Σύμφωνα με το γνωστό αμερικανικό γνωμικό, μόνο ο θάνατος και οι φόροι αποτελούν σταθερά σημεία αναφοράς σ' αυτήν τη ζωή. Και τα Εξάρχεια, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, ως συμβολικό πεδίο εντροπίας που εισέρχεται (κάνει ντου, μάλλον) τακτικά, και συχνά χωρίς αφορμή, στο πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης, για να προκαλέσει ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ανθρώπων που ενδεχομένως δεν πατάνε σχεδόν ποτέ στο «ανυπότακτο χωριό». Την εβδομάδα που πέρασε, η σημειολογικά υπερφορτισμένη περιοχή βρέθηκε ξανά στην επικαιρότητα εξαιτίας μια ιδιοφυούς «αντάρτικης» παρεμβατικής εγκατάστασης, με την τοποθέτηση μιας ψεύτικης (αλλά εντελώς αληθοφανούς) στάσης μετρό στο Μουσείο, κι ενός δημοσιεύματος που κατήγγειλε την έκπτωση της κλασικής αθηναϊκής αστικής γειτονιάς σε καθεστώς γκέτο. Το δημοσίευμα προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, έντονες αντιδράσεις από πάσης φύσεως καλοπροαίρετους και μη υπερασπιστές του ηθικού πλεονεκτήματος που φέρει περήφανα και επιδεικτικά η περιοχή ως χώρος (ο Χώρος) προστασίας αντικαθεστωτικών ιδεών και αντιλήψεων, και θερμοκήπιο χειραφέτησης και αντίστασης.
Δεν είναι γκρίζα ζώνη αποκλεισμού όμως, ούτε και προσωρινά αυτόνομη ζώνη ελευθεριότητας, που λέγανε και οι κυβερνοπάνκ θεωρητικοί κάποτε. Δεν είναι γκέτο, ούτε κράτος εν κράτει, αλλά ούτε και διατηρητέο μνημείο αυθεντικότητας.
Δεν πρόκειται για ψευδή στοιχεία ταυτότητας, ούτε για άλλοθι οπαδικής και βίαιης ενίοτε συμπεριφοράς («τι δουλειά έχεις εσύ στα Εξάρχεια, ρε;»): τα Εξάρχεια είναι και χώρος προστασίας συγκεκριμένων ιδεών, αντιλήψεων και συμπεριφορών που δεν έχουν αντικοινωνικό υπόβαθρο, παρόλο που το σκηνικό φαίνεται να βουλιάζει πια υπό το βάρος τόνων γκράφιτι, συνθημάτων και αφισών. Μοιάζει οπωσδήποτε με πρόχειρα στημένο θεματικό πάρκο αντιεξουσιαστικής έκφρασης, αλλά τουλάχιστον δεν μεταποιήθηκε σε downtown θέρετρο trendy εναλλακτικότητας. Κάτι είναι κι αυτό στους αμείλικτα gentrified καιρούς μας (κρίση - ξεκρίση, στη ζώνη εστίασης και ψυχαγωγίας από το Σύνταγμα ως το Μοναστηράκι ανοίγουν κάθε εβδομάδα τρία μπαρ και πέντε φαγάδικα). Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι πρόκειται για φιλικό μέρος (με φιλικά μαγαζιά), απαλλαγμένο από την ατμόσφαιρα βιασύνης, άγχους και ανταγωνισμού που διακρίνει άλλες περιοχές του κέντρου, όπου περιφέρονται ακόμα ασκόπως γιάπικα ομοιώματα με το ένστικτo του killer. Και τα βράδια, είναι η μόνη ζωντανή και ανθρώπινη (όταν δεν διεξάγονται τελετουργίες πυρπόλησης κάδων και αυτοκινήτων) περιοχή του ιστορικού κέντρου, διατηρώντας παράλληλα αυτή την περίφημη αίσθηση «γειτονιάς» που όλοι μοιάζουν να αναζητούν σε άλλες αποικίες του ευρύτερου κέντρου, με βαρύ κι ασήκωτο λούμπεν ή/και μικροαστικό παρελθόν.
