E-mail από τη Βενετία

E-mail από τη Βενετία Facebook Twitter
Somewhere
0

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Βενετίας Μάρκο Μίλερ έκανε την ανάγκη φιλότιμο, βλέποντας τα δύσκολα να έρχονται. Και τα δύσκολα φέτος ήταν αρκετά: οι εγκαταστάσεις είναι ακόμη υπό κατασκευή και οι νέες αίθουσες πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον έναν χρόνο ακόμη, αναγκάζοντας τους δημοσιογράφους και τους επισκέπτες να κάνουν σλάλομ για να μπουν στριμωγμένοι στις προβολές. Ο προϋπολογισμός ψαλιδίστηκε. Το φιλήσυχο και ελεήμον Φεστιβάλ του Τορόντο έβγαλε δόντια, εγκαινιάζοντας φέτος ένα διαγωνιστικό πρόγραμμα πιο διεθνές και ευθέως ανταγωνιστικό προς τη Βενετία. Και τέλος, τα αμερικανικά στούντιο επικεντρώνονται σε πιο ειδικευμένες πρεμιέρες σε αμερικανικές αγορές, όπως είναι το Τορόντο και η Νέα Υόρκη, διότι θέλουν να αποφύγουν το ρίσκο μια άσκοπης έκθεσης των υπολογίσιμων ταινιών - γι' αυτό και δεν έφεραν τον Φίντσερ και τον Τέρενς Μάλικ.

Επομένως, ο Μίλερ στράφηκε στο διεθνές ανεξάρτητο σινεμά και προσκάλεσε νέους σκηνοθέτες, με μέσο όρο ηλικίας 47 ετών (εξαιρέσεις ο Μιίκε και ο Μίντε Χέλμαν), στο διαγωνιστικό, διεύρυνε τα εκτός συναγωνισμού και άλλαξε τους Ορίζοντες, ανοίγοντάς τους σε πειραματικές και άλλες τάσεις από όλο τον κόσμο. Από τις ταινίες που διαγωνίζονται για το Χρυσό Λιοντάρι, είναι εμφανής η προσπάθεια κάθε σκηνοθέτη να φέρει με τη συμμετοχή την πολιτιστική ταυτότητα του τόπου του, είτε μέσω του κινηματογραφικού είδους είτε μέσω της ιστορίας που αφηγείται. Για παράδειγμα, ο Πάπλο Λαραίν από τη Χιλή, γνωστός από το Τόνι Μανέρο, επιχειρεί μια νεκροψία του Αλιέντε στο Post Mortem, ένα πένθιμο και άβολο χρονικό της πολιτικής κατάστασης πριν και κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του Πινοσέτ, μέσα από τη σχέση ενός γραμματέα σε νεκροτομείο και μιας γειτόνισσάς του, ξεπεσμένης χορεύτριας σε καμπαρέ. Ο Λαραίν είναι συνεπής στην αποστεωμένη του ματιά, δυσάρεστος, απογυμνωμένα ανθρώπινος. Η Κέλι Ράινχαρτ, η οποία επίσης έγινε γνωστή από παράλληλο πρόγραμμα στις Κάννες, παρουσίασε το Meek's Cutoff, ένα αντί-γουέστερν που καταγράφει την αργή πορεία ενός μικρού καραβανιού από το Όρεγκον, που μεταφέρει οικογένειες προς εξεύρεση μιας καλύτερης τύχης στη Δύση. Ο Μικ είναι ένας κομπορρήμων οδηγός που χάνει τον δρόμο και ένας Ινδιάνος γίνεται η μόνη τους σωτηρία καθώς κινδυνεύουν άμεσα, αν δεν βρουν νερό. Το βλέμμα της Ράινχαρτ είναι αναζωογονητικό σε ένα καθαρά ανδρικό είδος, συνδυάζοντας ποιητικότητα, εικαστικά χαρακτηριστικά και συμπόνια και αίσθηση του δικαίου. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες του φεστιβάλ, αν και, όπως και το εξίσου ποιητικό και στεγνό Post Mortem, ξεμακραίνει από υπερβολική σεναριακή αυτοπεποίθηση.

