Κι ακόμα δεν είχε δει κανείς μας το video-clip του Like a Prayer.
Οι αλλαγές συντελούνταν μπροστά στα μάτια μας αλλά και υπόγεια.
Όταν μια μονοπωλιακή –κατ' όνομα μόνο– αστική τάξη έδινε τη θέση της σε μια θριαμβικά επελαύνουσα μεσαία τάξη δεν ήμασταν σε θέση να αντιληφθούμε τη διαφορά. Γεννηθήκαμε μέσα στην «Αλλαγή». Βρεθήκαμε επί σκηνής όταν πια τα σκήπτρα είχαν παραδοθεί.
Για το φαγοπότι σπάνια άκουγες αντίρρηση:
-«Επιταγές χωρίς αντίκρισμα μοιράζει».
-«Όλα τα κράτη χρωστάνε, δεν είμαστε μόνο εμείς, μην ανησυχείς», κρυφάκουγα.
Καμία ιδέα για το πανηγύρι, τα κούφια λόγια. Το «Τσοβόλα δώσ' τα όλα» ηχούσε σαν ποδοσφαιρικό σύνθημα μέσα στην αφέλειά του –πολύ λιγότερο κακόσημο ενώ σήμερα έως και καταστροφικό.
Η πτώση του Τείχους φτάνει στ' αυτιά μου συγκεχυμένα. Κανείς μεγάλος δεν είναι σε θέση να μου εξηγήσει τι σηματοδοτεί. Μήπως ήξεραν και οι ίδιοι; Έβλεπα τους ανθρώπους που σκαρφάλωναν και έσπαγαν με κασμάδες τις πέτρες γεμάτοι ευφορία και απορούσα.
Πολύ αργότερα στίχοι από ένα ποίημα του Durs Grünbein (μετ. Γιώργου Λίλλη) για εκείνη τη μέρα θα αποδώσουν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, για κάθε δεκαετία που παρέρχεται:
Τούτο το πρωί τελείωσε η δεκαετία του ΄80
με αυτά τα υπολείμματα της
δεκαετίας του ΄70 που έμοιαζαν
όπως της δεκαετίας του ΄60: άγρια και νηφάλια.
Μια παρέλαση από βιβλία συνοψίζει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Πολλά ήσσονος σημασίας σε σχέση με το βαρύ πυροβολικό των ΄80ς αλλά είναι αυτά που με συντυχαίνουν. Τα εμβληματικά για μια δεκαετία δεν είναι απαραίτητα και τα δικά σου εμβληματικά. Αυτά τα υπαγορεύει η τύχη και μπορεί από λεπτομέρειες να παίρνουν κεφάλι.
«Ο ωραίος λοχαγός» του Κουμανταρέα με εισάγει στην über alles τρυφερότητα. «Η αντιπαροχή» της Ζωρζ Σαρρή –μια άγνωστη λέξη. Οι «Νικητές» –που δεν ξεχωρίζουν από τους ηττημένους τώρα πια– και το «Παραράδιασμα», για κάποια παιδιά που δεν θα ήθελαν να ξέρουν αλλά έμαθαν από πρώτο χέρι τι θα πει η λέξη άθυρμα. Και οι κλασικές εποποιίες «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» και «Στα μυστικά του Βάλτου» αναψηλαφούν ποικιλοτρόπως τα περασμένα.
Οι «Εικόνες» και ο «Ταχυδρόμος» στις δόξες τους, σε πρώιμες ιλουστρασιόν ονειρώξεις από συμπλέγματα πολιτικής και λάιφ στάιλ, προτού ξεπέσουν σε ένθετα πολιτιστικά άλλοθι και συγχωροχάρτια για εφημερίδες. Κι εμείς εισπράτταμε απλώς την ηχώ από τα υπόκωφα κύματα που έσκαγαν δίπλα μας κοιτώντας με περιέργεια τα έξω καρδιά και του κεφιού εξώφυλλα.
Αλλά και μια αναπηρία δεν μπορεί να μη μας έμεινε. Όταν μαθαίνεις την αλφαβήτα στο ρυθμό του μονοτονικού και παρά τρίχα σου στερούν δασείες και περισπωμένες κάτι πρέπει να χάνεις. Όταν όλα ακολουθούν φθίνουσα πορεία, δεν έχεις μέτρο σύγκρισης με το πριν και φθάνεις ξαφνικά να σου τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια δεν μπορεί παρά να μετεωρίζεσαι στο κενό.
Η ιστορία προς το παρόν χάιδευε μεγάλους και παιδιά. Οι συνέπειες αόρατες ακόμα. Όλα αυτά θα μπουν σε κουτάκια πολύ αργότερα και θα βρουν τις σωστές ή τις λάθος –αναλόγως την οπτική– διαστάσεις. Το παιδικό μάτι μεγέθυνε ή σμίκρυνε κατά βούληση. Τότε όμως ζούσες στον θαυμάσιο μικρόκοσμο της παιδικής ηλικίας, που ήταν λες από γρανίτη, και κάποια ανεπαίσθητα χτυπήματα που έφταναν ως σ' αυτόν είχαν βαρύνουσα σημασία μόνο για τους άλλους.
Οι θαυμαστές περιπέτειες του Νιλς Χόλγκερσον είχαν πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τις περιπέτειες του Ανδρέα στο Ειδικό Δικαστήριο. Τι κι αν τα Γιαπωνέζικα παραμύθια ωχριούσαν μπροστά στα λαϊκά παραμύθια που σερβιριζόντουσαν τότε. Η Αρκαδία της παιδικής σειράς έμοιαζε πιο πιστευτή για μας απ' ότι για τους γύρω η μεταπολιτευτική γη της Επαγγελίας. Και η φανταστική Φρουτοπία αντικαθιστούσε επάξια τις διάφορες Ουτοπίες. Μόνο που αυτή δεν κινδύνευε από καμία απομάγευση...
σχόλια