Η παρουσία του Γιώργου Πέτρου στην καλλιτεχνική διεύθυνση της Καμεράτας έχει ανοίξει νέους δρόμους στην ορχήστρα. Με σωστές στρατηγικές επιλογές (στροφή σε όργανα εποχής και όπερες του 18ου αι.), έχει κατακτήσει διακριτή θέση στη δισκογραφία, η οποία ενισχύει τη ζήτηση για εμφανίσεις της ορχήστρας στο εξωτερικό. Στο ελληνικό κοινό προτείνει διαφορετικά πράγματα, από μουσική μπαρόκ έως οπερέτα και μιούζικαλ. Σε λίγες μέρες παρουσιάζει το έργο του Φίλιπ Γκλας «Στη Σωφρονιστική Αποικία» («In the Penal Colony», 2000), μια μονόπρακτη όπερα δωματίου σε 16 σκηνές για κουιντέτο εγχόρδων, τενόρο και μπασοβαρύτονο. Στην παράσταση της Καμεράτας στη Διπλάρειο Σχολή, που σκηνοθετεί ο Πάρις Μέξης, δεκαπέντε έγχορδα θα δώσουν άλλο όγκο στη μουσική του Γκλας. Ακολουθεί μια σειρά σημαντικών εμφανίσεων της ορχήστρας στην Ευρώπη, με κορυφαία στιγμή τη συμμετοχή της στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ τον Μάιο.
Γεννημένος στην Αθήνα, ο Γιώργος Πέτρου ασχολήθηκε με το πιάνο στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ανησυχίας που είχε για τις τέχνες, τη μουσική, τη ζωγραφική, το θέατρο. «Οι γονείς μου, χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα καλλιτεχνικά, ήθελαν ό,τι μ' ενδιέφερε σε επίπεδο μόρφωσης και παιδείας να μου το παρέχουν. Δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ήθελαν να ασχοληθώ επαγγελματικά, με τη μουσική εν προκειμένω. Αυτή ήταν η πρώτη μάχη που έδωσα, μετά το τέλος του Λυκείου, όταν πέρασα στη Νομική και άρα έπρεπε να ξεκαθαρίσω τι θέλω να κάνω. Τέλος πάντων, στα 21 μου αποφοίτησα από το Ωδείο Αθηνών και έφυγα στην Αγγλία για να προχωρήσω τις σπουδές μου στο πιάνο. Έμεινα 6 χρόνια, σπούδασα και άρχισα να δουλεύω» λέει.
— Το ότι ολοκληρώσατε τις σπουδές σας στο πιάνο με άριστα, και με βραβείο, δεν αποτελεί ήδη από το ξεκίνημα μια καλή βάση για περαιτέρω καριέρα;
Τίποτα δεν αποτελεί. Εγώ είχα την τύχη να τελειώσω ένα σπουδαίο, τότε, ίδρυμα, το Ωδείο Αθηνών, που διένυε τη χρυσή εποχή του –τώρα δεν χρηματοδοτείται από το κράτος όπως πρέπει και, δυστυχώς, λόγω κρίσης, έχει μειωθεί και ο αριθμός των σπουδαστών. Τα οικονομικά προβλήματα δεν επιτρέπουν στους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους να μάθουν μουσική. Επιπλέον, ποιος να θέλει να γίνει το παιδί του πιανίστας, όταν ξέρει ότι πολύ δύσκολα θα μπορέσει να ζήσει απ' αυτό; Στον καλλιτεχνικό χώρο δεν υπάρχει ένα μονοπάτι που μπορεί να ακολουθήσει κανείς με σιγουριά. Ένα πτυχίο Οδοντιατρικής σού επιτρέπει να ανοίξεις οδοντιατρείο. Με τις καλλιτεχνικές σπουδές (που παραμένουν ακόμη αδιαβάθμητες) τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το δίπλωμα δεν εξασφαλίζει κάτι. Ο καθένας από μας, μιλώ για τους μουσικούς τώρα, έχει τη δική του, διαφορετική ιστορία.