Σε παρόμοιο μήκος κύματος, το Πάθος του Κάρλο Ματσακουράτι σημαίνει την αποδοχή από μέρους του φεστιβάλ του ιδιώματος της ιταλικής μπαλαφάρας, που έθρεψε πολλές γενιές και δεν ταξίδεψε όσο έπρεπε στο εξωτερικό - στην Ελλάδα, οι παλιοί είδαν αρκετές από τις κωμωδίες που οι Ιταλοί αποκαλούν cinepannetone και εξακολουθούν να τις παρακολουθούν σε γιορτινούς τηλεοπτικούς δέκτες, όπως άλλωστε κάνουμε κι εμείς. Το Πάθος είναι η ιστορία ενός σοβαρού αλλά παρακμιακού και ανέμπνευστου σκηνοθέτη που δεν έχει σταυρώσει ταινία εδώ και 5 χρόνια (α, ρε, Μπερλουσκόνι...) και αναγκάζεται να συμμαχήσει με μια όμορφη ηθοποιό σαπουνόπερας που ψάχνει όχημα για την καταξίωσή της. Έχει πλάκα η ταινία, αν και μοιάζει να μην έχει περάσει ανεπιστρεπτί το στυλ της τρελής κωμωδίας που επικαλείται με διακριτικότητα. Αντίστοιχα, ο Τσούι Χαρκ βρίσκεται εντός διαγωνιστικού, εν μέρει γιατί ο Ταραντίνο που λατρεύει τα ιπτάμενα ασιατικά είναι πρόεδρος της κριτικής επιτροπής και επίσης γιατί ο Μάρκο Μίλερ ευνοεί το σινεμά της Άπω Ανατολής και τα genre που συνήθως δεν έχουν θέση στα περισπούδαστα μυαλά των σοβαρών κριτικών - το απέδειξε και με κάποιες περσινές επιλογές, όπως ο Τζορτζ Ρομέρο. Το Detective Dee and the mystery of the Phantom Flame του Χαρκ είναι μια ακαταμάχητη παρέλαση από πιρουέτες, μάχες, παραμύθια και τεχνική περιωπής σε όλα τα επίπεδα, που θυμίζει Σπίλμπεργκ και Λούκας και φυσικά όλο το wuxsia είδος σε τούρμπο εκδοχή.

