Ο Στράτος Τζώρτζογλου λέει για το έργο που διάλεξε
Το σενάριο της ταινίας του Θ. Αγγελόπουλου «Τοπίο στην ομίχλη» ξεκινούσε ακριβώς με αυτό. Τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στην κινηματογραφική εκδοχή. Τον ίδιο ακριβώς καιρό η πρώην γυναίκα μου Μαρία Γεωργιάδου ήταν το πρώτο βιβλίο που μου χάρισε με την εξής αφιέρωση: «Μέσα από τη ψυχή σου θέλω να δω τον κόσμο, επειδή τότε δε θα βλέπω τον κόσμο αλλά πάντα και μόνο εσένα, εσένα, εσένα» Ρ.Μ.Ρ. .....Στο αφιερώνει το μεσαίο από τα ονόματα του ποιητή που ζει τη γιορτή της αγάπης σου.
(μτφ. ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΪΚΟΥΔΗΣ)
_________________
Οταν οι άγγελοι μιλούν γερμανικά
Στη βόρεια ακτή της Αδριατικής, είκοσι περίπου χιλιόμετρα έξω από την Τεργέστη, βρίσκεται το χωριό Ντουίνο. Και εκεί, πάνω σε μια απόκρημνη ακτή υψώνεται ένα από τα ωραιότερα κάστρα της Ευρώπης, όπου στα μέσα Ιανουαρίου του 1912 μέσα σε λίγες ημέρες ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε έγραψε την πρώτη και τη δεύτερη από τις δέκα Ελεγείες του Ντουίνο . Το έργο ολοκληρώθηκε δέκα χρόνια αργότερα σε έναν πύργο (το Chateau de Μuzot) στο Σερ της Ελβετίας και εκδόθηκε τον επόμενο χρόνο. Η επίδραση των Ελεγειών στην ποίηση του 20ού αιώνα μόνο με εκείνη της Ερημης χώρας του Ελιοτ μπορεί να συγκριθεί. (...)
Το μαγευτικό κάστρο
Το 1909 ο Ρίλκε γνώρισε στο Παρίσι την πριγκίπισσα Μαρί Τουρν ουντ Τάξις, στην οικογένεια της οποίας ανήκε το ιστορικό κάστρο του Ντουίνο, που στα επόμενα χρόνια θα ήταν η φίλη και προστάτιδά του. Εκείνη τον προσκάλεσε να επισκεφθεί το κάστρο και να μείνει εκεί για να σκεφθεί και να γράψει. Ο Ρίλκε θα βρισκόταν εκεί (για δεύτερη φορά) τον Οκτώβριο του 1911. Τον Ιανουάριο της επόμενης χρονιάς, περπατώντας το βράδυ μόνος στην απόκρημνη ακτή συνέλαβε τον πρώτο στίχο της πρώτης ελεγείας: « Ποιος θα μ΄ άκουγα αν κραύγαζα απ΄ των αγγέλων τα τάγματα;». Ο ίδιος αργότερα είπε πως ήταν σαν να του τον υπαγόρευσε μια φωνή η οποία ερχόταν από τον γκρεμό που ανοιγόταν μπροστά του. Αμέσως κάθησε και μέσα σε δημιουργική παραφορά άρχισε να γράφει το μεγάλο έργο. Οι δυο πρώτες ελεγείες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο ημέρες. Επειτα ακολούθησαν κάποια αποσπάσματα από τις υπόλοιπες και κατόπιν σιωπή. Ηταν σαν να είχε πέσει μια μαύρη αυλαία σε μια παράσταση που θα ξανάρχιζε και θα ολοκληρωνόταν δέκα χρόνια αργότερα. Σε αυτό το διάστημα ωστόσο ο Ρίλκε έγραψε και το δεύτερο από τα κορυφαία του έργα, τα Σονέτα στον Ορφέα.
