Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου θυμίζουν ασφαλώς την κατάσταση της χώρας μας. «Η νεοφιλελεύθερη πολιτική του Κάρλος Μένεμ είχε εγκλωβίσει τη χώρα σε έναν θανατηφόρο μηχανισμό, μια ωρολογιακή βόμβα: αύξηση του χρέους, μείωση των δημόσιων δαπανών, ευέλικτο ωράριο εργασίας, απολύσεις, ύφεση. Μαζική ανεργία, υποαπασχόληση, μέχρι το μπλοκάρισμα των τραπεζικών καταθέσεων και τον περιορισμό εβδομαδιαίων αναλήψεων σε μερικές εκατοντάδες πέσος. Το χρήμα έκανε φτερά, οι τράπεζες έκλειναν η μία μετά την άλλη. Διαφθορά, σκάνδαλα, πελατειακές σχέσεις, ιδιωτικοποιήσεις, διαρθρωτικές προσαρμογές, ανάθεση κεφαλαίων σε τρίτους, ο ίδιος ο Μένεμ, οι διάδοχοί του υπό τις διαταγές των αγορών, και μετά η οικονομική κατάρρευση του 2001-2002 αποτελείωσαν το έργο της καταστροφής του κοινωνικού ιστού που είχε ξεκινήσει με την Εθνική Διαδικασία Αναδιοργάνωσης των στρατηγών. Η κρίση μετατράπηκε σε πτώχευση. Η Αργεντινή, της οποίας το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετά τον πόλεμο ήταν ίσο με της Αγγλίας, είδε την πλειονότητα του πληθυσμού της να πέφτει στο όριο της φτώχειας και το ένα τρίτο να βυθίζεται κάτω από αυτό. Απόλυτη εξαθλίωση. Στα σχολεία, οι μαθητές λιγοθυμούσαν από την πείνα...». Με έναν λόγο: η Αργεντινή ήταν για ξεπούλημα!
Μεταξύ των μη χριστιανικών φυλών που συνυπήρξαν στη χώρα (Τσαρούα, Ονάς, Γιαμανά, Σελκ' νάμ, Αραουκάν, Χάους, Αλακαλούφ, Μαπούτσε) οι χριστιανοί δεν είχαν δείξει οίκτο για κανέναν. Είχαν διαπράξει αληθινή γενοκτονία οκτακοσίων χιλιάδων ανθρώπων. Οι Μαπούτσε είχαν διασχίσει όλο τον αιώνα σαν σκιές. Φαντάσματα. Διαγράφοντας είκοσι πέντε χρόνια συνθήκης με την Ισπανία, το Σύνταγμα του 1810 είχε νέτα σκέτα αρνηθεί τους Μαπούτσε, τους «ανθρώπους της γης» που ζούσαν στις πάμπες ως νομάδες εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια. Κατά μία έννοια, ο Φερέ ετοιμάζει τον μυθιστορηματικό του θίασο, όπου, διαλέγοντας μερικά ανθεκτικά πρόσωπα (όπως ο Ρούμπεν και η Ζανά), θα στηρίξει πάνω στο δράμα τους την αφήγησή του.
«Το έγκλημα στην Αργεντινή ήταν μια δεδομένη πράξη που περνούσε, θα έλεγε κανείς, ως συγχωρητέα και ως πράξη χαμηλού κύρους. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είχαν εξαφανιστεί πεντακόσια μωρά, τα οποία δεν είχαν καταγραφεί στο ληξιαρχείο. Οι γονείς δεν εμφανίστηκαν στις Αρχές για να ζητήσουν τα βρέφη τους. Ο λόγος; Τους είχαν εξολοθρεύσει με δυναμίτη, τους είχαν πυρπολήσει, τους είχαν θάψει μέσα σε τσιμέντο, τους είχαν πετάξει από αεροπλάνα. Χωρίς εκταφές πτωμάτων και χωρίς να αναζητούνται από τις οικογένειες, αυτά τα παιδιά θα παρέμεναν παντοτινά φαντάσματα».
