1.
Καλλιτέχνες με ουλές. Διαβάζω, οπλισμένος με μολύβι και βαρύ μεταλλικό χαρακάκι, το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού Ημερολόγιο Θάσου (εκδ. Gutenberg). Με εντυπωσιάζει η ακρίβεια του λόγου του, η παιγνιακή διάθεση, η μανία του με τα αστυνομικά μυθιστορήματα (διαβάζει άοκνα Γιάννη Μαρή, Πέτρο Μάρκαρη, Καμιλλέρι, Μονταλμπάν, Μανσέτ), η εξομολογητική του δύναμη, η γενναιοψυχία του, το αιφνίδιο χιούμορ, οι προσηλώσεις του, οι παρατηρήσεις του σχετικά με τη διαδικασία της συγγραφής, με το τι σημαίνει γράφω. Με εντυπωσιάζει η ποικιλία των θεμάτων που θίγει και η εντιμότητα με την οποία τα θίγει. Με εντυπωσιάζει η ανοξείδωτη εφηβεία του, οι έμμονες εμμονές του, η μανία του για τους στυλογράφους και το χαρτί και το μελάνι. Με εντυπωσιάζει το βραχνό βλέμμα που είναι πολύπειρο και περισκοπικό. Με εντυπωσιάζει το πώς προβαίνει σε παρατηρήσεις σχετικά με την ποιότητα του τσίπουρου, με την ευελιξία των γάτων του, με τις ιδιότητες και τη μαγεία της ελληνικής γλώσσας, με το τι οφείλει στον μέντορά του, όπως τον χαρακτηρίζει, Αντρέ Ζιντ, με τη μαγεία κάποιων λησμονημένων, ευτυχώς, από τον χρόνο, καφενέδων, ταβερνείων, μαγέρικων, με τη χλωρίδα και την πανίδα της Θάσου. «Τα κυδώνια ωριμάζουν, τα καρύδια ωριμάζουν στις καρυδιές, τα ρόδια ωριμάζουν. Όλα για να δώσουν καρπό στο τέλος του φθινόπωρου. Μόνο εγώ δεν ωριμάζω. Γιατί βρίσκομαι στην καρδιά του χειμώνα» γράφει ο Βασίλης Βασιλικός, ο συγγραφέας του Ζ και του Γλαύκου Θρασάκη. Και τόσων άλλων. Και αλλού, με ηδύτατο θυμό και συγκροτημένη/συγκρατημένη αυτογνωσία, επιμένει: «Είμαστε καλλιτέχνες, με αδυναμίες και ανεξερεύνητες κι από εμάς τους ίδιους ουλές. Δεν είμαστε καριερίστες».
2.
Τσίπουρα και βότκα. Εξομολογείται ο Βασιλικός πώς τον απομόνωσε η αγάπη του για τον «χυμό Ρωσίας», όπως ονομάζει τη βότκα, με τη θελκτική της δύναμη, τη λευκή της φαντασμαγορία. Με απροσποίητη συντριβή γράφει ότι η ερωτοτροπία του με τη βότκα τον απομάκρυνε από τους πολύτιμους φίλους του, τον έκανε σχεδόν αγνώμονα, τον έκλεισε σε έναν υγρό πύργο αλλόκοτου και ίσως ολέθριου αυτισμού. «Θυμάμαι με απέχθεια», τονίζει με δριμύτατη ειλικρίνεια, «την άσχημη αυτή εποχή της ζωής μου, όπου κατέστρεψα τα μόνα χρόνια που δεν είχα οικονομικά προβλήματα και δεν στάθηκα στο ύψος της αποστολής μου, όσον αφορά τους φίλους μου που δεν περιποιήθηκα, δεν προσκάλεσα –πλην μίας ή δύο εξαιρέσεων– την περίοδο που είχα δύο οδηγούς κι έναν μπάτλερ, που δεν ανταπέδωσα και τις υποχρεώσεις που είχα σε Γάλλους φίλους από τις δύο προηγούμενες επταετίες παραμονής μου στην Πόλη του Φωτός. Η εξουσία, λεν, σε απομονώνει. Εμένα με απομόνωσε όχι η εξουσία αλλά η βότκα». Απεναντίας, είναι ευμενής προς το τσίπουρο, και μάλιστα προσφέρει και χρήσιμες, για όσους θύουν στον Βάκχο, συμβουλές: «Μόνο εγγυημένα τσίπουρα μπορεί να μη σε πειράξουν. Όπως το Μπαμπατζίμ, το Θρακιώτικο, το Ηδωνικό – όλα φυσικά χωρίς γλυκάνισο».
3.
Στυλογράφοι και χαρτί. Είναι έξοχες οι παρατηρήσεις του Βασίλη Βασιλικού σχετικά με τη διαδικασία της συγγραφής, τα εργαλεία του ακάματου γραφιά, τους στυλογράφους, τα μελάνια, τα τετράδια, τα χαρτιά. Τα όσα γράφει για το γιατί και το πώς γράφουμε είναι, μέσα στη συγκλονιστική απλότητά τους, μαθήματα από έναν μεγάλο μάστορα. «Τελικά, το γράψιμο είναι μεγάλη ανακούφιση» λέει. «Γράφοντας δεν ενοχλείς κανέναν με εξωτερικούς θορύβους. Ο εσωτερικός ορυμαγδός είναι χωρίς ήχο». Μια φράση που μας θυμίζει την απόφανση του ποιητή Νίκου Καρούζου σχετικά με τον θόρυβο και τον ίλιγγο της μοτοσικλέτας. «Να γίνει εσωτερικός αυτός ο θόρυβος, αυτός ο ίλιγγος. Να γίνει μύχιος» επέμενε ο Καρούζος. Μιλώντας για κάτι που του συνέβη, δηλώνει: «Εγώ καταγράφω το γεγονός εική και ως έχει». Μερικές σελίδες πιο κάτω, για ένα άλλο περιστατικό, λέει: «Δεν είχα όνειρα για να πάρω εκδίκηση. Απλά καταθέτω τα πράγματα όπως εγώ τα βίωσα». Και έτσι δίνει το στίγμα του, δείχνει ότι διακόνησε, και διακονεί, το γράψιμο ως ιστορία και χρονικό, ότι οι στυλογράφοι και τα μελάνια και τα χαρτιά του είναι εργαλεία καταγραφής της πραγματικότητας προς χρήση των επερχόμενων γενεών, θυμίζοντας τον Νόρμαν Μέιλερ και τον Τρούμαν Καπότε, δύο σημαντικούς καταγραφείς γεγονότων. «Στις επάλξεις της γραφής ξανά» σημειώνει αλλού. «Της αγίας γραφής». Την οποία γραφή, το γράψιμο πιο απλά, δεν κουράζεται να το χαρακτηρίζει θεραπεία του θυμικού. Προσωπικά, θαύμασα και λάτρεψα, λόγω ιδίας πείρας, ένα σημείο όπου ο Βασιλικός μιλάει για ένα μπλοκάκι, για το χαρτί, για το μελάνι, και πώς όλα αυτά επηρεάζουν το τι έχουμε να κάνουμε με τις λέξεις. «Η ανάγκη να επιστρέψω στη μυθοπλασία αναιρείται από την ίδια την ποιότητα του χαρτιού. Είναι απορροφητικό, και η μυθοπλασία θέλει στιλπνό χαρτί, για να τρέχει»!