Οποιος επισκεφθεί το μαγευτικό κάστρο του Ντουίνο δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει τις Ελεγείες, να θυμηθεί στίχους που σφράγισαν την παγκόσμια λογοτεχνία, όπως: «ο κάθε άγγελος είναι τρομερός» ή « ποιος με δέος δεν στάθηκε μπρος στην αυλαία της καρδιάς του». Νιώθει το ίδιο δέος με τον ποιητή έχοντας μπροστά του το υδάτινο πλατό της Αδριατικής και αισθάνεται πως αν ανοίξουν τα σύννεφα στον ορίζοντα θα δει τα τάγματα των αγγέλων, όπως τα φαντάστηκε ο Ρίλκε, να του μιλούν: για τη ζωή, τον θάνατο, την ύπαρξη την ίδια. Η θάλασσα μπροστά του είναι το παραπέτασμα του σύμπαντος που καρδιά του είναι η συνείδηση των όντων και η αίσθηση που έχουμε για τη μετά θάνατον ζωή, όπως μας κληροδοτήθηκε από τον Δάντη. Δεν είναι ίσως τυχαίο που και ο Δάντης πέρασε από εδώ και έγραψε τμήματα της Θείας Κωμωδίας.
Ο Ρίλκε και ο Ελύτης
Ο κόσμος των αγγέλων του Ρίλκε είναι ο κόσμος της ομορφιάς και η τελευταία «δεν είναι παρά η αρχή του τρομερού». Ετσι, η τέχνη, χωρίς να αποκτά θρησκευτικό χαρακτήρα, παίρνει τη μορφή της προσευχής. Ο ενδιάμεσος κόσμος, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, είναι το βασίλειο της ύπαρξης όπου περιέχονται τα πάντα: ο πόνος, η χαρά, η απώλεια, οι εξάρσεις και οι καταπτώσεις μας. Και πίσω του ανοίγεται ένας άλλος, ο κόσμος των σκιών: άυλος, φανταστικός, όπως εκείνος που αναδύεται στην ελληνική μυθολογία.
Ο Εζρα Πάουντ είχε πει κάποτε πως το σημαντικότερο ποιητικό θέμα είναι η εν ζωή κάθοδος στον Αδη. Ουδείς ποιητής του νεότερου κόσμου το χειρίστηκε καλύτερα από τον Ρίλκε, που ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης είναι κεντρικός στην ποίησή του, και ιδίως στο αριστουργηματικό Ορφέας. Ευρυδίκη. Ερμής του 1904, όπου συνυπάρχουν ο ερωτισμός και ο φόβος, το άπειρο και η συνείδηση. Στις Ελεγείες η συνείδηση παίρνει τη μορφή της νύχτας, που μεταμορφώνει τη θάλασσα, την ακτή, τις σκιές του κάστρου, τη μυθολογία και την ιστορία του και μας στρέφει στον εαυτό μας για να αισθανθούμε πως έχουμε μέσα μας έναν Θεό, ζωντανό ή νεκρό- ή και τα δύο. Αλλά η ατομική συνείδηση είναι συνείδηση των όντων. Και εδώ έχουμε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, καινοτόμο και ανεπανάληπτο, που εξηγεί γιατί οι Ελεγείες μεταφράζονται και ξαναμεταφράζονται. Οχι μόνο επειδή ο κάθε μεταφραστής θέλει να αναμετρηθεί και με το μεγάλο έργο αλλά και γιατί οι Ελεγείες συνδέουν την παράδοση με τη νεότερη ευαισθησία παραμένοντας ένα έργο ολοκληρωμένο και μεταιχμιακό ταυτοχρόνως. Ο Ρίλκε συνδέεται με τον Νοβάλις των Υμνων και τον Χέλντερλιν του Αρτος και οίνος. Και αποδεικνύεται ισάξιός τους.
