Παλαιόθεν ο ντόπιος αναγνώστης έβλεπε στα καροτσάκια ορισμένα κείμενα τα οποία, και να μην τα διάβασε, του έμειναν ως τίτλοι. Για παράδειγμα, τα Κατά συνθήκην ψεύδη του Νορντάου, οι Αφορισμοί του Σοπενχάουερ, ο Μηδενισμός του Νίτσε, το Συμπόσιο, το Ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω κ.λπ. Ο Σοπενχάουερ ήταν γνωστός στο κοινό για την απαισιοδοξία του, για κάτι παράδοξες φράσεις (όπως το απόφθεγμα «Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν βγάζει τα έξοδά της»), αλλά το μεγάλο του βιβλίο Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση δεν αξιώθηκε να «γυριστεί» στη γλώσσα μας. Το ίδιο καθεστώς επικρατεί και σήμερα, και οι αναγνώστες αναμένουν τον γενναίο μεταφραστή (και τον εξίσου γενναίο εκδότη) που θα βάλει μπρος τη σοπενχαουερική βίβλο. Ωστόσο, οι Αφορισμοί του, που κυκλοφόρησαν κάποτε μεταφρασμένοι από τη Λίνα Ζωγράφου (αν δεν με γελάει η μνήμη μου), συνεχίζονται τώρα από τον Αρμύρο με έξοχο τρόπο.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη: «Βασική δομή», «Τι είναι κάποιος», «Τι έχει κάποιος», «Τι είναι κάποιος στα μάτια των άλλων». Για να ψυλλιαστούμε τι πάνω-κάτω απασχολούσε τον Αρθούρο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας κάποια βιογραφικά του στοιχεία, που ασφαλώς εξάπτουν την περιέργεια του αναγνώστη με την παραδοξότητά τους. Ο πατέρας του, Χάινριχ Φλόρις, άγνωστο γιατί, ήθελε να γεννηθεί το παιδί του στην Αγγλία, παραταύτα, παρότι μετακόμισε στο Λονδίνο, άλλαξε γνώμη κι έφερε τη γυναίκα του πίσω στη Γερμανία. Ήταν εύπορος έμπορος με υπολογίσιμη μόρφωση και βρέθηκε νεκρός σ' ένα κανάλι (1805). Η μητέρα του, κοσμική και μυθιστοριογράφος, δεν είχε για τον γιο της την καλύτερη γνώμη. Στο σαλόνι της, στη Βαϊμάρη, οργάνωνε εσπερίδες όπου παρίστατο ακόμα και ο Γκαίτε, αλλά όχι ο γιος της. Του έγραφε σε μιαν επιστολή: «Αν ήσουνα λιγότερο ασήμαντος και πάλι θα ήσουν γελοίος, αλλά τώρα είσαι εξοργιστικός. Η περιφερόμενη λογοτεχνική εφημερίδα που θες να είσαι είναι κάτι ανιαρό και κακόβουλο, γιατί δεν μπορούμε να πηδάμε σελίδες και να τη ρίχνουμε στη φωτιά, όπως κάνουμε με μια κανονική εφημερίδα».
Μεταξύ πόνου και ανίας, το μόνο φάρμακο είναι η στωική αταραξία. «Σε κάθε εκπνοή αέρος, ήταν ο θάνατος που μας απείλησε και τον απωθήσαμε»
Γκρινιάρης, κακότροπος, απαισιόδοξος, φυγάνθρωπος, ο Αρθούρος θα αναγορευτεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Εκεί συνέβη και ένα από τα βασικά ανέκδοτα της ζωής του: στα μαθήματά του πήγαιναν περίπου πέντε φοιτητές, ενώ στου Χέγκελ οι φοιτητές έτρεχαν πατείς με πατώ σε! Μετά από ένα εξάμηνο θα διακόψει τα μαθήματά του. Ένας άνδρας ιδιοφυής, παράξενος, γκρινιάρης όσο και πνευματώδης, θα στραφεί προς τη βιοθεωρία του ανθρώπου, όπου θα εκφραστεί ο πεσιμισμός του. Η ανθρωπότητα, δηλώνει ο Αρθούρος, έμαθε από μένα πράγματα που δεν θα λησμονήσει ποτέ!
