Ο ΟΡΟΣ «ΑΝΤΙΣΗΜΙΤΙΣΜΟΣ» και τα παράγωγά του χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον τη χρονιά που πέρασε (συχνά δόλια και εντελώς καταχρηστικά), κάποτε είχε υιοθετηθεί και από τον Αντώνη Σαμαρά σε ένα διαφορετικό, και δικής του έμπνευσης. πλαίσιο. Ήταν το 1996, την πρώτη χρονιά της πρώτης κυβέρνησης Σημίτη, όταν ο «εγγονός της Πηνελόπης Δέλτα» (δισέγγονος για την ακρίβεια) κήρυξε την ίδρυση ενός «αντισημιτικού μετώπου», χωρίς προφανώς να τον απασχολεί η ετυμολογία της λέξης. Θυμήθηκα τη φράση –καθώς και διάφορα άλλα, ευτράπελα και μη, κυρίως μη, από τους καιρούς εκείνους– εξαιτίας του «διχασμόμετρου» που έχει χτυπήσει κόκκινο στα social media μετά την αναγγελία θανάτου του πρώην πρωθυπουργού.
Προσωπικά, και χωρίς καμιά διάθεση αποτίμησης, αποθέωσης ή αποδόμησης της κληρονομιάς του εκλιπόντος, μου ήταν μάλλον συμπαθής τότε (αν όχι εκ των υστέρων), όπως και σε πολλούς άλλους, αρκετούς εκ των οποίων βλέπω να τον «αναθεματίζουν» σήμερα, για λόγους μη αμιγώς πολιτικούς.
Όπως και να το κάνεις, ήταν κάτι πρωτόγνωρο και πρωτάκουστο το να βλέπεις ξαφνικά τον πρωθυπουργό της χώρας στον ίδιο χώρο που βρισκόσουν με την παρέα σου (σινεμά, θέατρο, εστιατόριο κ.λπ.), και μάλιστα χωρίς να προκαλείται αναστάτωση.
Θα έλεγε κανείς ότι εκείνες οι μέρες ήταν η απαρχή αυτού που θα συμπύκνωνε –στρεβλά και με τον αληθοφανή και παχύδερμο κυνισμό που τον διέκρινε– πολλά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2010, ο Θόδωρος Πάγκαλος με την φράση «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Ο Σημίτης δεν θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο.
Δεν ήταν καθόλου λίγο αυτό κι ας μοιάζει σαν υποσημείωση. Αυτό το διακριτικό προφίλ το διατήρησε και μετά την έξοδό του από την πολιτική αρένα, αντιθέτως με τους επιφανείς συνοδοιπόρους του στον «εκσυγχρονισμό» (τη ματαίωση δηλαδή) της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, που κατέληξε τσιράκι του Πούτιν, και ο Τόνι Μπλερ, ο οποίος ερωτεύτηκε τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και μετά την αποχώρησή του από την εξουσία αναβαπτίστηκε κι αυτός σε πιστό χριστιανό (καθολικό στην περίπτωσή του).
Όσο για τα μεγάλα και τα σημαντικά ζητήματα της διακυβέρνησής του, ας τα κρίνουν άλλοι ή η Ιστορία, όπως αόριστα συνηθίζουμε να λέμε. Η είσοδος στο ευρώ έμοιαζε τότε –και ήταν– κοσμογονικό γεγονός, η επίγευση όμως είναι πικρή, εδώ και πολλά χρόνια. Τις κατάρες εναντίον του για τα Ίμια και τον Οτσαλάν από δεξιούς και αριστερούς «πατριώτες» τις ακούω βερεσέ, και σε κάθε περίπτωση επρόκειτο για «καυτές πατάτες» που είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι κάποιοι άλλοι θα τις είχαν διαχειριστεί με ιδανικό (για ποιον;) τρόπο.