Στην ελληνική λογοτεχνία το έργο αυτό υπήρξε πηγή έμπνευσης πολλών ποιητών μας. Κατεξοχήν παράδειγμα ο Ελύτης, που με τα Ελεγεία της Οξώπετρας ακολουθεί το παράδειγμα εκείνου του ονειρικού πλάσματος από την Πράγα που κατάφερε το αδιανόητο: να βάλει όχι ψαλμούς αλλά την ανθρώπινη ομιλία στο στόμα των αγγέλων.
Είχα συναντήσει κάποτε έναν ιταλό ποιητή από την Τεργέστη που μου είχε πει πως μετά τον Ρίλκε οι άγγελοι δεν μιλούν στα λατινικά αλλά στα γερμανικά και πως εκείνος θέλησε να μάθει γερμανικά προκειμένου να διαβάσει τις Ελεγείες στο πρωτότυπο.
Του Αναστάση Βιστωνίτη, Βήμα
___________
Ο Δημήτρης Μαρωνίτης για τον Ρίλκε
Φυγόκεντρο και το προκείμενο μονοτονικό, αφού στο επίκεντρο τα συγκυβερνητικά μας πράγματα, ελεγχόμενα έτσι κι αλλιώς από τις ευρωζωνικές Βρυξέλλες, βρίσκονται ακόμη σε φάση απειλητικής ασάφειας, δοκιμάζοντας τα τεντωμένα νεύρα μας. Στο μεταξύ μονοτονίζεται σήμερα ένας μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926), με δύο αντιπροσωπευτικά έργα του: νεανικό το ένα, ώριμο το άλλο, μεταφρασμένα και τα δύο από τη Μαρία Τοπάλη. Προηγήθηκαν πέρσι τον Απρίλιο οι δώδεκα Ελεγείες του Ντουίνο, στις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ. Πρόσφατα εξάλλου κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, οι «δεκατρείς ιστορίες αγάπης» με τον επίτιτλο Κισμέτ.
Υποδειγματική δουλειά και στις δύο συνεισφορές, εμφανέστερη στις Ελεγείες. Οπου η μετάφραση συνοδεύεται από το πρωτότυπο κείμενο και περιβάλλεται με εύστοχα σχόλια, με μια αποκαλυπτική επιστολή του Ρίλκε, με τεκμηριωμένο Επίμετρο και με αυστηρή επιλογή βιβλιογραφίας.
Δυο λόγια εφεξής επί της ουσίας, που αντιγράφουν σχεδόν αυτολεξεί όσα διαβάστηκαν στις 26 του περασμένου μήνα, σε συστατική εκδήλωση του κορυφαίου αυτού έργου. Οπου ακούστηκαν τρεις Ελεγείες (ακέραιες η τρίτη και η όγδοη, ενμέρει η δεύτερη) και ομολογήθηκε πότε και πώς σημάδεψαν τα φοιτητικά μου χρόνια, μεταφρασμένες το 1953, με γνώση και ευαισθησία, από τον πρόωρα χαμένο Χαράλαμπο Τζανετάκη.
Εκείνη η πρώιμη και πρώτη αναγνωστική ανταπόκριση υπήρξε πάντως καταλυτική: αυτόματη και ανεμπόδιστη, συγχρονίστηκε με την πολιτική και θρησκευτική αγωνία της ηλικίας και της εποχής, κι έμεινε ανεξίτηλη. Αίσθηση που επικυρώθηκε και τις προάλλες, με αφορμή τη, νέα τώρα, καίρια μετάφραση της Μαρίας Τοπάλη, η οποία διαθέτει τρεις δυσεύρετες, κατά τη γνώμη μου, μεταφραστικές αρετές, που σέβονται το ήθος και το ύφος του πρωτότυπου κειμένου. Τις καταλογίζω με οριακή συντομία.