Εντούτοις, η Αστυνομία της Αργεντινής θεωρούνταν από τον υπόκοσμο και τους γκάνγκστερ αντίπαλη συμμορία, μια οπλισμένη ομάδα που είχε χρέος να προστατεύει τη μεγάλη εγκληματικότητα από τη μικρή. Μια μόνιμη πώρωση. Τα όπλα κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα παράνομα κυκλώματα που είχαν διασυνδέσεις με την Αστυνομία και τον στρατό, οι νεαροί μάγκες των προαστίων, όταν συλλαμβάνονταν, γρονθοκοπούνταν ανελέητα πριν διαπραγματευτούν την ελευθερία τους, ανταλλάσσοντας ένα τμήμα της μπάζας ή όλη την μπάζα τους. Η ισχνότητα των κλοπιμαίων εξηγούσε την τάση των μπάτσων να τους καθαρίζουν... Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χουάν Περόν είχε παραδώσει οκτώ χιλιάδες διαβατήρια σε πράκτορες του Άξονα που είχαν βρει εκεί καταφύγιο. Έτσι, πολλοί ναζιστές αξιωματικοί είχαν εκπαιδεύσει Αργεντίνους στρατιωτικούς και αστυνομικούς, στα στρατόπεδα κυκλοφορούσαν φυλλάδια («Ες-Ες εν δράσει», «Ο Χίτλερ είχε δίκιο», «Πρωτόκολλο των Σοφών της Σιών») που τα έβρισκες στα παλαιοβιβλιοπωλεία του Κοριέντες. Από τη χώρα είχαν περάσει οι μεγαλύτεροι εγκληματίες πολέμου, ο Μένγκελε, ο Μπόρμαν, όπως και ο Άιχμαν, το σπίτι του οποίου γειτόνευε με το εβραϊκό νεκροταφείο...
Ο Φερέ στήνει μια αφήγηση εκρηκτική, με επάλληλους κύκλους. Έχοντας πάρει το μέρος των Μαπούτσε (ενσάρκωση των οποίων είναι η Ζανά και συναγωνιστής της ο Ρουμπέν), στήνει ένα δράμα όπου η φρίκη συμπλέει με τον αγώνα για ελευθερία. Κατά παράδοξο τρόπο, όπου κι αν κοιτάξει ο αφηγητής, έχει να αφηγηθεί μικρές και μεγάλες ιστορίες για εξαφανίσεις, δολοφονίες και, φυσικά, πτώσεις από αεροπλάνα άνευ αλεξιπτώτου. Αυτό το φρικαλέο σπορ το εφάρμοζαν οι χούντες της Αργεντινής με την ανάλογη απανθρωπιά. Ο συλληφθείς δεν είναι τίποτα, άρα και η όποια αντίδραση δεν αφορά κανέναν. Όσο για την Εκκλησία, το σύνθημα ήταν ορθό :
«Iglesia! Bassura!»
«Vos sos la dictatura!»
Η Ζανά ομολογεί ότι γαμήθηκε με κροταλίες για να επιβιώσει. Αυτό, βέβαια, δεν πάει να πει ότι φιλάει τον πρώτο τυχόντα. Η φίλη της εξαφανίστηκε, ενώ εκείνη δεν της λέει τίποτα. «Δεν δείχνεις τίποτα, εκτός από μια μυστηριώδη Μεγάλη Σιωπή που μυρίζει από χιλιόμετρα μακριά το απόλυτο κενό. Για ποια με πέρασες; Για την πριγκίπισσα της ηλιθιότητας; Δεν αξίζω καν μιαν εξήγηση, δύο τρυφερές λέξεις για να ξέρω που θα σταθώ μέσα σε αυτό το μπουρδέλο;».