Μεταξύ πόνου και ανίας, το μόνο φάρμακο είναι η στωική αταραξία. «Σε κάθε εκπνοή αέρος, ήταν ο θάνατος που μας απείλησε και τον απωθήσαμε». Οι πολιτικές του απόψεις, λαμβανομένης υπόψη και της εποχής, ήταν υπεραντιδραστικές, ενάντια στην επανάσταση, ενάντια στην πολιτική, ενάντια σε κάθε μορφή πολιτικής καθοδήγησης. Η ελευθερία, άλλωστε, υπάρχει, κατά τη γνώμη του, εκεί όπου η πολιτική δεν έχει νόημα. Εναντιωνόμενος στον Ρουσώ, εκφράζει την απέχθειά του, διότι «μας παρουσιάζει τη ζωή ως επιθυμητή κατάσταση και την ευτυχία ως σκοπό της ζωής» Για το κράτος θα πει: «Το κράτος είναι φίμωτρο που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε φυτοφάγο. Αν πρέπει να σταθεροποιήσουμε την κοινωνία, θα πρέπει να μιμηθούμε τον δεσποτισμό». «Κάθε φιλοσοφία που φρονεί ότι θα λύσει το πρόβλημα της ύπαρξης με πολιτικά μέσα είναι καρικατούρα και υποκατάστατο της φιλοσοφίας».
Πέρα από πεσιμιστικές κραυγές του φιλοσόφου, πέρα από τη φυγανθρωπία του και τη φιλέρημη ζωή του, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η σκέψη της εποχής του αλλά και του επόμενου αιώνα επηρεάστηκαν σφόδρα: Νίτσε, Φρόιντ, Τολστόι (έμαθε γερμανικά για να τον διαβάσει), Στρίντμπεργκ, Μωπασάν, Κόνραντ, Προυστ, Κάφκα, Σελίν, Μπέκετ, Χορκχάιμερ, Τόμας Μαν, Μπόρχες. «Οι συγκαιρινοί του Τόμας Μαν, εκτεθειμένοι στη φασιστική καταστροφή, δεν θα συγχωρήσουν στον Αρθούρο το γεγονός ότι άφησε ένα μέρος της περιουσίας του στο Επικουρικό Ταμείο Στρατού που ιδρύθηκε στο Βερολίνο για τους στρατιώτες που λαβώθηκαν κατά τις εξεγέρσεις του 1848 στη συμβολή τους για τη διατήρηση της τάξης...».
Για το κράτος θα πει: «Το κράτος είναι φίμωτρο που υποβιβάζει τον άνθρωπο σε φυτοφάγο. Αν πρέπει να σταθεροποιήσουμε την κοινωνία, θα πρέπει να μιμηθούμε τον δεσποτισμό». «Κάθε φιλοσοφία που φρονεί ότι θα λύσει το πρόβλημα της ύπαρξης με πολιτικά μέσα είναι καρικατούρα και υποκατάστατο της φιλοσοφίας».
Διόλου τυχαίο ότι, προλογίζοντας τους Αφορισμούς του, ο συγγραφέας ανατρέχει μόνο στον Γκερολάμο Καρντάνο, Ρωμαίο γιατρό, μαθηματικό και εφευρέτη ο οποίος –εκτός των άλλων– είχε προβλέψει και την ημερομηνία του θανάτου του, αλλά, επειδή την ώρα που θα πέθαινε έχαιρε άκρας υγείας, προτίμησε ν' αυτοκτονήσει αντί να παραδεχτεί την αποτυχία του...
Η αφοριστική μελέτη αποσκοπεί στη σύνταξη μιας βιοθεωρίας η οποία γκρεμίζει τις γέφυρες με τη θεολογία, χωρίς να αρνείται έναν τρόπο ζωής. Αυτό που αξίζει να βιωθεί και να εκφραστεί το βρίσκουμε αφού πρώτα ξεφύγουμε από τη θρησκεία, την πολιτική και τη ροπή προς τη φιλανθρωπία. Άλλωστε, ο άνθρωπος και συνάνθρωπος δεν μπορεί να βοηθηθεί σοβαρά, διότι βρίσκεται μέσα στο δέρμα του και ζει άμεσα μόνο εκεί. «Έξω από την ατομικότητά του δεν μπορεί να βγει κανείς». Η ευρηματικότητα του Σοπενχάουερ είναι εκπληκτική, καθώς συνδυάζει ρήσεις του λαού («Η πείνα είναι ο καλύτερος μάγειρας») με προσωπικά αφαιρετικά συμπεράσματα. Το τι είναι κανείς συμβάλλει στην ευτυχία του περισσότερο από το τι έχει.
