Χρίστο, οι πέτρες δεν γεννάν» είναι η λακωνική ρήση που σχεδόν επιβάλλει, στη νέα συλλογή διηγημάτων του Παπαμόσχου, το εσωτερικό μέτρο, τη σοφία και την ακρίβεια που δίνει η φύση. Δεν είναι, ωστόσο, μόνο οι πέτρες που διαμορφώνουν την εσωτερική τάξη πραγμάτων που αναπαριστά τα όσα συμβαίνουν στην ψυχή αλλά και τα ζώα, τα δέντρα, οι καιρικές συνθήκες, το τοπίο, η άνθηση και ο μαρασμός. Μια ατελείωτη τοιχογραφία που θα παρέμενε αόρατη χωρίς τον ιδανικό μεσολαβητή, ο οποίος έρχεται να αποκαλύψει τα μυστικά της και να αποτυπώσει με ακρίβεια στο δικό του λεκτικό αλώνι τα όσα ανήκουστα συμβαίνουν στον κύκλο του θανάτου και της ζωής. Ως ιδανικός ποιητής και ιεροφάντης ο διηγηματογράφος αναλαμβάνει τη διαμεσολάβηση ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει και σε αυτό που κρύβεται βαθιά, είτε μέσα σε μια σπηλιά –βλέπε ομώνυμο διήγημα– είτε στο πιο απομακρυσμένο κομμάτι της γραφής και της ύπαρξης. Γιατί είναι εντός και διαμέσου της γραφής που η φύση και τα σύμβολά της αποκτούν αυτοσυνειδησία. Η γραφή τα εξαναγκάζει σε μια διαρκή ενδοσκόπηση, σε μια σαφή διεύρυνση των ορίων και των εργαλείων της. Αντίστοιχα με τις διακυμάνσεις της φύσης, η γλώσσα του Παπαμόσχου γίνεται άλλοτε λακωνική κι ερμητική και άλλοτε λυρική μέσα στη σπινθηροβόλα δύναμή της. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν μένει εγκλωβισμένη στα πεπερασμένα όρια ενός χαρακτήρα – θαρρείς πως αυτονομείται παρασυρμένη από τα όσα παράδοξα μαρτυρά ως συμβολικά στοιχεία η φύση.
Θαρρείς πως η καλοδουλεμένη γλώσσα του και το έντονο υπερβατικό στοιχείο λειτουργούν ως ένα άτυπο tour de force της βραχείας γραφής και των ανθρώπων που την υπηρετούν: είναι πρόδηλο ότι στις σελίδες του υπάρχουν από το μεταφυσικό κλέος του Παπαδιαμάντη έως τη νεορεαλιστική ματιά του Θεοτόκη.
Γι' αυτό και δύσκολα στο Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες του Ηλία Λ. Παπαμόσχου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη θα βρεις στοιχεία για πραγματικούς χαρακτήρες που αναλώνονται στην καθημερινή τύρβη, πραγματικούς ανθρώπους που θα σου πουν άλλη μια πεπερασμένη ιστορία. Οι χαρακτήρες του Παπαμόσχου σχεδόν συμβολοποιούν κάτι μεταφυσικό που συμβαίνει σε μια άλλη διάσταση και που είναι ορισμένο από το ύψιστο νόημα της γραφής να ξεπεράσει το υπάρχον: ο Πολωνός ελαιοχρωματιστής γίνεται έτσι ο καλλιτέχνης της ψυχής που αγγίζει τον παράδεισο, ο Γιακουμής, ο βουβός μελωδός των χαμένων ψυχών, ο Τζίμης ο Μπάρμαν, ο ομηρικός αφηγητής του Κάτω Κόσμου, η θεία από τη Θεσσαλονίκη, η ενδοσκόπος των χαμένων αναμνήσεων. Σημασία δεν έχει τόσο η εξέλιξη της ιστορίας των ηρώων όσο το κρυμμένο νόημα που καλούνται να μεταφέρουν. Γι' αυτό και συλλέγοντας εμπειρικό υλικό από την καθημερινή του εμπειρία στην Καστοριά –το επιβλητικό τοπίο, τους απλούς ανθρώπους–, ο Παπαμόσχος αφοσιώνεται με τρόπο σχεδόν μυστικιστικό στην αναζήτηση του μεταφυσικού: πίσω από τις βαθιές χαράδρες κρύβεται το άπαν, από τα σκισμένα χαρτονομίσματα που τρώνε τα ποντίκια, η καταγωγή του πολιτισμού. Κι όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν με μια μακρά εξιστόρηση αλλά με τον ζείδωρο πλούτο που έχουν οι μικρές ιστορίες, οι οποίες μεταφέρουν τις άπειρες πηγές του χαμένου νοήματος σε έναν μικρό, ευσύνοπτο και άκρως αλληγορικό κόσμο. Έχοντας δώσει ήδη ένα σημαντικό δείγμα γραφής με τις προηγούμενες συλλογές του –από το Καλό ταξίδι, κούκλα μου...