Ναρκωμένοι με Πενθοτάλ, φορτωμένοι σε φορτηγά ή αυτοκίνητα, φιμωμένοι, δεμένοι, με κουκούλες στα κεφάλια, οι αντιφρονούντες που «αποφυλακίζονταν» από τις παράνομες φυλακές μεταφέρονταν μέχρι τα στρατιωτικά αεροδρόμια πριν τους ρίξουν ζωντανούς στον Ρίο ντε λα Πλάτα. Ορισμένες φορές βρίσκονταν δεμένα πτώματα στις ακτές της Ουρουγουάης, σώματα χωρίς μέλη, ακρωτηριασμένα, που τα ξέβραζαν τα κύματα ανάλογα με τα ρεύματα. Ο Ρουμπέν αναπαριστούσε την απαγωγή της Μαρίας Βικτόρια και εκείνου που νόμισε ότι ήταν ο αδελφός της στην έξοδο του «Κατεντράλ», τον τραβεστί να τον βασανίζουν μπροστά της για να την κάνουν να μιλήσει, τις φωνές, τις ομολογίες, τον χωρισμό τους... Η κόρη του πλούσιου επιχειρηματία είχε καταντήσει ένα πακέτο πεταμένο στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, ένα απλό νούμερο που έπρεπε να εξαφανιστεί, η Μαρία αναίσθητη μέσα σε ένα αεροπλάνο, η πτήση πάνω από την περιοχή που την αμόλησαν, η μαύρη επιδερμίδα του ωκεανού που ραγίζει κάτω από το φεγγάρι, εκείνη βυθισμένη στα χημικά της όνειρα.... Από τα δύο χιλιάδες μέτρα η θάλασσα είναι ένας τοίχος από μπετόν. Τα οστά της Μαρίας είχαν εκραγεί κάτω από τις σάρκες της...
Ο Φερέ διάλεξε ένα θέμα που τον μεταμορφώνει σε λογοτεχνικό χασάπη. Ενώ το βιβλίο αναφέρεται στις μαύρες εποχές της Αργεντινής, ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους Μαπούτσε και τα απίθανα βάσανά τους – άλλωστε, είναι Ινδιάνοι που εκδιώχθηκαν με το έτσι θέλω από τα πατρογονικά τους εδάφη. Η φρίκη των βασανιστηρίων, η απόλυτη περιφρόνηση για την ινδιάνικη φυλή και επιπλέον για τη γυναίκα συμπυκνώνονται σε μια σελίδα που περιγράφει την ανθρωποφαγική ροπή μεταξύ Τόρο και Ζανά: «Μέσα στη νύχτα είχε βρέξει και το ξέφωτο είχε μετατραπεί σε λασπωμένο χωράφι. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ο Τόρο ανοίγοντας τα μάτια του ήταν ένα γυναικείο αιδοίο να τον κατουράει. Ζεστά ούρα ξεπηδούσαν ανάμεσα από μια τούφα μαύρες τρίχες, από ένα μουνί σαν αυτά που του άρεσαν, λίγους πόντους πάνω από το πρόσωπό του. Οι εικόνες επανήλθαν κάπως συγκεχυμένα, η απελπισμένη φυγή στο δάσος, ο πανικός που τους έκανε να τραβήξει ο καθένας διαφορετική κατεύθυνση. "Είναι για να μην πάθεις σηψαιμία" του είπε η Ζανά, αδειάζοντας την ουροδόχο κύστης της. Το χτύπημα με τον υποκόπανο του είχε διαλύσει το στόμα και ένα μέρος της πάνω σιαγόνας. Ο Τόρο έφτυσε δύο δόντια που είχαν φτάσει στον λαιμό του και παραλίγο να πνιγεί φέρνοντάς τα στο στόμα του. Έκλεισε τα μάτια. Η Ινδιάνα κούμπωσε το παντελόνι της, αρκετά τρομακτική με τη σπασμένη μύτη και τους μελανούς κύκλους κάτω από τα μάτια. Αναπήδησε. Το κορίτσι του δέλτα, "Θεέ μου, τι στο καλό έκανε εκεί;"».
Τα πιστοποιητικά εγκλεισμού των αγνοουμένων της Αργεντινής σε μικροφίλμ, ένα απόρρητο έγγραφο του Κράτους που το εμπιστεύτηκαν για να το φυλάξει αυτός, ο πατριώτης. Τα μάτια των Γιαγιάδων θόλωσαν από τα δάκρυα. Όλη η ζωή τους ήταν εκεί. Χιλιάδες επί χιλιάδων ανθρώπων βρήκαν ανατριχιαστικό θάνατο. Διατηρούσαν τράπεζα DNA των πτωμάτων, αναγνωρισμένων και αγνοουμένων, όπως ένα άλλο αρχείο ήταν των Μανάδων της Πλατείας του Μάη καθώς και των Γιαγιάδων που ερευνούσαν τα πάντα για τα εξαφανισθέντα και αφανισθέντα παιδιά...