Αυτό όμως που δεν μπορώ να ξεχάσω ή να συγχωρήσω είναι το πώς επέτρεψε να διεξάγεται για τόσο καιρό σε κοινή θεά το πιο μαζικό φαινόμενο διαφθοράς και ανηθικότητας που έχω δει ποτέ στη ζωή μου: το λεγόμενο «σκάνδαλο του χρηματιστηρίου», το «χρηματοπιστωτικό Ελ Ντοράντο» (οι σχετικοί ευφημισμοί είναι άπειροι), όταν ο πυρετός του τζόγου είχε καταλάβει τη χώρα, με την ενθάρρυνση της εξουσίας και των διαπλεκόμενων μέσων ενημέρωσης. Και δυστυχώς είχα αρκετά καλή θέα, όσο κι αν δεν ήθελα να βλέπω ή να ξέρω, αφού το περιοδικό Symbol (αθώο του αίματος) όπου εργαζόμουν τον καιρό του σφαγείου που ήταν μεταμφιεσμένο σε «πάρτι» ήταν το πολιτιστικό ένθετο του κραταιού τότε «Επενδυτή».
Θα έλεγε κανείς ότι εκείνες οι μέρες ήταν η απαρχή αυτού που θα συμπύκνωνε –στρεβλά και με τον αληθοφανή και παχύδερμο κυνισμό που τον διέκρινε– πολλά χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 2010, ο Θόδωρος Πάγκαλος με την φράση «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Για την ακρίβεια είχε πει τότε από το βήμα της Βούλης, την ώρα που οι ψευδαισθήσεις είχαν οριστικά τελειώσει και το μακελειό ήταν πλέον ορατό από παντού: «Τα φάγαμε όλοι μαζί. Μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής». Ο Σημίτης δεν θα παραδεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο.
Όσοι δεν έζησαν την αποπνικτική νοσηρότητα της ατμόσφαιρας που ανέδυε το περιφερόμενο «χρηματιστηριακό πάρτι» δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την εποχή. Ίσως βοηθάει η χθεσινή ανάρτηση του Τάσου Τέλλογλου στο Facebook:
«Το 1999-2000 κάναμε με τον Τσίμα και τον Παπαχελά το "Μαύρο Κουτί" κάθε 15 μέρες. Είπαμε να κάνουμε μία εκπομπή για τη φρενίτιδα του χρηματιστηρίου. Η Σοφία Παπαϊωάννου πήγε σε ένα μαιευτικό γραφείο στην Τρίπολη που πούλαγε "ευκαιρίες" (μετοχών), εγώ σε μία μεγάλη εταιρεία κατεργασίας ψαριού της Καβάλας που είχε μαζέψει κανένα δύο δισεκατομμύρια στο χρηματιστήριο και σκεφτόταν να τα βάλει σε αεροπορική εταιρεία (τα ’χασε όλα μετά και έκλεισε) επειδή είχε κόρες που γουστάραν αεροπλάνα. Το συμπέρασμα της εκπομπής ήταν "μην βάζετε τα χρήματα σας σε αυτό το καλάθι, θα τα χάσετε". Πήραμε 400 τηλεφωνήματα στο σταθερό που όλη η Ελλάδα μας έβριζε. Καθόμουνα και τα απαντούσα προσωπικά για να τσακώνομαι με τον κόσμο. Η κουβέντα τελείωνε εκ μέρους του τηλεθεατή με την ευχή "Άι γαμήσου".
ΥΓ Όταν παίξαμε την εκπομπή -στα μισά του δρομού-, δεν είχε τελειώσει η προβολή ακόμα, πήρε ένα στέλεχος του καναλιού, φίλος μου. "Ξέρεις πόσα βγάζουμε από την δραστηριότητα (operation) και πόσα από το χρηματιστήριο;" είπε και ζήτησε να σταματήσουμε (πράγμα που δεν κάναμε). Μετά κοίταξα τα νούμερα, ήταν κάτι στην κλίμακα 1 προς 10».