και άλλες ιστορίες στη συγκεκριμένη συλλογή–, ο Παπαμόσχος κάνει ξεκάθαρη την πρόθεσή του να επαναφεύρει τον χαμένο σκοπό του διηγήματος και να βρει τον μίτο απ' όπου ξεκινά εραλδικά η βαθιά κρυμμένη στην παράδοση μικρή φόρμα. Θαρρείς πως η καλοδουλεμένη γλώσσα του και το έντονο υπερβατικό στοιχείο λειτουργούν ως ένα άτυπο tour de force της βραχείας γραφής και των ανθρώπων που την υπηρετούν: είναι πρόδηλο ότι στις σελίδες του υπάρχουν από το μεταφυσικό κλέος του Παπαδιαμάντη έως τη νεορεαλιστική ματιά του Θεοτόκη. Και δεν θα κατέληγαν ετούτες οι αλληγορικές ιστορίες να γίνουν διήγημα αν δεν μπορούσε με αυτό τον τρόπο το ίδιο να πιέσει ως γραφή τα ίδια του τα όρια, αναζητώντας τρόπους πρόσληψης και προσδιορισμού, τους οποίους η μεγάλη γραφή μέσα στη φλυαρία της προσπερνά. Η πράξη του διηγήματος –γιατί εδώ αποκτά τον χαρακτήρα επιτελεστικής πράξης–συντάσσει το δικό του μανιφέστο για λογαριασμό της γλώσσας-στόχου. Όταν μια τέτοια πράξη καταγράφεται χρόνια τώρα στην ελληνική παράδοση με επιτυχία και με τέτοιο εύρος, ο Ηλίας Παπαμόσχος δεν γίνεται απλός συνεχιστής αλλά ένας πιστός υπηρέτης αυτού του είδους που, όπως επισημαίνει και ο ίδιος στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, φέρει «βαρύ φορτίο στους ώμους του – βαρύ όσο και ένα τοπίο».
Εξού και τα λαγαρά ελληνικά των ιστοριών, προικισμένα με την προφορικότητα που αφήνει πίσω τους η παράδοση, τα οποία ενίοτε παραδίδονται σε μια λυρική μελαγχολία εντοπισμένη στους χιλιάδες μύθους, θρύλους, μεταφυσικά σύμβολα του ελληνικού πλούτου. Κοράκια-ψυχοπομποί και ρόδια-σύμβολα καλής τύχης που «μιλάνε για τον καημό του Πλούτωνα» είναι, για παράδειγμα, μερικά από τα συμβολικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή του ο διηγηματογράφος-πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Ξέρει πως πάντα μένει πίσω κάτι που του διαφεύγει και κάτι που τον ξεπερνά, μια ανάμνηση που πονάει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Ένας μνησιπήμων πόνος, ένας πόνος που στάζει διαρκώς ως το μεδούλι, διατρέχει σχεδόν κάθε αφήγημα ως υπενθύμιση ότι πίσω από το θαλερό άγγιγμα της ζωής υπάρχει ο φόβος του θανάτου. Και σχεδόν πάντα αυτός ο κύκλος ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο σε κάθε διήγημα της συλλογής: είναι τελικά ο κύκλος του θανάτου που καταυγάζει την ομορφιά των πραγμάτων, που θυμίζει τη διάρκειά τους, που στρέφει το βλέμμα προς το υπερχρονικό και το άφθαρτο. Αγγίζοντας αυτό που μας ξεπερνά, οι συγκινήσεις ξεφεύγουν από τη σκλαβιά του προσώπου και της στιγμής και γίνονται ένα με το άφατο του κόσμου – σημασία δεν έχει εδώ ο προορισμός αλλά το ταξίδι. Τα πάντα κάποια στιγμή ορφανεύουν και μένουν μετέωρα και λειψά, καλώντας τον διηγηματογράφο να τα επαναφέρει στην αθανασία – αυτός είναι ο κύκλος του κάθε πράγματος, αυτός και ο σκοπός του διηγηματογράφου: να μεταγράψει το χαμένο νόημα του θανάτου και της ζωής και να δει την αποστολή του να ολοκληρώνεται, όπως συνέβη με εκείνη την καρέκλα του Γκλεν Γκουλντ από το υπέροχο, ομώνυμο διήγημα της συλλογής, που κλεισμένη σε μια «γυάλινη σαρκοφάγο μέσα ψιθυρίζει την ορφάνια της, γιατί ορφανεύουν τα πράγματα. Να αναπολεί, άραγε, τις στιγμές που με βιάση την άφηνε όταν την έμπνευση κυνηγούσε; Ίσως στο όνειρό της η ράχη και τα πόδια, το κάθισμά της και πάλι κλαριά να γίνονται, κλαριά ενός δάσους όπου ο Γκλεν και το αγαπημένο του σκυλί να περπατούνε, όπου η ενότητα των κύκλων που μαρτυρούν την ηλικία των δέντρων έχει αποκατασταθεί, όπου οι ασάλευτοι αυτοί κύκλοι προς τον ουρανό σαν δόξα σοι υψώνονται πλάι στους άλλους, τους πάλλοντες, τους στολισμένους με ηλιαχτίδες, τους απάνω στα νερά, επαφές λογιών λογιών, ζωντανών τε και αψύχων, ολοένα τους ανοίγουνε: των ψαριών οι απόπειρες να αναληφθούν, των πλατάνων σαν γάντια άδεια πέφτοντας τα φύλλα, των εντόμων οι ανεπαίσθητες, της αύρας οι ιδανικές, σαν ντροπαλών νήπιων θεών, που παίζουν, πνοές».