«Η ζωή μας είναι λίγη, Μένη. Πολύ λίγη. Και κάθε μέρα λιγοστεύει. Βιάσου λοιπόν να πεις αυτό που έχεις μέσα σου, αυτό που σε κλωθογυρίζει τόσα χρόνια. Βιάσου να το πεις μ' έναν τρόπο ολότελα δικό σου, ξεχνώντας ό,τι διάβασες, άκουσες ή σου είπαν. Η Τέχνη μας θέλει γυμνούς, γιατί μόνο μες τη γύμνια μας είμαστε ξεχωριστοί ο ένας από τον άλλο. Τα ρούχα, οι μόδες μας εξομοιώνουν τραγικά. Και όσοι κατόρθωσαν να πούνε κάτι σ' αυτόν τον παράλογο κόσμο, ήταν αυτοί που δεν είχαν χάσει την παιδική τους αφέλεια, μια κάποια αυθορμησία που πάντα πρέπει να υπάρχει. Ξέρεις γιατί τα δάση έχουν μεγαλείο; Γιατί μπορεί να καούν κάθε στιγμή»...
Γραμμένες με έγνοια κι αγάπη, οι παραπάνω συμβουλές είναι του Βασίλη Βασιλικού και στάλθηκαν στον Μένη Κουμανταρέα πριν από πολλές δεκαετίες –τον Ιανουάριο του 1960- όταν ο ίδιος, 29 χρονών τότε, παιδευόταν μεταξύ ποίησης, θεάτρου και πεζού λόγου, χωρίς να έχει δημοσιεύσει ακόμα ούτε γραμμή. Οι συγκεκριμένες φράσεις είδαν το φως τέτοιες μέρες πέρσι, με την έκδοση της «Νεανικής Αλληλογραφίας» των δυο συγγραφέων (Τόπος) και από ένα άσχημο παιχνίδι της μοίρας, η παρουσία του Κουμανταρέα στο ξεπροβόδισμα του ομώνυμου τόμου, στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, έμελλε να είναι η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Τρείς μέρες μετά, στις 6 Δεκεμβρίου του 2014, θα βρισκόταν νεκρός στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη, με φανερά τα ίχνη άγριου ξυλοδαρμού στο σώμα του.
Πλημμυρισμένη από συμπτώσεις και αντικατοπτρισμούς, όπως και από δεκάδες αναφορές σε σπουδαία λογοτεχνικά και μουσικά έργα, η "Σειρήνα της ερήμου" στηρίζεται σε δυό πυλώνες, κυρίαρχους και στα δυό αφηγηματικά μονοπάτια της: από τη μιά στην βασανιστική εμπειρία της αναζήτησης σεξουαλικού προσανατολισμού κι από την άλλη στο στοχασμό πάνω στην τέχνη της μυθοπλασίας.
Εκεί, στο λεηλατημένο γραφείο του, πλάι στην φυστικί Olivetti που ουδέποτε αντικαταστάθηκε από κομπιούτερ, αλλά και στο πάτωμα, με σημάδια από σόλες παπουτσιών πάνω τους, εντοπίστηκαν από την ανιψιά του Αλεξάνδρα Τράντα, οι σελίδες ενός ακόμη έργου που είχε προλάβει να ολοκληρώσει και το οποίο, όπως της είχε δηλώσει, σκόπευε να δημοσιεύσει «οπωσδήποτε». Αυτό το έργο απλώνεται σήμερα στη «Σειρήνα της ερήμου» (Πατάκης) και διαβάζοντάς το, έχεις την αίσθηση ότι ο Κουμανταρέας, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ακολούθησε εκείνη την παλιά προτροπή του φίλου του τόσο πιστά όσο ποτέ. Με τον δικό του, «ολότελα δικό του» τρόπο, ισορροπώντας όπως πάντα στη λεπτή γραμμή όπου τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας συγχέονται, έγραψε για όσα μια ζωή τον «κλωθογύριζαν», οπλισμένος με την «παιδική αφέλειά» του κι απολύτως συμφιλιωμένος με τα πάθη και τις αδυναμίες του.