Το «Στη Σωφρονιστική Αποικία» είναι γραμμένο για κουιντέτο, αλλά εμείς θα το παρουσιάσουμε με 15 μουσικούς. Η διαφορά είναι μεγάλη – με το μεγάλο σύνολο αποκτούν όγκο οι εντάσεις του έργου.
— Η τύχη έπαιξε ρόλο στην έως τώρα πορεία σας;
Αν τύχη εννοούμε τις συναντήσεις με τους σωστούς ανθρώπους τη σωστή στιγμή, ναι. Προτιμώ τη λέξη «συγκυρία», πάντως. Δεν ήταν τύχη που άλλαξα προσανατολισμό, έπειτα από πολλά χρόνια ενασχόλησης με το πιάνο, και ανοίχτηκε μπροστά μου το πεδίο της διεύθυνσης της ορχήστρας, που ως τότε δεν με είχε απασχολήσει. Πρώτα ήρθα αντιμέτωπος με την υστερία και τη μονομανία του πιανίστα.
— Υστερία; Μονομανία; Δηλαδή;
Η πολλή μοναξιά επηρεάζει τον εγκέφαλο. Το πιάνο απαιτεί πολλές ώρες μελέτης, μόνος σε ένα δωμάτιο. Κι όταν δίνει συναυλίες ο σολίστας, πάλι μόνος του είναι, είναι αυτός και η ορχήστρα. Και την επομένη του ρεσιτάλ είναι ακόμη πιο μόνος.
— Οι μουσικοί της ορχήστρας πώς αντιμετωπίζουν έναν σολίστα;
Γενναιόδωρα. Εκτιμούν πολύ και ενθαρρύνουν έναν καλό σολίστα κι έχουν μεγάλη κατανόηση όταν δεν βρίσκεται στην καλή του μέρα. Γιατί από τον ίδιο χώρο προέρχονται και οι ίδιοι και ξέρουν τι σημαίνει. Το να βγει ένας μουσικός μόνος του, παίρνοντας την ευθύνη να παρουσιάσει κάτι, είναι από μόνο του μεγάλο ρίσκο και το αναγνωρίζουν. Τέλος πάντων, ο πιανίστας είναι ένας μουσικός μοναχικός. Οι μουσικοί που είναι μέλη ορχήστρας μπορεί να μην είναι «κύριοι» του εαυτού τους και να πρέπει να θέτουν τη σχέση, και τη δουλειά τους, με τη μουσική στην υπηρεσία του συνόλου, αλλά ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Εμένα μου έλειπε η επαφή με άλλους ανθρώπους και ήθελα να ξεφύγω και από την επαναλαμβανόμενη λούπα του σολίστα πιάνου. Ήμουν ακόμη αρκετά νέος για να αναρωτηθώ αν ήθελα να περάσω έτσι την υπόλοιπη ζωή μου ή ν' αλλάξω ρότα.
— Η διεύθυνση ορχήστρας πώς προέκυψε;
Δεν υπήρχε στο μυαλό μου ως επιλογή αρχικά. Αυτό που τράβηξε την προσοχή μου ήταν η μεγάλη στροφή που σημειώθηκε στην Ευρώπη εκεί γύρω στο 2000 για την παλιά μουσική και τα όργανα εποχής – εκδηλώθηκε και στη μουσική εκπαίδευση, με μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία και την εξέλιξη της μουσικής από τον 16ο αι. και εξής. Είχα περάσει ώρες ατελείωτες να παίζω Μπετόβεν στο πιάνο, αλλά δεν είχα προβληματιστεί σε τι πιάνο έπαιζε ο ίδιος ο Μπετόβεν και γιατί κάποια κομμάτια είναι γραμμένα με συγκεκριμένο τρόπο. Με συνάρπασε η προοπτική τού να ανακαλύψω τη σχέση της μουσικής με τα όργανα για/με τα οποία αρχικά γράφτηκαν.
