Στον ελάχιστο πνευματικό βίο που παρουσίασε η νεότερη Ελλάδα, όπου η ποίηση κυρίως και η διηγηματογραφία άφησαν χνάρια αξιοζήλευτα, η κριτική έμοιαζε με υιοθετημένη θυγατέρα που πάντα στραβοκοίταζε πότε τους στίχους και πότε τα διηγήματα, χωρίς να διαθέτει δική της σκέπη. Ένα από τα μοτίβα αυτής της γραφής που δεν δημιουργούσε λογοτεχνικά έργα, αλλά τα έκρινε κατά το δυνατόν, απαιτούσε τρομερή σκευή, ενασχόληση με το δυτικό ακαδημαϊκό πνεύμα και συνάμα με φιλοσοφήματα (όπως του Κρότσε) ή κραταιά ποιητικά έργα (όπως του Μαλλαρμέ), άνευ των οποίων ο κριτικός θύμιζε αφελές τέκνο.
Ο Δημήτρης Νικολαρεΐζης (1908-1981) ομολογεί στον πρόλογο του βιβλίου του: «Πολύ νωρίς σχημάτισα την πεποίθηση πως μόνο στον τομέα της κριτικής θα μπορούσα να εκδηλωθώ έγκυρα. Κάτι στίχους που έγραψα τους έδειξα σε φίλους, αλλά, παρά την αντίθετη συμβουλή τους –ιδιαίτερα του αλησμόνη- του Τέλλου Άγρα–, ποτέ δεν τους δημοσίευσα. Ήξερα πως δεν ήμουν πλασμένος για να δώσω στην ποίηση δείγματα που θα φανέρωναν, όπως θα ήθελα, μια φλέβα γερή, αισθαντική, πλούσια σε περιεχόμενο και σε ποιόν, αν όχι και σε ποσότητα (ανέκαθεν στη λογοτεχνία η αφθονία με άφηνε αδιάφορο)». Το πνεύμα της εποχής είναι προφανές: ο νεαρός Δημήτρης, συνάδελφος και φίλος του Γιώργου Σεφέρη, μόλις στα δεκαεπτά του άρχισε να γράφει στίχους, για να τους απορρίψει πάραυτα. Οπότε η απόφαση ήταν σαφής: μόνο το δοκίμιο θα ικανοποιούσε την κλίση του. Πάντα εύστοχος, ο Σεφέρης έγραφε στον Κατσίμπαλη το 1936 για τον Νικολαρεΐζη: «Ταλαντεύεται πάντα μεταξύ διπλωματίας και τελειότητας».
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, όπου οι εκδότες σπανίζουν, τα περιοδικά είναι λειψόβια, οι λογοτέχνες λιγοστοί και ευάλωτοι στην παραμικρή κρίση, ο Νικολαρεΐζης στρέφεται στα γαλλικά γράμματα για να προωθήσει το γαλλικό κριτικό πνεύμα και να διαβάσει ποιητές όπως ο Μαλλαρμέ. Όντως μελέτησε τον ποιητή που ήταν εκείνη την εποχή αυτάδελφος του Μπωντλαίρ:
Άφησε απ' έξω αν αρχίσεις
Το πραγματικόν ως τιποτένιο
Το πολύ ορισμένο νόημα μουντζουρώνει
Την αόριστη φιλολογία σου.
Παρασυρμένος από την κλίση του, ο Νικολαρεΐζης μπορεί να μη δημιουργεί ποιητικά έργα που θα συναρπάσουν, πλην όμως έχει τον τρόπο να σπουδάζει τα μυστικά των μεγάλων ποιητών. Γάλλος στην Ελλάδα (λόγω Βαλερύ και Μαλλαρμέ), Έλλην στο Παρίσι, όπου «η ποίηση που πλάθεται μακριά από την τύρβη του κόσμου, ποίηση όπου άρχει η ήρεμη θεώρηση του θανάτου και η ήρεμη θεώρηση της ζωής και όπου ένα δυνατό δημιουργικό κύτταρο πάλλεται, θαρρείς, κλεισμένο μέσα στο θηκάρι, ανήμπορο να ενωθεί με άλλο στοιχείο, να γονιμοποιήσει και να αφανιστεί εκτελώντας τον φυσικό προορισμό του».