Οι αμερικανικές συμμετοχές υψηλού προφίλ δεν έκαναν το μπαμ, αλλά κάθε άλλο παρά απογοητευτικές ήταν. Μετά τον θρίαμβο του Παλαιστή, ο Ντάρεν Αρονόφσκι επέστρεψε με τον κατά τόπους συναρπαστικό Μαύρο Κύκνο, την εμμονή μιας πρίμα μπαλαρίνα με την τελειότητα, παραμονές του πρωταγωνιστικού της ρόλου στη Λίμνη των Κύκνων. Ο Αρονόφσκι είναι φιλόδοξος και τολμηρός, καθώς δεν περιορίζεται στο πλαίσιο του ψυχολογικού θρίλερ, αλλά σωματοποιεί τον μαζοχισμό της ηρωίδας με βουτιά στη φρίκη, απηχώντας τη Μύγα του Κρόνεμπεργκ αλλά και τον δικό του Παλαιστή. Ο Κλιντ Μανσέλ έχει ξεφοδράρει μαεστρικά τον Τσαϊκόφσκι, εντυπώνοντας αγωνιώδεις παραλλαγές σε ένα κλασικό σκορ. Ο Τζούλιαν Σνάμπελ κάνει έκκληση για ειρήνη στη Μέση Ανατολή με το Miral, την κινηματογραφική μεταφορά του δραματικού χρονικού της Ρούλα Τζεμπρεάλ στην Παλαιστίνη. Ένα ορφανό μεγαλώνει σε μια διαμάχη που διαιωνίζεται, σε ένα πολιτικό πρόβλημα που χρονίζει. Η πρόθεση του Εβραίου αλλά αντικειμενικού στο θέμα Σνάμπελ είναι να κάνει μια ταινία ευγενή και χρήσιμη και μέχρι εκεί τα καταφέρνει καλά. Η Κόπολα επανέρχεται με δικό της σενάριο στο Somewhere, ένα φιλμ παρόμοιας αίσθησης με το Χαμένοι στη Μετάφραση. Εξετάζει την κενότητα ενός ηθοποιού που διαμένει στο εμβληματικά μποέμικο Chateau Marmont και φυτοζωεί, ώσπου η κόρη του τού θυμίζει τις ανθρώπινες ευθύνες πέρα από τις συνεντεύξεις, τα ποτά, τα τσιγάρα και τις γκόμενες. Η πιο Γαλλίδα από τους Αμερικανούς σκηνοθέτες πιστοποιεί το αφαιρετικό της στυλ, την ανάγκη της να εκφραστεί χωρίς πολλά λόγια, τη γνώση της για το στομάχι της ποπ κουλτούρας και δη του γκέτο του σινεμά στο Λος Άντζελες, και βρίσκει τον Στίβεν Ντορφ, ένα μικρό αστέρι σε πτώση, ως τέλειο εκφραστή ρηχότητας και ξεπέτας.

Και βέβαια, υπάρχει και ο Βίνσεντ Γκάλο, που εξακολουθεί να ταλαιπωρεί τον κόσμο με τον ναρκισσισμό του. Μετά το Brown Bunny, σκηνοθέτησε, έγραψε το σενάριο και τη μουσική, μόνταρε και πρωταγωνιστεί σε μια απομίμηση του ύφους των ασπρόμαυρων ταινιών των Μόρισεϊ-Γουόρχολ, με τον εαυτό του σε πρώτο πλάνο. Τσαλίμια και μανιέρες στο Promises written in water, μια ιστορία έρωτα και εμμονής που μοιάζει με τρύπα στο νερό, ένας μικρός ύμνος στη ματαιοδοξία. Αντίθετα, το ντοκιμαντέρ του Κέισι Άφλεκ με θέμα την παρατεταμένη, μεταβατική φάση του γαμπρού του, Χοακίν Φίνιξ, με τίτλο I'm still here είναι μια τελείως διαφορετική ματιά πάνω στην αβυσσαλέα ψυχή του χολιγουντιανού ηθοποιού, που δραπετεύει από τη ρουτίνα του επαγγέλματος για να επαναπροσδιορίσει την υπόστασή του. Από αξιόπιστος ηθοποιός, ο Φίνιξ κατέληξε περίγελος μέσα έναν χρόνο, άφησε μούσια και κοιλιά, συμπεριφερόταν τουλάχιστον παράξενα και αποφάσισε να τα παρατήσει και να βγάλει ένα δίσκο ραπ, με παραγωγό τον Παφ Ντάντι. Μας δουλεύει ή το εννοεί, αναρωτιούνται ακόμη όλοι όσοι τον ξέρουν ή απλά παρακολουθούν την καριέρα του. Η ταινία-χρονικό δεν διαφωτίζει πλήρως την αλήθεια του, παρά μόνο τις εκφρασμένες προθέσεις του. Κατά τη γνώμη μου, όλο το πράγμα είναι μια καλοστημένη φάρσα, που περικλείει αστάθεια και αμφιβολία, ωστόσο αντανακλάει τη φαυλότητα ενός κακομαθημένου και εξόχως ντοπαρισμένου ταλέντου - για το τελευταίο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αν κάτι βγαίνει από τη νέα κατάσταση που διανύει ο Φίνιξ, είναι μια κωμική φλέβα που δεν θα ήταν άσχημο να την αξιοποιήσει, σε περίπτωση που αλλάξει γνώμη και συνεχίσει με την υποκριτική. Πάντως, στη Βενετία ήρθε με πληρωμένα έξοδα του φεστιβάλ και επέλεξε να μην εμφανιστεί πουθενά!