— Ποια είναι η διαφορά του παλιού πιάνου με το σημερινό;
Το παλιό λέγεται φορτεπιάνο – είναι αδόκιμη ονομασία που χρησιμοποιούμε για να το διακρίνουμε από το σημερινό, το πιανοφόρτε. Οι διαφορές είναι ανάλογες με αυτές ενός αυτοκινήτου του 1940 κι ενός του 2015: και τα δύο κινούνται, αλλά η λογική κατασκευής τους είναι εντελώς διαφορετική. Το πιάνο πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 18ου αι., αλλά πήρε χρόνο για να καθιερωθεί. Ο Μπαχ, ας πούμε, είχε γνωρίσει το νέο όργανο, αλλά το είχε απορρίψει, γιατί κατ' αυτόν δεν ήταν καλύτερο από το τσέμπαλο. Στην πορεία του 18ου αι., έπειτα από βελτιώσεις που επέτρεψαν καλύτερο ήχο, άρχισαν να το προτιμούν οι μουσικοί, γιατί είχε περισσότερες εκφραστικές δυνατότητες. Έτσι, το πιάνο για το οποίο έγραψε ο Μότσαρτ είναι διαφορετικό από το πιάνο για το οποίο έγραψε ο Μπετόβεν, και μετά απ' αυτόν ο Σοπέν. Κι ενώ τα χρόνια που χωρίζουν τον Μότσαρτ από τον Μπετόβεν δεν είναι και τόσο πολλά (είχαν γνωριστεί μάλιστα), η μουσική τους είναι πολύ διαφορετική – αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις δυνατότητες του νέου οργάνου.
— Το ρεπερτόριό σας ως πιανίστα ποιο ήταν;
Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμαν, Σοπέν, Ραχμάνινοφ, δηλαδή το mainstream πιανιστικό ρεπερτόριο. Σήμερα, όλα αυτά είναι για μένα αναμνήσεις. Έχω απομακρυνθεί πολύ απ' όλη αυτήν τη φάση. Είμαι απορροφημένος σε πράγματα που είναι έξω από τα πιανιστικά δεδομένα. Το ενδιαφέρον μου για την παλιά μουσική με έφερε σε επαφή με μικρά σύνολα ορχηστρικά κι έτσι ξεκίνησα να διευθύνω. Οπωσδήποτε η δισκογραφία με βοήθησε να προχωρήσω ως μαέστρος. Διηύθυνα τον «Ορέστη» του Χαίντελ με μια γερμανική ορχήστρα, πέφτοντας στα βαθιά, μην έχοντας ακριβώς συνείδηση του τι αποτολμούσα. Αλλά πήγε καλά, είχε θερμή υποδοχή κι έτσι συνέχισα να ασχολούμαι με έργα του Χαίντελ. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, αρχικά συνεργάστηκα με την Ορχήστρα Πατρών, που δυστυχώς έκλεισε – μια ορχήστρα εγχόρδων με εξαιρετικούς μουσικούς που τους άφησαν να «λιώσουν», μέχρι να εγκαταλείψουν και να διαλυθεί. Με την Ορχήστρα Πατρών κάναμε την «Αριάδνη στην Κρήτη» του Χαίντελ, με όργανα εποχής, και με το που βγαίνει ο δίσκος, η «Monde de Musique» τον ξεχωρίζει ως δίσκο του μήνα – κάτι που δεν είναι αναμενόμενο για μια ορχήστρα που δεν την ήξερε κανείς, με όχι μεγάλη εμπειρία στα όργανα εποχής, με μαέστρο επίσης χωρίς μεγάλη εμπειρία. Η επιτυχία αυτή έφερε την επόμενη, και ο επόμενος δίσκος πήρε τη μεγαλύτερη μουσική διάκριση στη Γερμανία, το Echo Classic, για τον «Ταμερλάνο» του Χαίντελ, που ακόμη θεωρείται ηχογράφηση αναφοράς. Αλλά, κοιτάξτε: μια γερμανική ορχήστρα που θα είχε κατακτήσει το Echo Classic θα είχε εξασφαλίσει τη βιωσιμότητά της για τα επόμενα 15 χρόνια. Εδώ η Ορχήστρα των Πατρών έκλεισε! Θα πω το αυτονόητο: ο επικεφαλής στο υπουργείο Πολιτισμού ή ο υπεύθυνος Πολιτισμού στον δήμο μπορεί να μη γνωρίζει τι σημαίνει μια τέτοια διάκριση για την τοπική ορχήστρα, οφείλει όμως να ρωτήσει και να μάθει. Και με κάποιον τρόπο η ορχήστρα που τιμά την πόλη με τη δουλειά της να αμειφθεί. Εδώ τους έκλεισαν την πόρτα!