Το 1930, η «Αλεξανδρινή Τέχνη» είχε φιλοξενήσει ένα περισπούδαστο άρθρο του Τέλλου Άγρα για τον Όρκο του πεθαμένου του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Στη συνέχεια η «Νέα Εστία» το πρόσφερε στους αναγνώστες της με την επιγραφή: «Μια συνηγορία υπέρ των ποιητών». Ουσιαστικά, εδώ ο Νικολαρεΐζης ομολογεί την απουσία βαθύτατης δημιουργικότητας από τα περισπούδαστα γραφτά του, όπως άλλωστε αποφεύγει να είναι απλώς άνθρωπος των γραμμάτων. Όταν ο Τέλλος Άγρας γράφει «Οι κριτικοί είναι τα φαινόμενα της αντιδημιουργίας, όχι καν δημιουργοί, άλλα ούτε καν πρόσωπα. Το πρόσωπο αρχίζει από τη δημιουργία», ουσιαστικά θέτει τον Δημήτρη Νικολαρεΐζη στην άγονη, ως επί το πλείστον, πλευρά της αντι-δημιουργίας.
Ο συγγραφέας μας δεν είναι εξομολογητικός, κατά συνέπεια στερούμαστε συστηματικά τις οιεσδήποτε πληροφορίες θα συλλέγαμε αν άφηνε κάποια κιτάπια ημερολογιακά, όπου θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το εσωτερικό δράμα ενός ανθρώπου που επιθυμούσε περιπαθώς να γίνει λογοτέχνης και τελικά κατέληξε στη λόγιας μορφής δραστηριότητα που είναι η «κριτική». Άλλο να γράφει κανείς τον Μεγάλο Μωλν και άλλο να τον κρίνεις αναλυτικά και ευφάνταστα.
Ουσιαστικά, ο Σεφέρης ήταν ο ποιητής που όχι μόνο απέδωσε στην ποίηση αλλά συνέγραψε εκλεκτά δοκίμια νεοελληνικής μορφής και κατόρθωσε μεταφράσεις εξαιρετικού κύρους. Συνάμα άφησε ένα προσωπικό ημερολόγιο, όπου ο φιλοπερίεργος αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να βρει τις σκέψεις και τα ξεσπάσματα ενός ανθρώπου ταμένου ψυχή τε και σώματι στη λογοτεχνία και ειδικότερα στον τόπο του. Όταν ο Νικολαρεΐζης έγραφε για την «αρητόρευτη ποίηση του Σεφέρη», έκανε διάνα. Μάλιστα, όταν την έβλεπε δεμένη με τη σύγχρονη πραγματικότητα, έφερνε στον ελληνικό στίχο τον τόνο της ύφεσης, ως αντίδραση ασφαλώς στην ποίηση του Σικελιανού και βέβαια του Νίκου Καζαντζάκη.
Μια επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη προς τον Νικολαρεΐζη προδίδει τον πνευματικό ορίζοντα των συγγραφέων της εποχής: «Αγαπητέ κ. Νικολαρεΐζη, πολλή χαρά και συγκίνηση μου έδωκε το τίμιο γράμμα Σας (...). Κάθε μέρα που περνάει, κάθε ώρα (με τις ώρες πρέπει να μετρούμε) δικαιώνει πολύ την πεποίθηση μέσα μου πως ζούμε μεγάλες δημιουργικές (κι επομένως καταστροφικές) στιγμές, που ποτέ δεν είχαν ήσυχη, discrète, λιγόλογη φωνή. Κάθε σκέψη και πράξη μας, αν θέλουμε να 'ναι συντονισμένες με την εποχή μας, οφείλει να 'ναι "ηρωική", αλλιώς μπορεί ίσως να 'χη θέλγητρα, ποτέ όμως την επική έφοδο του ανθρώπου. Βλέπω τους νέους και λέω: Πώς είναι δυνατόν να μην έχουν νιώσει;
Μην ακούτε τι λέει το μυαλό Σας, τι μπορεί να ξέρη ο δικηγοράκος αυτός, ο νους του ανθρώπου. Την καρδιά Σας ν' ακούτε, αυτή ξέρει βαθύτερα πράματα κι οσμίζεται σαν τη σκύλα τον αγέρα».