Η «Σειρήνα της ερήμου» αποτελεί σύνθεση δυό ξεχωριστών ιστοριών που στην αρχή τρέχουν παράλληλα, στην πορεία διασταυρώνονται και στο φινάλε ενώνονται σε μία και μοναδική. Στην πρώτη, την αφήγηση κρατά ένας δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ, καταπιεσμένος σεξουαλικά, χωρίς συναρπαστικά βιώματα, με φιμωμένες λογοτεχνικές φιλοδοξίες, αλλεργικός στην «κόλαση» της πρωτοπορίας, θαυμαστής περισσότερο του Τσέχωφ παρά του Ντοστογιέφσκι και λάτρης της κλασικής μουσικής, ο οποίος εργάζεται παράλληλα ως επαγγελματίας αναγνώστης σε αθηναϊκό εκδοτικό οίκο, ξεσκαρτάροντας τα χειρόγραφα που υποβάλλονται για έκδοση. Μ' αυτήν την δεύτερη ιδιότητά του, κάποια στιγμή παραλαμβάνει έναν ογκώδη φάκελο σφραγισμένο με βουλοκέρι, στο εσωτερικό του οποίου υπάρχει ένας «εκρηκτικός μηχανισμός»: το ημιτελές κείμενο ενός μυστηριώδους συγγραφέα που υπογράφει με το ψευδώνυμο Σηνέμ (αναγραμματισμός του Μένης προφανώς).
Σ' αυτήν την δεύτερη ιστορία που εντάσσει ο Κουμανταρέας στο βιβλίο, πρωταγωνιστεί ένας ομολογημένα ερωτομανής άντρας ο οποίος, αλίμονο, δεν έχει ερωτευτεί ποτέ. Γνώστης των αραβικών καθώς έχει περάσει στο Κάιρο μέρος της παιδικής του ηλικίας, ο τελευταίος πρωτοεμφανίζεται μπροστά μας περιστοιχισμένος από σαγηνευτικούς όσο κι απειλητικούς βεδουίνους ως διερμηνέας σε αρχαιολογική αποστολή στην έρημο. Η περιπέτειά του δεν θα ΄χει αίσιο τέλος κι άμα τη επιστροφή του στην Αθήνα θα τον δούμε να ζητά ψυχιατρική βοήθεια για τα κλονισμένα νεύρα του. Στην γιατρό που τον κουράρει - ένα τέρας μορφώσεως που αναγνωρίζει τη συγγραφή ως ψυχοθεραπεία- νιώθει πως μπορεί να πεί τα πάντα: για τη ντροπή που κουβαλάει επειδή ο πατέρας του συνεργάστηκε με τους ναζί, για το αρμενάκι με το οποίο ξημεροβραδιαζόταν όσο ήταν μικρός ακόμα, για τα μελαμψά αγόρια που τον επισκέπονται στον ύπνο του, για τις ερωτικές φαντασιώσεις του. Κι είναι χάρη στη δική της βοήθεια που θ' αφεθεί ελεύθερος όχι μόνο ν' καταγράψει τις φουρτούνες του αλλά, κυρίως, ν' ακολουθήσει την πραγματική του κλίση αψηφώντας τους κινδύνους που παραμονεύουν στη γωνία.
Στα δικά μας μάτια, το περιεχόμενο του χειρογράφου φανερώνεται σταδιακά, με τους ρυθμούς που ο αρχικός του αποδέκτης, ο δημοσιογράφος/reader, το διαβάζει σ' έναν φίλο για να τεστάρουν την λογοτεχνική του αξία από κοινού. Σύμφωνα με τα σχόλια που βάζει στο στόματα των παραπάνω ο Κουμανταρέας, ο Σηνέμ δεν είναι πρωτάρης, ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον, και το μάλλον «εγκεφαλικό» γραπτό του, ενώ ξεκινά σαν εξωτική περιπέτεια με αστυνομικές πινελιές και υπαρξιακές ανησυχίες, φτάνει να θυμίζει «αισθησιακό πορνογράφημα». Γεγονός είναι πως όσο η ανάγνωση προχωράει, τόσο περισσότερο ο δημοσιογράφος ταυτίζεται με τον μυστηριώδη συγγραφέα. Σιγά σιγά, διστακτικά, στρέφει κι αυτός την προσοχή του προς το αντρικό φύλο και η επιθυμία του ν' αναμετρηθεί με τη λογοτεχνία αναζωπυρώνεται. Το χειρόγραφο σταματά στο σημείο όπου ο Σηνέμ διαπιστώνει ότι έπεσε θύμα ληστείας από τον νεαρό άντρα που είχε ερωτευτεί κι εμπιστευτεί –"το τέλος της νουβέλας θα το μάθετε όταν αποφασίσετε να μου κάνετε συμβόλαιο"- και το να γράψει ο ίδιος την συνέχεια της ιστορίας, είναι ένας πειρασμός στον οποίο δεν μπορεί ν' αντισταθεί με τίποτα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τις σελίδες που προκύπτουν με πρωτοβουλία του:
Στον δρόμο τύχαινε να πάρω από πίσω κάποιον μαθητή με τη σάκα του επ' ώμου, κοιτούσα τις γάμπες του –μπρούτζινες αν ήταν μελαχρινός, χρυσαφένιες αν τύχαινε ξανθός- και τα μαλλιά του, όποιο χρώμα κι αν είχαν, σαν διάδημα που οι πολύτιμες πέτρες του στραφτάλιζαν κάτω από τον ήλιο. Να ήταν αυτό νοσταλγία για τα μαθητικά χρόνια; Όχι, απλά και μόνο –δεν ντρέπομαι να το πω- ήταν παιδοφιλία. Και τι πείραζε! Εφόσον δεν άπλωνε κανείς χέρι σε αυτά τα τρυφερά πλάσματα να τα ενοχλήσει (περισσότερο ενοχλούνταν οι γονείς παρά τα ίδια) δε βλέπω το λόγο να μη θαυμάζουμε την ομορφιά, όπου κι αν αυτή βρίσκεται. Θαυμάζουμε βιβλία όπως η Λολίτα ή τα ποιήματα του Ελύτη τα αφιερωμένα σε κοπέλες, τα γράμματα του Λιούις Κάρολ στα κοριτσάκια. Τι άλλο από παιδοφιλία είναι τα βιβλία αυτά; Αφήνω πια την Παιδική Μούσα του Στράτωνα που ξεχειλίζει από ηδυπάθεια. Όμως με πόση τέχνη! Όπως ένας ενάρετος άνδρας δεν θ' απλώσει ποτέ χέρι σε ένα κορίτσι ή αγόρι, έτσι και ένας συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του θα περιγράψει με τόση τέχνη το πάθος του, ώστε αυτό να πάψει να περιέχει παθογένεια.
Πλημμυρισμένη από συμπτώσεις και αντικατοπτρισμούς, όπως και από δεκάδες αναφορές σε σπουδαία λογοτεχνικά και μουσικά έργα, η "Σειρήνα της ερήμου" στηρίζεται σε δυό πυλώνες, κυρίαρχους και στα δυό αφηγηματικά μονοπάτια της: από τη μιά στην βασανιστική εμπειρία της αναζήτησης σεξουαλικού προσανατολισμού κι από την άλλη στο στοχασμό πάνω στην τέχνη της μυθοπλασίας. Κάτι ανάλογο είχε επιχειρήσει ο Μένης Κουμανταρέας και στον «Θησαυρό του χρόνου», αλλά σε πολύ πιο μελαγχολικούς τόνους, χωρίς την περιπαιχτική διάθεση που συναντάμε εδώ. Σ' αυτήν την νουβέλα που παρά τη θέλησή του αποδείχτηκε το κύκνειο άσμα του, ο δημοφιλής συγγραφέας, κρυμμένος γι' άλλη μια φορά πίσω από διαδοχικά προσωπεία και την ίδια στιγμή διάφανος, καθώς κινεί τους σωσίες του ανάμεσα στην σημερινή, μουντή Αθήνα, το μεθυστικό Κάιρο και την απεραντοσύνη της αφρικανικής ερήμου, στην ουσία ψηλαφεί τον πυρήνα της ύπαρξής του. Σκαλίζει μέσα του βαθειά, χωρίς ν' αυτολογοκρίνεται, χωρίς να φοβάται ότι θα καεί, πεπεισμένος ως το μεδούλι πως «τα ψέματα στη λογοτεχνία είναι απείρως καλύτερα από τα ψέματα της ζωής» και πως «η ανάποδη όψη της αλήθειας είναι η πιο αληθινή».
* Η πρώτη παρουσίαση της «Σειρήνας της ερήμου» (εκδ. Πατάκη) θα πραγματοποιηθεί στον Ιανό την Πέμπτη 12 Νοεμβρίου στις 8.30 μ.μ. Ομιλητές, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Χρήστος Χωμενίδης, η ψυχίατρος και στενή φίλη του συγγραφέα Χλόη Κολλύρη και η ανιψιά του και διαχειρίστρια του πνευματικού του έργου, Αλεξάνδρα Τράντα.