Αφίσες από παραστάσεις της βερολινέζικης Volksbühne, vintage οθόνες τηλεόρασης βγαλμένες από την Οδύσσεια του Διαστήματος του Κιούμπρικ, ένα σκρίνιο με πρωτόγονες κονσόλες με παιχνίδια, όπως Caveman Rambler και Alien Attack, και μια βιβλιοθήκη με τίτλους όπως Παράδοξες Διηγήσεις, ένα λεύκωμα του Γιώργου Ξένου κι ένα άλλο του Λαζόγκα (που μένει απέναντι) δίπλα σ’ ένα τεύχος του περιοδικού «Novum».
Η Μαρία Μινέρβα έχει βουλιάξει σε μια πολυθρόνα και καπνίζει, ακούγοντας το υπόκωφο dub του Blend που παίζει απόψε στο πάνω μπαρ του Bios, ενώ από κάτω η Πειραιώς αστράφτει από τα φώτα των μποτιλιαρισμένων αυτοκινήτων και το κτίριο του Ερυθρού Σταυρού, που είναι ακριβώς απέναντι, μοιάζει στοιχειωμένο (εδώ ήταν που πριν από πολλά χρόνια έκαναν πάρτι οι τρομοκενίτες, απαγγέλλοντας ποίηση με υπόκρουση ένα γκονγκ κι έναν λόγο του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ενώ εμείς καθόμασταν πάνω στα κιβώτια με τον σταυρό του κινήματος).
Η Μαρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Εσθονία, στο Τάλιν, σ’ ένα σπίτι με χιλιάδες δίσκους. «Ο πατέρας μου είναι ένας πολύ γνωστός μουσικοκριτικός της Εσθονίας, οπότε μεγάλωσα μέσα στη μουσική. Στην εφηβεία μου άρχισα ν’ ακούω indie, λάτρεψα τους Stereolab και μετά κόλλησα με τη house και την techno, ενώ άρχισα να κάνω και τρελό κλάμπινγκ, παρόλο που ήμουν ανήλικη. Ύστερα ανακάλυψα το post-punk και τις μουσικές των αρχών της δεκαετίας του ‘80. Ακόμα και σήμερα δεν περνάει μια μέρα που να μη βάλω ν’ ακούσω Chris and Cosey και Cabaret Voltaire, αν και, από τότε που ξεκίνησα να κάνω τη δική μου μουσική, σταμάτησα ν’ ακούω τόσο μανιωδώς όσο παλιότερα. Μπορεί να κάτσω έξι ώρες σ’ ένα δωμάτιο στην απόλυτη σιωπή».
Η Μαρία Μινέρβα έφυγε από την Εσθονία για να σπουδάσει Τέχνη στο Λονδίνο, στο Goldsmiths (στο ίδιο πανεπιστήμιο όπου σπούδασε ο Ντέιμον Άλμπαρν κι εκεί όπου ιδρύθηκαν ουσιαστικά οι Blur), αλλά κατέληξε να δουλεύει ως intern στο «Wire» («περπατούσα μια μέρα στο Ανατολικό Λονδίνο, είδα τα γραφεία του περιοδικού, μπήκα μέσα και τους ζήτησα να με πάρουν ως intern. Ήταν το πιο θαρραλέο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου») και να πειραματίζεται πάνω στα πρώτα της κομμάτια, τα οποία κυκλοφόρησε σε κασέτα, πριν κυκλοφορήσει τον πρώτο της δίσκο («Cabaret Cixous») στη Not Not Fun του Λος Άντζελες και αποσπάσει διθυραμβικές κριτικές από την «Guardian», το «Wire» («οk, εκεί είχα μέσο») και το «Dazed».
O Πολ Λέστερ της «Guardian» έγραψε ότι η μουσική της είναι post-Pink, «όχι όμως post-Pink, αλλά post-Ariel Pink». Βουτηγμένη στα lo-fi grooves, με αναφορές στην ντίσκο, τη europop, τίγκα στα reverbs και με μια φωνή ονειρική (που μερικές φορές είναι επιτηδευμένα ασθμαίνουσα) και με στίχους άλλοτε απελπισμένους άλλοτε ερωτικούς, επηρεασμένους απ’ τη Γαλλίδα θεατρική συγγραφέα και φεμινίστρια Hélène Cixous, έχει κάνει ένα απ’ τα πιο εντυπωσιακά ξεκινήματα της φετινής χρονιάς. «Ο ήρωάς μου είναι ο Μπράιαν Ίνο, ο οποίος ξεκίνησε χωρίς να ξέρει τίποτα από μουσική και από παραγωγή, κατάφερε να εφεύρει την ambient και τώρα είναι παραγωγός σε ονόματα όπως οι U2 και οι Coldplay.
Πάντα με εμπνέει το γεγονός ότι μπορείς να ξεκινήσεις από μια αφετηρία χωρίς να ξέρεις τίποτα και να φτάσεις σ’ ένα αποτέλεσμα μέσω πειραματισμών», μου λέει η Μαρία, φυσώντας την τούφα των μαλλιών που της κρύβει το ένα μάτι, κι ύστερα μου διηγείται την ιστορία της γνωριμίας της με τον σύγχρονο ήρωά της, τον Άριελ Πινκ. «Είχα γνωρίσει μέσω ίντερνετ τον μπασίστα της μπάντας του, αυτό τον ψηλό Ασιάτη με τα μακριά μαλλιά, και όταν φέτος τον Αύγουστο ήρθαν για συναυλία στο Λονδίνο, μου έστειλε ένα μήνυμα να πάμε για φαγητό. Τελικά, καταλήξαμε όλοι μαζί σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου να καπνίζουμε χόρτο και να βλέπουμε τηλεόραση. Πάντως, όλοι τους είναι απίστευτα έξυπνοι και αστείοι».
Η Μαρία έχει στο Λονδίνο μια φίλη Ελληνίδα που της έχει εξηγήσει ότι το Μινέρβα στην Ελλάδα είναι μια μάρκα ελαιόλαδου, αλλά και τα πιο κλασικά αντρικά εσώρουχα, και κάθε φορά που το σκέφτεται γελάει. «Υιοθέτησα αυτό το όνομα γιατί η Μινέρβα είναι η κόρη του Γιούπιτερ και η θεά της σοφίας, του πολέμου, των επιστημών και των τεχνών στη ρωμαϊκή μυθολογία. Ήθελα κάτι δυναμικό και εύηχο». Πώς τα ξέρει όλ’ αυτά; «Στο γυμνάσιο πήρα μέρος σ’έναν διαγωνισμό με θέμα την ελληνική και τη ρωμαϊκή μυθολογία και βγήκα δέκατη σε όλη τη χώρα», λέει λίγο πριν πάει στον κάτω χώρο του Bios και αποδείξει ότι δεν είναι τυχαίο που όλοι ασχολούνται μαζί της φέτος. Δίπλα, μια κοπέλα που μόλις έφτασε στο Bios για να συναντήσει την παρέα της, λέει: «Αν δεν είχα το GPS, δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να το βρω αυτό το μέρος».
σχόλια