Το 1938, κατακαλόκαιρο, συντροφιά με τον Θεοτοκά και τον Φωτιάδη, φτάνουν στην Αίγινα, εκεί δηλαδή όπου ο Καζαντζάκης είχε το ερημητήριό του. Το πρώτο πράγμα που τους έκανε εντύπωση ήταν η ανησυχία του Καζαντζάκη για τα γούστα των νέων της εποχής του, που δεν είχαν δείξει ενδιαφέρον για το έργο του. Η νεολαία της εποχής θαύμαζε τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη. Επειδή, λοιπόν, ο Καζαντζάκης εκτιμούσε τον Σικελιανό, στις αναφορές που έκανε για τον ποιητή υπέβοσκε κάποια ειρωνεία. Τους διηγήθηκε πως ο ποιητής του «Αλαφροΐσκιωτου» επεχείρησε κάποτε να αναστήσει κάποιον νεκρό χωριάτη στους Δελφούς, με αποτέλεσμα να μπει στη μέση η Αστυνομία, πως νόμιζε ώρες-ώρες (και δεν ήξερες αν λέει αλήθεια ή ψέματα) πως ήταν ο ίδιος, μετεμψυχωμένος, πότε ο ένας και πότε ο άλλος θεός της αρχαίας Ελλάδος.... Με κάποιον τρόπο, δηλαδή, κορόιδευε τον θεατρινισμό του Σικελιανού. Παρόμοιες εντυπώσεις είχε ο Νικολαρεΐζης από τον Καβάφη όταν είχε επισκεφθεί την Αθήνα για να υποβληθεί σε εγχείρηση. « Ήταν παρόντες ο Τέλλος Άγρας και δυο-τρεις άλλοι και ο Καβάφης έκλεινε χαρακτηριστικά το στόμα του κι έπαιρνε ύφος έξω τόπου και χρόνου, κάθε φορά που ακουγόταν επάνω στην Μκουβέντα το όνομα του Παλαμά».
Με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου «η Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα σύμμαχος της χιτλερικής Γερμανίας. Και τον είπαν κομμουνιστή τον άνθρωπο που έγραψε τόσα ελληνικά αριστουργήματα (!)».
Τέλος, η μία και μόνη συνέντευξη του Νικολαρεΐζη στα «Ελληνικά Γράμματα» αποδίδει, θα λέγαμε, την αμηχανία του νεαρού κριτικού και την αντιδημιουργικότητα που είχε παρατηρήσει ο Τέλλος Άγρας.
Στην ερώτηση «πώς σας φάνηκε η Φλωρεντία;», η απάντηση του κριτικού είναι η εξής: «Δεν ξέρω άλλο τόπο όπου τα όρια των περασμένων και των τωρινών να είναι τόσο ασταθή και όπου το πνεύμα να τινάζεται με τόση ευκολία στην αναπόληση. Τα τεκμήρια του 20ού αιώνα στη Φλωρεντία είναι διακριτικά. Τίποτα σχεδόν δεν εμποδίζει τις μετακινήσεις της φαντασίας στα δώματα του ιστορικού χρόνου. Εκεί η Αναγέννηση είναι πραγματικότητα, που μπορείτε να ξαναζήσετε τον βραδύ σχηματισμό της και τη μυστική της εκπόρευση από το εγχώριο περιβάλλον...».
Στην ερώτηση «πώς θεωρείτε το δοκίμιο;» η απάντηση είναι η εξής: «Νομίζω πως κι εδώ και στις ξένες λογοτεχνίες επικρατεί κάποια αβεβαιότητα σχετικά με εκείνο που πρέπει να εννοούμε όταν λέμε δοκίμιο. Δοκίμια έγραψε πρώτος ο Μονταίνι. Το είδος από 'κείνον κρατάει. Ας θυμηθούμε την εποχή του: την Αναγέννηση. Ο παράγοντας "φύση" έχει υψωθεί στη συνείδηση των ανθρώπων. Προετοιμαζόταν το φανέρωμα του Ντεκάρτ, που θα έβαζε τα θεμέλια του θετικισμού, δίνοντας την οριστική κατεύθυνση στις μέλλουσες επιστήμες. Ήταν μια εποχή ελεύθερη για το πνεύμα, εποχή μεσοβασιλείας – κατεξοχήν κατάλληλη για να γεννηθεί το δοκίμιο».
Χωρίς μακρόσυρτα σχόλια, μπορούμε να πούμε ότι εκεί που ο δημοσιογράφος ρωτά τη γνώμη του Νικολαρεΐζη για διάφορα πράγματα, εκείνο που αποκρίνεται είναι τα διαβάσματα του κριτικού και όχι το εσώτερον που θα μπορούσε να απασχολεί έναν στοχαστικό αντιδημιουργό.
Όταν τον ρωτούν για την ελληνική κριτική, απαριθμεί Ροΐδη, Ζαμπέλιο, Αποστολάκη, Παλαμά, Πολίτη, Παράσχο, Άλκη Θρύλο, Τέλλο Άγρα κ.λπ., όταν τον ρωτούν για την ευρωπαϊκή κριτική αναφέρει τον Σαιντ-Μπεβ, τον Βαλερύ και τον Πασκάλ. Έχουμε τη γνωστή στάση: το μυαλό στην Ευρώπη, το βίωμα στην Ψωροκώσταινα...
σχόλια