— Με την Καμεράτα πώς έγινε η στροφή και στα όργανα εποχής;
Δεν ήταν εύκολη, γιατί θεωρήθηκε νεωτερισμός να ανοιχτεί και σε δραστηριότητες με όργανα εποχής, από τη στιγμή που ήταν κάτι ξένο στην ταυτότητά της. Τότε η Καμεράτα ήταν μια ορχήστρα εγχόρδων στα πρότυπα των '90s που έψαχνε κάτι καινούργιο να την κινητοποιήσει. Η συνθήκη ήταν ευνοϊκή – ήταν προσοδοφόρες οι εποχές και με τη σχέση που είχα με το εξωτερικό, κάναμε εύκολα τρεις δίσκους. Στη συνέχεια η περίφημη δισκογραφική Decca έδειξε ενδιαφέρον κι έτσι προέκυψε ο «Αλεσσάντρο»του Χαίντελ, που πήρε ό,τι υπάρχει σε διάκριση. Σήμερα η Καμεράτα (με το διεθνές της όνομα, Armonia Atenea) θεωρείται μία από τις καλύτερες ορχήστρες αυτού του τύπου στην Ευρώπη. Έχω ακούσει πολλά αρνητικά σχόλια για το brandname της ορχήστρας στο εξωτερικό, αλλά το μάρκετινγκ επιβάλλει τους κανόνες του. Το «Καμεράτα» ως όνομα εκτός Ελλάδος δεν δήλωνε τίποτα – η ορχήστρα δεν θα μπορούσε να προχωρήσει μ' αυτό στη σχετική αγορά. Κάπως έτσι αρχίσαμε να κάνουμε σημαντικούς δίσκους τα τελευταία χρόνια. Ήδη ηχογραφήσαμε τον «Αρμίνιο» για την Decca, που θα κυκλοφορήσει όπου να 'ναι, και κάναμε τον πρώτο μας δίσκο με την Deutsche Grammophon, άριες του Ροσίνι, που θα κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο. Και θα συνεχίσουμε με προσοχή σ' αυτή την κατεύθυνση.
Η Διπλάρειος Σχολή μας άρεσε και στήσαμε με τον Πάρι Μέξη μια site specific παράσταση. Διαλέξαμε έναν χώρο που δεν χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα της σχολής, που θυμίζει κάπως αίθουσα φυλακής...
— Η δισκογραφία, όμως, περνάει μια περίοδο εκτεταμένης κρίσης...
Είναι, ωστόσο, ο τρόπος για να έχεις προσκλήσεις για εμφανίσεις στο εξωτερικό. Επιπλέον, η δισκογραφία ανεβάζει την αξία της ορχήστρας, αυξητικά και με κάθε εμφάνισή της. Τα δύο πάνε μαζί και ενισχύουν το ένα το άλλο. Κάπως έτσι λειτουργεί το σύστημα αυτήν τη στιγμή – υπάρχουν, άλλωστε, πάντα οι συλλέκτες, που θέλουν τον δίσκο. Είναι μία περίοδος εξελίξεων, ο δίσκος τείνει να εξαφανιστεί, αλλά όχι και η επιθυμία των ανθρώπων να ακούν καλή μουσική – απλώς αλλάζουν τα μέσα ακρόασης. Η δισκογραφία ψάχνει το αύριό της.
