1. Μιχάλης Γκανάς: Τέτοιες μέρες θέλω να προτείνω και να συστήσω και να δωρίσω βιβλία που θεωρούνται βαριά κι ασήκωτα, κι όμως είναι εύληπτα και πολύτιμα και παιγνιώδη και ψυχωφελή. Ποίηση και φιλοσοφία είναι οι δύο πόλοι, τα δύο άκρα του εκκρεμούς, και μου αρέσει από τις διαισθήσεις του ποιητή να μεταβαίνω στη συστηματική ιχνηλασία που επιχειρεί ο στοχαστής στα δάση και στους αγριότοπους νου και ψυχής και κοινωνίας. «Ο θάνατος παλιό μπροστογεμές / Μ' όλες του τις αφλογιστίες, / πιάνει κάποτε», αποφαίνεται διαισθανόμενος ο Μιχάλης Γκανάς (1944). Σκαλίζω στον τόμο Ποιήματα 1978-2012 (εκδ. Μελάνι). «Σιγά σιγά έπεσαν τα μαλλιά του./ Όχι πως ήταν όμορφα μαλλιά / μονάχα που πολλές φορές η μάνα του / είχε αποθέσει πάνω τους / τη ροζιασμένη της παλάμη» γράφει κι αφιερώνει στον μετρ Αχιλλέα Κυριακίδη. Τον ακούω να μιλάει για τις λέξεις και τη γλώσσα σαν αυτοσχέδιος Βίτγκενσταϊν, αφουγκραζόμενος λαλιές, ακούγοντας λόγων θραύσματα (επιφωνήματα, βογκητά, ψίθυρους, οιμωγές): «... θρύψαλα / και τι 'ναι αυτές οι λέξεις / με μουσική βγαλμένες κι από πού, / όλο υποκοριστικά και τέτοια, / μια γλώσσα νήπια που όλα / τα θέλει του χεριού της, τα δέντρα / γίνονται δεντράκια, το νερό...». Δείτε πώς ο ποιητής βλέπει κι αντιλαμβάνεται τον ήλιο: «Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης / καπνίζει σκόνη / και φυσάει γύρη στο δωμάτιο», ενώ «σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει / με πόνους με χαρές και λύπες / και ξανά χαρές / μέχρι που βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις. Και τυφλώνεται».
2. Αρανίτσης & Τζώρτζης: Ο Ευγένιος Αρανίτσης (1955), εκκινώντας από έναν ναμποκόφιο λυρισμό, μπολιασμένο με το βραχνό βλέμμα του σοφού που αισθάνεται ότι ο χρόνος είναι κρίμα, ότι ο έρως είναι είρων, ότι οι λέξεις είναι παγίδες στις οποίες οικειοθελώς πέφτεις και ξαναπέφτεις, φτάνει στο εγκεφαλικά αρμοσμένο, αλλά συναισθηματικά δονούμενο, σαν κραυγή που την επεξεργάζεται ο Brian Eno στο συνθεσάιζερ Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο (εκδ. Νεφέλη). «Η αφή μπαίνει στο νύσταγμα πολεμώντας, σας το είπα» μας λέει ο Αρανίτσης. Εκεί όπου το Ρεμπέτικο συναντάει τον Τάσο Δενέγρη και πάνε παρέα να τα πιούνε με τον Βίτγκενσταϊν. Αντιλαμβάνεσθε!
«Ρίγη της υγρασίας, ρίγη της ιστορίας. Κάποτε είχες κι εσύ ένα όνομα. Τώρα ζωντανεύεις τα παιδικά μου αναγνώσματα κι οι στρατιές της νύχτας πληθαίνουν». Από το Κέρασμα του απογεύματος (εκδ. Ίκαρος), όπου ο Γιάννης Τζώρτζης (1959) ξεκαθαρίζει κι αυτός τους λογαριασμούς του με τον λυρισμό, επιλέγοντας όχι τον κατατεμαχισμό του νοήματος, όπως ο Αρανίτσης, αλλά την υποταγή του σε μια απατηλή πεζότητα. Το Ποίημα παριστάνει επίτηδες ότι είναι ακίνδυνο πεζό, για να το αφήσουν να τοποθετήσει με την ησυχία του τις επικίνδυνες νάρκες. Ποίηση εμπρηστική!