Η μονοδιάστατη ιδέα, όμως, που έχει ο πολύς κόσμος για τα Εξάρχεια ως διαχρονικό αναρχοαυτόνομο πυρήνα ανομίας παραμένει εξαιρετικά ανθεκτική. Αν ζητήσεις εικόνες για τη λέξη «Εξάρχεια» στο google, θα σου βγάλει πάνω πέντε βασικές υποενότητες: «εξάρχεια πλατεία», «εξάρχεια γκράφιτι», «εξάρχεια συνθήματα», «εξάρχεια αναρχικοί» και «εξάρχεια γρηγορόπουλος». Αν ζητήσεις όμως εικόνες για το σίριαλ «Η κάθοδος», δεν θα σου βγάλει τίποτα σχεδόν (καμιά άσχετη ίσως, του Ζαχαρία Ρόχα ή της Πέγκυς Σταθακοπούλου), παρόλο που η κυρίαρχη αντίληψη για τα Εξάρχεια δεν έχει αλλάξει και πολύ από την εποχή που παιζόταν στην τηλεόραση η σειρά που κατοχύρωσε με κραυγαλέο και μελοδραματικό τρόπο την ιδέα ενός καθαρτηρίου πρέζας και αναρχίας στην ευρύτερη περιοχή της πλατείας, πριν από τριάντα και πλέον χρόνια.
Υπάρχουν κι αυτά στα Εξάρχεια και αποτελούν προβεβλημένο κομμάτι της φυσιογνωμίας τους: φρικιά, πρεζάκια, αναρχικοί, ιδεαλιστές γνήσιοι και δήθεν, rock & roll attitude αλά ελληνικά, πανκ σπαράγματα, σκόρπια χουλιγκάνια, μονότονη «ντέκα», μπουκωμένο γκράφιτι, ανθεκτικά βιβλιοπωλεία, ανοιχτές συνελεύσεις, δίκτυα αλληλεγγύης, επιτροπές πρωτοβουλίας, απελευθερωμένοι χώροι και, γενικώς, κινηματική δραστηριότητα, η οποία όμως δεν σε πιάνει και απ' τον λαιμό να συμμετέχεις με το ζόρι, αλλιώς τον πούλο. Και πάντως, οι (παγκόσμιες) οικονομικές και κοινωνικές περιστάσεις κάνουν λιγότερο γραφική την αντιεξουσιαστική συνθηματολογία σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, που τέτοιες μέρες πανηγυρίζαμε με αφορμή την επέτειο της πτώσης του Τείχους, μια επέτειο που κάθε χρόνο μοιάζει όλο και πιο άκυρη και ασύνδετη με τις παρούσες συνθήκες.
Δεν είναι γκρίζα ζώνη αποκλεισμού όμως, ούτε και προσωρινά αυτόνομη ζώνη ελευθεριότητας, που λέγανε και οι κυβερνοπάνκ θεωρητικοί κάποτε. Δεν είναι γκέτο, ούτε κράτος εν κράτει, αλλά ούτε και διατηρητέο μνημείο αυθεντικότητας. Ούτε αντι-Κολωνάκι είναι (όπως η λαϊκή της Ξενοκράτους δεν είναι το αντίθετο της λαϊκής της Καλλιδρομίου, η οποία παραμένει μία εξαιρετικά ευχάριστη κοινωνική εμπειρία), παρόλο που καμιά φορά μου αρέσει να το φαντάζομαι κάπως έτσι, διασχίζοντας το όριο της Μασσαλίας. Λίγα πράγματα μου έχουν λείψει όσο οι βόλτες προς τα Εξάρχεια, κατεβαίνοντας τη Διδότου ή τη Σκουφά (Σκουφά by Μπουρνάζι, εδώ και χρόνια), πριν αυτή «εξαρχειωθεί» σε Ναυαρίνου, εκεί όπου είναι το αυτοδιαχειριζόμενο πάρκο που μοιάζει λιγότερο με πάρκο και πιο πολύ με ημιτελή συμμετοχική εγκατάσταση, ένα αυτοαναφορικό work in progress με θέμα τα Εξάρχεια ως ουτοπική (ή δυστοπική, εξαρτάται πώς θέλει να το δει κανείς) κατάσταση.