Ο Σοπενχάουερ δεν αρνείται την ευδαιμονολογία και την αρχαϊκή αρετολογία, απλώς την κρίνει με βάση την προσωπική του κατάσταση. Γι' αυτό, δεν επιμένει στο τι έχει κάποιος αλλά στο τι είναι. Διόλου τυχαίο το γεγονός ότι η έννοια «εαυτός» έρχεται και ξανάρχεται ως ιερό μοτίβο στον κόσμο του συγγραφέα. Πολύ εύστοχο το παράδειγμα της αγγλικής έκφρασης «he enjoys himself at Paris», η οποία δεν δηλώνει ότι κάποιος «απολαμβάνει το Παρίσι» αλλά ότι «απολαμβάνει τον εαυτό του στο Παρίσι» ή το Παρίσι «διαμέσου του εαυτού του»... Όλα κρίνονται από την ατομικότητα. Αν είναι φτηνή και ασήμαντη, κάθε απόλαυση είναι σαν το καλό κρασί σε στόμα με γεύση χολής. Ο ευγενής χαρακτήρας, το ικανό μυαλό, το αρμονικό ταμπεραμέντο, η ευφρόσυνη διάθεση, το υγιές σώμα κ.λπ. προδίδουν την υφή του χαρακτήρα μας. Ειδικά «η ομορφιά είναι ανοιχτή συστατική επιστολή που κερδίζει τις καρδιές εκ των προτέρων...».
Προβάλλοντας τον πόνο και την πλήξη, ο Σοπενχάουερ δεν κρίνει απλώς την κατάσταση του εν γένει ανθρώπου αλλά και την περιρρέουσα αναυθεντικότητα του μέσου ανθρώπου, ο οποίος, αποδιωγμένος από τον αφανή εαυτό του, με άλλα λόγια από το «εσωτερικό του κενό», κοιτάζει πώς να αρπαχτεί από τον εξωτερικό κόσμο. «Κυρίως από αυτό το εσωτερικό κενό πηγάζει το πάθος για κοινωνικότητα, ψυχαγωγία, διασκέδαση και πολυτέλεια κάθε είδους, που οδηγεί πολλούς στη σπατάλη και μετά στην εξαθλίωση. Από αυτό το ξεστράτισμα τίποτα δεν προφυλάσσει πιο σίγουρα απ' ό,τι ο εσωτερικός πλούτος, ο πλούτος του πνεύματος, καθότι αυτός, όσο πιο πολύ πλησιάζει το ουσιώδες, τόσο πιο λίγο χώρο αφήνει για την πλήξη». Η κλίμακα αυτή ξεκινά από τον αναίσθητο ηλίθιο και φτάνει μέχρι τη μεγαλοφυΐα... Η γνώμη του φιλοσόφου για τη «δημοκρατία» εκφράζεται με το απόφθεγμα «Εκατό τρελοί μαζεμένοι δεν κάνουν έναν σώφρονα άνθρωπο». Ενώ ο θηρευτής διασκεδάσεων πασχίζει πάση θυσία να ξεφύγει από τον ίδιο του τον εαυτό, ο πνευματώδης επιζητεί τη μοναξιά, την κατάσταση δηλαδή που βιώνει αυτός ο ίδιος και την οποία ο Σενέκας συμπύκνωνε στο εξής ρητό: «Ο ανόητος υποφέρει επειδή του είναι βάρος ο ίδιος του ο εαυτός». Από την άλλη μεριά, αν μια ευφυΐα είναι εκτός του συνηθισμένου, ο ελεύθερος χρόνος είναι απαραίτητος, διαφορετικά θυμίζει «Πήγασο ζεμένο στο αλέτρι...». Άλλος ο γιος της ανάγκης, άλλο η ελεύθερη ευφυΐα...
Οι γνώστες του Νίτσε, διαβάζοντας Σοπενχάουερ, καταλαβαίνουν γιατί η λέξη «φιλισταίος» έχει τόση πέραση στα νιτσεϊκά κείμενα. Φιλισταίος είναι ο άνθρωπος που δεν έχει πνευματικές ανάγκες, είναι άμουσος, πρόκειται δηλαδή για τον άνθρωπο που διαρκώς καταγίνεται με μια πραγματικότητα που δεν είναι πραγματικότητα. Η μόδα, ο συρμός, η διασκέδαση, οι απολαύσεις, πληρούν την ύπαρξή του. Ο χορός, τα θεάματα, οι συντροφιές, το χαρτοπαίγνιο, τα τυχερά παιχνίδια, τα άλογα, οι γυναίκες, το πιοτό, τα ταξίδια (το ποδόσφαιρο και η τηλεόραση θα λέγαμε σήμερα), τον σώζουν από την πλήξη. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου ο Σοπενχάουερ προσφέρει ένα έξοχο δοκίμιο περί προσωπικού κύρους, αυτοσυνείδησης και μονομαχίας βέβαια, καθότι η κρίση των όπλων -απότοκο της ιπποτικής τιμής- αποτελούσε για την εποχή του την κορυφαία δοκιμασία του άνδρα.
σχόλια