3. Νίτσε & Ρικέρ: Μονίμως στο κομοδίνο και στο γραφείο αυτό τον καιρό (και το συστήνω θερμότατα): το κίτρινο βιβλίο, τα σπαράγματα του Νίτσε Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας – Οι προπλατωνικοί φιλόσοφοι και σημειώσεις (1867-75) (εκδ. Gutenberg) με πρόλογο και μετάφραση και σχόλια του Βαγγέλη Δουβαλέρη και φιλολογική επιμέλεια του Ήρκου Ρ. Αποστολίδη, όπου σαν μαγεμένο το μυαλό μας αφήνεται στο πώς ο Νίτσε, μόλις 25 χρόνων τότε, ιστορεί τα όσα έπραξαν και σκέφτηκαν οι Έλληνες φιλόσοφοι από τον Θαλή ως τον Σωκράτη, και μετά, πάλι με μαγεμένο το μυαλό, παρακολουθούμε, νοερά, τις διαλέξεις του ποιητή/φιλοσόφου. Στον Αναξαγόρα: «Ο νους είν' ένας από μηχανής άθεος», σημειώνει ο Νίτσε. Και αλλού, θαυμαστά και συνταρακτικά, για τον Ηράκλειτο: «Το ένα και αέναο γίγνεσθαι, η αστάθμητη πραγματικότητα, που ακατάπαυστα δρα και γίνεται χωρίς ποτέ να είναι –καθώς διδάσκει ο Ηράκλειτος– τρομάζει ως ιδέα~ μοιάζει με σεισμό: το έδαφος τρέμει κάτω απ' τα πόδια μας και δεν ξέρουμε πού να σταθούμε. Χρειάζεται ένα πολύ δυνατό και ικανό μυαλό για να μετουσιώσει την τρομακτική αυτή αίσθηση σε κάτι υψηλό, σε κάτι που εκπλήσσει ευχάριστα: την εναντιότητα».
Επίσης, το ογκώδες πόνημα του Paul Ricοeur, Η Μνήμη, η Ιστορία, η Λήθη (μτφρ. Ξενοφών Κομνηνός, εκδ. Ίνδικτος), όπου ο σπουδαίος αυτός στοχαστής επιχειρεί να καταυγάσει τα σκοτεινά μονοπάτια ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, στη σχάρα και στον κάνναβο και στον λαβύρινθο που είναι η εμπλοκή μας με τον χρόνο, με όσα αφήνουμε, εκόντες άκοντες, πίσω μας, και όσα, πάλι εκόντες άκοντες, δεν μπορούμε παρά να κουβαλάμε πάντα μαζί μας όπου κι αν πάμε, όσο μακριά κι αν προχωρήσουμε στον χώρο ή/και στον χώρο. «Αυτό που στην ιστορική εμπειρία φαντάζει παράδοξο» γράφει ο Ricοeur, «ήτοι υπερβολική μνήμη εδώ, ανεπαρκής μνήμη εκεί, επιδέχεται μεθερμήνευση υπό τις κατηγορίες της αντίστασης, του καταναγκασμού επανάληψης και τελικά βρίσκεται να υποβάλλεται στη βάσανο της δύσκολης εργασίας της ανάμνησης. Η υπερβολή μνήμης θυμίζει συγκεκριμένα τον καταναγκασμό επανάληψης, για τον οποίο ο Freud μας λέγει ότι οδηγεί στην υποκατάσταση από τον εκδραματισμό της αληθινής ενθύμησης μέσω της οποίας το παρόν θα συμφιλιωνόταν με το παρελθόν: πόσες βιαιότητες στον κόσμο δεν επέχουν θέση acting out "αντί" της ενθύμησης!».