— Είστε καλλιτεχνικός διευθυντής στην Καμεράτα από το 2012. Πώς είναι να διευθύνεις μια ορχήστρα σε καιρούς τόσο χαλεπούς;
Το μεγαλύτερο δημιουργικό μου κομμάτι είναι συνδεδεμένο με την Καμεράτα και είναι ένα στοίχημα για μένα σήμερα, μια υπόθεση εξαιρετικής σημασίας, σε μια χώρα οικονομικά κατεστραμμένη, να μπορέσει να επιβιώσει και να αποτελέσει κάτι σαν φάρο. Ναι, σήμερα είναι ορχήστρα-πρότυπο κι ας διαφωνούν κάποιοι, διερωτώμενοι πώς μπορεί μια ορχήστρα να λειτουργεί ως πρότυπο όταν οι μουσικοί της είναι απλήρωτοι 10 και 12 και 15 μήνες. Κι όμως. Οι μουσικοί της Καμεράτα, υπεράσπισαν και κέρδισαν τον εργασιακό τους χώρο, με την πίστη ότι αξίζει να συνεχίσουν τη δουλειά τους. Έτσι, αν και παιδί πλούσιου μπαμπά που δεν έβγαζε τα έξοδά της, η Καμεράτα στάθηκε στα πόδια της και τον τελευταίο χρόνο προχωρεί, κατά κύριο λόγο μέσα από τη δραστηριότητά της. Γιατί τα 120.000 ευρώ της κρατικής επιχορήγησης οριακά καλύπτουν τον φόρο και το ΙΚΑ της ορχήστρας – την οποία επιχορήγηση, αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, δεν μπορούμε να την πάρουμε γιατί δεν έχουμε Δ.Σ. από τον Μάιο και δεν μπορούμε να βγάλουμε φορολογική ενημερότητα! Πώς θα καλυφθούν οι παλαιότερες υποχρεώσεις (τα παλιά χρωστούμενα οι μουσικοί της δεν τα έχουν πάρει ακόμη), η μισθοδοσία, τα άλλα έξοδα; Κι όμως. Ο «Αλεσσάντρο» που κάναμε (με το τίποτα, με 20.000 ευρώ) ψηφίστηκε η παραγωγή του 2012 από τους ακροατές του Mezzo, με απίστευτους «ανταγωνιστές». Τον ερχόμενο Μάιο θα παίξουμε στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ. Η ορχήστρα με χίλιες δυσκολίες συνεχίζει να τιμά την Ελλάδα κι αυτό το κράτος και οι χορηγοί πρέπει να το αναγνωρίσουν κάπως.
— Το έργο του Φίλιπ Γκλας πάνω στη «Σωφρονιστική Αποκία» του Κάφκα που θα παρουσιάσετε στη Διπλάρειο Σχολή πώς προέκυψε;
Η Στέγη ήθελε, εμείς αγαπάμε πολύ τον Γκλας (έχουμε ξαναπαίξει έργα του σε πρώτη εκτέλεση στην Ελλάδα), ψάχνοντας βρήκα αυτό το έργο, που είναι γραμμένο μόνο για έγχορδα κι έχει πολύ ενδιαφέρον θέμα – έτσι έγινε. Δεν θέλαμε έναν «καθαρό» χώρο, όπως το θέατρο της Στέγης, για ένα τόσο σκοτεινό έργο. Η Διπλάρειος Σχολή μας άρεσε και στήσαμε με τον Πάρι Μέξη μια site specific παράσταση. Διαλέξαμε έναν χώρο που δεν χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα της σχολής, που θυμίζει κάπως αίθουσα φυλακής. Το «Στη Σωφρονιστική Αποικία» είναι γραμμένο για κουιντέτο, αλλά εμείς θα το παρουσιάσουμε με 15 μουσικούς. Η διαφορά είναι μεγάλη – με το μεγάλο σύνολο αποκτούν όγκο οι εντάσεις του έργου.
— Έχει περάσει η εποχή της ακμής του μινιμαλισμού;
Ας πω πρώτα ότι ο όρος «μινιμαλισμός» δεν είναι αποδεκτός από βασικούς εκπροσώπους του – ούτε ο Τζον Άνταμς τον δέχεται, ούτε ο Φίλιπ Γκλας. Οπωσδήποτε υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά σε αυτόν το μουσικό τρόπο, κυρίως έντονο τονικό στοιχείο, απλή αρμονία, επαναληπτικότητα. Ειδικά ο Γκλας έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια κατεξοχήν δική του, αξιοθαύμαστη, πολύ δυνατή γλώσσα. Στη «Σωφρονιστική Αποικία», ας πούμε, υιοθετεί απροκάλυπτα την τεχνική του κολάζ: υπάρχει ένα θέμα από τα «X-Files», ενώ, όταν ο αξιωματικός περιγράφει κάτι φρικτό, έχει μια συνοδεία από όπερα του 19ου αι. – χρησιμοποιεί χορδές που σου θυμίζουν κάτι. Είναι ιδιοφυώς γραμμένο. Το καταλαβαίνεις από τις αντιδράσεις των μουσικών. Αν το έργο το αποδεχτεί η ορχήστρα, ξέρεις ότι είναι καλό.