Για τις ταινίες της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και του Σύλλα Τζουμέρκα θα τα πούμε στο επόμενο τεύχος.

    Pulp Fiction
    0

    ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

    Ιστορίες Εγκλεισμού: H Berlinale στον ρυθμό του κορονοϊού

    Pulp Fiction / Ιστορίες Εγκλεισμού: H Berlinale στον ρυθμό του κορονοϊού

    Επαγγελματίες απ' όλο τον κόσμο έγιναν κοινωνοί ταινιών απ' όλο τον κόσμο, αψηφώντας μια επιδημία που ξεκινούσε τα φονικά της βήματα στην Ευρώπη, και απουσίαζε ο Ιρανός Μοχάμεντ Ρασούλοφ που έμελλε να κερδίσει το κορυφαίο βραβείο.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Κεν Λόουτς: Τo μελό στην υπηρεσία του πολιτικού σινεμά

    Αποκλειστική συνέντευξη / Κεν Λόουτς: Τo μελό στην υπηρεσία του πολιτικού σινεμά

    Ο πολυβραβευμένος Βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς μιλά αποκλειστικά για τη νέα του ταινία αλλά και για τη χρυσή ευκαιρία που του έδωσε η κρατική τηλεόραση να στρώσει μια μεγάλη καριέρα σε έναν χώρο που έχει καταληφθεί ανεπιστρεπτί από την εφηβοκεντρική ψυχαγωγία.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Έργο χωρίς δημιουργό: η περίπτωση του Γερμανού σκηνοθέτη Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ

    Pulp Fiction / Έργο χωρίς δημιουργό: η περίπτωση του Γερμανού σκηνοθέτη Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ

    Ο σκηνοθέτης του εξαιρετικού «Οι ζωές των άλλων» και του «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα», που προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες, μιλά στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    O Μίκης Θεοδωράκης στο σινεμά

    Pulp Fiction / O Μίκης Θεοδωράκης στο σινεμά

    Η συνεργασία του με τον Μιχάλη Κακογιάννη στις τρεις τραγωδίες, η προέλευση του πιο γνωστού μουσικού θέματος που συνέθεσε στην καριέρα του, που δεν είναι άλλο από το συρτάκι στον Ζορμπά, και η προοπτική μιας χολιγουντιανής σταδιοδρομίας που δεν συνέβη ποτέ.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Τσερνόμπιλ: το χρονικό μιας τραγωδίας έγινε μια εξαιρετική μίνι σειρά

    TV & Media / Τσερνόμπιλ: το χρονικό μιας τραγωδίας έγινε μια εξαιρετική μίνι σειρά

    Βουτηγμένο στον πράσινο, μουχλιασμένο τρόμο ενός Φίντσερ, μακάβρια κλειστοφοβικό, στημένο σαν προλεταριακή επιστημονική φαντασία, το «Τσερνόμπιλ» ποντάρει στο απροσποίητο σασπένς
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Βέρνερ Χέρτσογκ: Ο μεγάλος τυχοδιώκτης του σινεμά στη Στέγη

    Pulp Fiction / Βέρνερ Χέρτσογκ: Ο μεγάλος τυχοδιώκτης του σινεμά στη Στέγη

    Ένας από τους πιο ασυμβίβαστους καλλιτέχνες της εποχής μας έρχεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση για μια ζωντανή συζήτηση, ενώ μερικές από τις σημαντικότερες ταινίες του θα προβάλλονται παράλληλα. Ο Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος συγκεντρώνει μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για εκείνον και το έργο του.
    ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