Τσικνοπέμπτη, περπατώντας στο Μεταξουργείο
Δεν νομίζω να έχω ξαναγιορτάσει Τσικνοπέμπτη παραδοσιακά, ούτε να την έχω προγραμματίσει, όπως αύτη, ούτε και ξέρω καλά την πλευρά του Μεταξουργείου από την πλευρά της πλατείας Κολοκοτρώνη. Πήγα πρώτη φορά πριν από κάποια χρόνια για ένα «πρωτοποριακό» πάρτι στο Μεταξουργείο, Ιούλιο μήνα, μέσα στον καύσωνα, ανάμεσα σε κάτι χαλάσματα με προβολές και κάτι αλλόκοτες αθλοπαιδιές με κουτσό και σχοινάκι - ήταν κάτι σαν εικαστική εγκατάσταση, είχε και φυλλάδιο που εξηγούσε το concept. Περπατούσαμε χαζοχαρούμενα σε έναν πεζόδρομο με τη Μ.: εκείνη με ένα κοντό φορεματάκι με βολάν κι εγώ μ' ένα σορτσάκι, μέχρι που αντιληφθήκαμε πως 3 στα 4 σπίτια ήταν οίκοι ανοχής με κόκκινα φωτάκια (πλάκα-πλάκα, θα πρέπει να δοθούν εύσημα στους οίκους ανοχής για την άριστη συντήρηση των νεοκλασικών κτιρίων) και ήμασταν οι μόνες γυναίκες σε μια γειτονιά γεμάτη άντρες που μας χαμογελούσαν με τα κοφτερά τους δόντια - νιώσαμε για λίγο σαν σφαχτάρια στον πάγκο του χασάπη. Από τότε δεν μου αρέσουν πολύ οι σκοτεινοί πεζόδρομοι στο Μεταξουργείο. Έτσι, απόψε γκρινιάζω συνέχεια, «φοράω τακούνια, φοράω τακούνια, πονάνε τα ποδαράκια μου», ενώ περπατάμε μόνες μας ανάμεσα σε αναμμένα φωτάκια - ένα στα οκτώ σπιτάκια έχει γίνει εστιατόριο. «Σταμάτα να γκρινιάζεις πια», μου λέει η Μάγδα ενώ περπατάμε κάτω από τα κίτρινα φώτα του εντελώς άδειου πεζόδρομου. Αποφασίσαμε να έρθουμε νωρίς, γιατί σύμφωνα με το μεσημεριανό μας υπολογισμό βγαίναμε πάνω από 25 άτομα και το τραπέζι είναι για 20. Οπότε, είπαμε να έρθουμε να κάτσουμε νωρίς-νωρίς και μετά να κάνουμε τις πάπιες.
9:15 μ.μ., στην ταβέρνα
Φτάσαμε τόσο νωρίς που δεν υπάρχει άλλος άνθρωπος σε όλη την ταβέρνα. Οι άνθρωποι της κουζίνας που μας οδηγούν στο τραπέζι μας κοιτούν σχεδόν συγκαταβατικά. Καθόμαστε σε ένα ορθογώνιο πράγμα που πιάνει το μισό δωμάτιο λες και είμαστε σε χωριάτικο γάμο και πίνουμε ρακές οι τέσσερίς μας. Κάθε λίγο και λιγάκι σηκώνουμε τα ποτήρια και λέμε «γεια μας». Όταν έρχεται ο κόσμος και παίρνει μπρος η ψησταριά αρχίζει και η τσίκνα - μόνο που εδώ έχουν πάρει το θέμα «τσίκνα « πατριωτικά. Έχει τόση που πλέουμε, βήχοντας, μέσα στους καπνούς σαν τους γορίλλες στην ομίχλη. Κάνουμε το λάθος ν' αφήσουμε το λαϊκό είδωλο μαζί με τον Σταύρο να παραγγείλουν. Μέσα στους καπνούς αιωρούνται πιάτα που θα μπορούσαν άνετα να ταΐσουν έναν μικρό λόχο: από φέτα ψητή και παντζάρια μέχρι παϊδάκια. Η Μάγδα κάθεται κάτω από ένα πελώριο ξύλινο κάδρο με τον Καραγκιόζη ανάμεσα σε δυο πόρτες, όπως τις ανοίγουμε και τις δυο για να καταφέρουμε να αναπνεύσουμε της πέφτει στο κεφάλι. Νιώθω ότι και ο τελευταίος πόρος του κορμιού μου μυρίζει παϊδάκια. Φεύγοντας, έχουμε ανοίξει δυο ομπρέλες και τρέχουμε προς την Πειραιώς κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Στα αριστερά μας είναι μια ταβέρνα που παίζει βαριά λαϊκά - στη μέση ένα τύπος με φλούο φούξια περούκα χορεύει ζεμπέκικο τρεκλίζοντας ανάμεσα σε γυάλινα μπουκάλια μπίρας δίπλα σ' ένα τζουκμπόξ. «Ορίστε, αυτή είναι Τσικνοπέμπτη», μου λέει ο Θ. με βλέμμα όλο επιθυμία.
1:30 π.μ., στο Key Βar
Δεν αντέξαμε να πάμε σπίτι μας - έπρεπε να έρθουμε και από δω (ερχόμαστε τόσο συχνά που έχουμε καταντήσει γραφικοί). Συναντάω τον Αλέξανδρο κοντά στην πόρτα. «Είχαμε πάει για να τσικνίσουμε», του λέω. «Ναι, το κατάλαβα», μου απαντάει ευγενικά και χαμογελάει. Το βράδυ στο σπίτι δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μου μυρίζουν τα μαλλιά μου.
σχόλια