Μια από τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις από την περίοδο των «γιορτών» (γνωστή σε κάποιους κύκλους και ως «μεγάλο ταξίδι της μέρας στη νύχτα») ήταν τα χαμογελαστά πρόσωπα των θεατών μετά την προβολή της κωμωδίας καταστάσεων, που έλεγαν παλιά, Soul Kitchen σε κεντρικό κινηματογράφο.
Αντέχει ακόμα η συλλογικότητα της αίθουσας. Ειδικά σε εποχές που ζητείται εναγωνίως ελπίς και προοπτική. Και δεν χρειάζεται να παίζει κανένα αριστούργημα, όπως οι προηγούμενες «δραματικές» ταινίες του σκηνοθέτη Φατίχ Ακίν (τα αριστουργήματα είναι συνήθως διχαστικά τέρατα). Μια πολύ καλή ταινία, συνεπής στους στόχους της («σωστή στο είδος της» που λέμε), αρκεί, ειδικά αν πρόκειται για ρομαντική κωμωδία, το πιο ταλαιπωρημένο -από δεκάδες «οχήματα» του Μάθιου ΜακΚόναχι και της Τζένιφερ Άνιστον- και δύσκολο είδος τελικά.
Περί σωτηρίας της ψυχής, συμπόνιας και λύτρωσης είναι κι αυτή η ταινία του 36χρονου κορυφαίου σκηνοθέτη του ευρωπαϊκού σινεμά, απλά εδώ πρόκειται για συνειδητά ανάλαφρη και επίμονα ευχάριστη κατασκευή -παλιομοδίτικη σχεδόν στην πίστη της στις δυνάμεις της αγάπης και της καλής καρδιάς-, με ήρωες φορολογικά και ασφαλιστικά ανύπαρκτους «αιωνίως νεανίες» Έλληνες της διασποράς που επιβιώνουν στις μαύρες τρύπες του συστήματος, απαξιώνοντας το κράτος, την εφορία και την ισοπεδωτική και απάνθρωπη real estate ανάπτυξη χωρίς να είναι λαμόγια. Πόσο απροσάρμοστος και πόσο προσαρμοστικός μπορεί να είναι κανείς αναλόγως των προθέσεών του και των περιστάσεων; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει η ταινία, η οποία ήταν ένα «χριστουγεννιάτικο δώρο», όπως είπε εύστοχα και μια φίλη. Το έργο το ευχαριστήθηκαν ακόμα και οι πιο δυσκοίλιοι και ελληνοφοβικοί από τους ψαγμένους των Αθηνών, που βρήκαν συμπαθητικούς ακόμα και τους πιο Ελληνάρες χαρακτήρες, ίσως επειδή ο βιότοπός τους είναι το Αμβούργο και όχι η Αθήνα.
Το περίεργο είναι ότι, αντίθετα από τα προηγούμενα «δράματα» του Ακίν (ειδικά το Head On και την Άκρη του ουρανού) όπου το βάρος σηκώνουν οι τουρκικής καταγωγής χαρακτήρες, στο ελαφρύ Soul Kitchen οι πρωταγωνιστές είναι Έλληνες, γεγονός πραγματικά κολακευτικό, όπως και να το πάρει κανείς (ο Φατίχ Ακίν ως αντι-Βαρντάλος; Θα τον διασκέδαζε ο παραλληλισμός, παρά τα βραβεία που έχει μαζέψει από τα τρία μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ), μια από τις σπάνιες τέτοιες χειρονομίες που δεχόμαστε από «ξένες» κουλτούρες, ακόμα κι αν προέρχεται από una faccia una raccia Τούρκο, έστω κι από τη Γερμανία. Αν αντιπροσωπεύει κάποιο εθνικό σινεμά δεν είναι το τουρκικό (το οποίο διανύει πραγματική άνοιξη εδώ και πολλούς χειμώνες ) αλλά το γερμανικό, παρόλο που οι εθνικές συνειδήσεις στην Ευρώπη μοιάζουν να μην υποχωρούν, αντίθετα από τα εθνικά σινεμά. Είναι απορίας άξιον που δεν έχει δοκιμάσει (δοκιμαστεί μάλλον είναι πιο ακριβές) στην Αμερική. Θέμα χρόνου, ίσως. Το σίγουρο είναι ότι δεν φοβάται τα αεροπλάνα σαν τον Λαρς φον Τρίερ.
Τουρκικής καταγωγής και γερμανικής παιδείας ο Ακίν, τιμά αμφότερες αυτές τις καταβολές χωρίς να θολώνει το βλέμμα του, και ως σύγχρονος Ευρωπαίος παίρνει τις διαφορετικές κουλτούρες ως δεδομένο χωρίς επιφανειακούς multi-culti ευσεβείς πόθους. Το soundtrack, πάντως, είναι ιδιοφυές, ειδικά αν είσαι Έλληνας θεατής και ακούσεις ξαφνικά mutant Βαμβακάρη, τον Μανώλη τον Χασικλή από τους Shantel, αλλά και Σιδηρόπουλο και Olympians σε μια ξεκαρδιστική σκηνή. Πρώην post punk παιδί (η πρώτη του μικρού μήκους ταινία ήταν ερωτική επιστολή για ένα κορίτσι από την Τουρκία που γούσταρε τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και το πανκ) και δηλωμένο «αρρωστάκι» με τη μουσική, έχει πραγματοποιήσει σε διαφορετικές χρονιές δύο εντυπωσιακής έμπνευσης και ξεσηκωτικά dj set σε πάρτι του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποδεικνύοντας ότι η δύναμη ζωής που απελευθερώνεται στις ταινίες του δεν είναι τυχαία.
Ως αντανακλαστικό της ευχάριστης διάθεσης που προκάλεσε η ταινία (και όχι ως γκρίνια) προέκυψε και η επιθυμία για μια σύγχρονη ελληνική (ευρωπαϊκή) ταινία που να λυτρώνει μέσω της κωμωδίας. Αναζητείται μια ταινία χωρίς το αβάσταχτο φορτίο της ελληνικής οικογένειας που μοιάζει να καθοδηγεί Έλληνες δημιουργούς προς τον «υστερικό» (όπως ιστορικό) ρεαλισμό. Η οικογένεια στο Soul Kitchen είναι απαλλαγμένη από κάθε βάρος - στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα περίεργο καλαμπούρι της μοίρας και στη χειρότερη αναγκαίο κακό. Και οπωσδήποτε κάτι δεδομένο. Το ιδίωμα στην Ελλάδα υπάρχει πλέον - και το ταλέντο: γιατί να μην μπορεί να μετουσιωθεί σε μια σύγχρονη νεοελληνική κωμωδία που να λέει και πέντε πράγματα; Η αίθουσα μπορεί να μη μετράει πολύ πια, αλλά οι ταινίες μετράνε ακόμα, επειδή ακριβώς τις βλέπει κάποια στιγμή πολύς κόσμος, συνήθως σπίτι του. Αργά ή γρήγορα, τα καλά νέα διαδίδονται.
σχόλια