Η μετάφραση δεν μελωδεί. Προσηλωμένη στον εσωτερικό ρυθμό του ποιητικού λόγου, ανταποκρίνεται προπαντός στη φυσική του αναπνοή: στις διαδοχικές εισπνοές και εκπνοές που λανθάνουν στο γραμμένο κείμενο, προκειμένου να ευοδωθεί η ενδιάθετη ακρόασή του.
Η μετάφραση δεν αισθηματολογεί. Γιατί στην προκειμένη περίπτωση σημασία δεν έχουν τα δευτερογενή αισθήματα αλλά οι πέντε πρωτογενείς αισθήσεις: η γεύση, η οσμή, η αφή, η όραση και κυρίως η ακοή, που είναι ο ορισμός και ο προορισμός της γνήσιας ποίησης.
Η τρίτη αρετή δύσκολα μετονομάζεται. Ισως το κρυφό της όνομα ακούει στη λέξη «νόημα»: εννοούμενο ως διάχυτο, αταξινόμητο, αμοίραστο (ανθρωπολογικό και κοσμολογικό) ορόσημο, στο οποίο προσβλέπει, όσο και όπως μπορεί, ο ποιητής. Υπό τον όρο ότι οι λέξεις του το αναγνωρίζουν από κάποια απόσταση, δίχως ποτέ να το αναπληρώνουν, προσέχοντας το αμίλητο περίγραμμά του. Παράδειγμα το τέλος από τη συγκλονιστική Ογδοη Ελεγεία, αφιερωμένη από τον Ρίλκε στον φίλο του φιλόσοφο Ρούντολφ Κάσσνερ (1873-1959):
«Κι εμείς: παντού και πάντα θεατές, / προσκολλημένοι σ' όλα αυτά, ποτέ πιο έξω! / Μας κατακλύζουνε. Τα βάζουμε σε τάξη. Καταρρέουν. / Τα ξαναβάζουμε στη θέση τους / κι ύστερα καταρρέουμε εμείς. //
Ποιος τάχα να μας γύρισε απ' την άλλη, που / ό,τι κι αν κάνουμε κρατάμε τη στάση ενός / που αναχωρεί; / Στέκεται στον τελευταίο λόφο, / κοιτά για ακόμα μια φορά στο βάθος της κοιλάδας του, / στρέφεται, σταματά, χασομερά - / έτσι κι εμείς ζούμε και αποχαιρετάμε διαρκώς.»
Επιλέγονται δύο περιφερειακά συστατικά στοιχεία, από όσα με φειδώ και προσοχή σημειώνει στο Επίμετρό της η Μαρία Τοπάλη. Το ένα παραπέμπει σε μια σημαδιακή σύμπτωση: Οι Ελεγείες του Ντουίνο (συντελεσμένες μέσα σε δέκα ολόκληρα χρόνια) κυκλοφόρησαν το 1922: συγχρονίστηκαν επομένως με την κυκλοφορία της Ερημης Χώρας του Ελιοτ και του Οδυσσέα του Τζόυς. Το άλλο στοιχείο εντοπίζεται στο κεφάλαιο της πρόσληψης του έργου, όπου στα καθ' ημάς συμμετέχει ανέλπιστα και ο Αγγελος Σεφεριάδης. Αδελφός του Γιώργου Σεφέρη, σπουδασμένος στη Χαϊδελβέργη, ποιητής ο ίδιος, εντρύφησε στην ποίηση του Ρίλκε, δοκιμάζοντας μάλιστα να μεταφράσει δύο πρώιμα έργα του.
Ισως σ' αυτόν οφείλει ο νομπελίστας ποιητής το επαναλαμβανόμενο θέμα του «αγγέλου», που εγκαινιάζεται ήδη στο Μυθιστόρημα του 1935, ως πρώτη μάλιστα λέξη του: Τον άγγελο / τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια. Θα τα ξαναπούμε ελπίζω στα μέσα Αυγούστου, με τον δικό του άγγελο καθένας μας στο πλάι - αν έχει.
σχόλια