— Ο χαρακτήρας της Καμεράτας αυτήν τη στιγμή ποιος είναι;
Είναι πολυδιάστατος. Επιδιώκουμε να παρουσιάζουμε έργα από διαφορετικούς χώρους και εποχές, υπολογίζουμε πολύ τον «παράγοντα» ποικιλία, αλλά ό,τι κάνουμε θέλουμε να είναι μια πρόταση που αξίζει το κοινό να δει. Έπειτα από μια όπερα του 18ου αι., κάναμε το μιούζικαλ Kiss me, Kate και τώρα κάνουμε Γκλας. Και συνεχίζουμε έτσι, τουλάχιστον αναφορικά με τις εμφανίσεις μας. Στη δισκογραφία είναι αναγκαία κάποια εξειδίκευση, που διευκολύνει την προώθηση του δίσκου στην αγορά. Αυτήν τη στιγμή έχει μεγάλη αγοραστική δύναμη η μουσική του 18ου αι., που δεν είναι αρκετά γνωστή και αποτελεί χώρο που ανακαλύπτεται τελευταία. Σε λίγο αναχωρούμε για Καρλσρούη, όπου θα παραμείνουμε για αρκετές μέρες ως resident ορχήστρα στο Φεστιβάλ Χαίντελ, 17-24 Φεβρουαρίου. Θα παρουσιάσουμε τον «Αρμίνιο» που ηχογραφήσαμε με την Decca. Μετά θα παρουσιάσουμε εδώ τις 4 σουίτες του Μπαχ, τον Μάρτιο θα δώσουμε μια συναυλία 4 ωρών με έργα Μπετόβεν (το πρόγραμμα που ο ίδιος ο Μπετόβεν παρουσίασε στη Βιέννη στις 22 Δεκεμβρίου 1808). Θα κάνουμε και αποκριάτικο θεματικό πάρτι. Και, βέβαια, τον Μάιο θα βρεθούμε στο Ζάλτσμπουργκ.
Η Σωφρονιστική Αποικία
Μια όπερα του Philip Glass
Σε λιμπρέτο του Rudolph Wurlitzer
Βασισμένο στο ομώνυμο διήγημα του Φραντς Kάφκα
Μουσική διεύθυνση: Γιώργος Πέτρου
Σκηνοθεσία: Πάρις Μέξης
Σκηνογραφία: Beetroot
Σχεδιασμός παραγωγής: Πάρις Μέξης - Γιωργίνα Γερμανού
Σχεδιασμός φωτισμών: Γιώργος Τέλλος - Lighting Art
Ηχητικός σχεδιασμός: Beetroot
Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας, Νίκος Λάαρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιωργίνα Γερμανού
Συνεργάτης φωτιστικού σχεδιασμού: Πάνος Τσεβρένης - Lighting Art
Ερμηνεύουν:
Αξιωματικός: Τίμος Σιρλαντζής / Σωτήρης Τριάντης
Επισκέπτης: Γιάννης Φίλιας
Κατάδικος: Σωτήρης Τριάντης / Τίμος Σιρλαντζής
Φύλακας: Εύα Οικονόμου-Βαμβακά / Ζένια Αγκιστριώτη
Μουσικοί:
Εξάρχων: Sergiu Nastasa
Βιολιά 1: Νώντας Φίλιππας, Γιώργος Παναγιωτόπουλος, Άντζυ Κασδά
Βιολιά 2: Οtilia Alitei, Νάσος Μαρτζούκος, Αγγέλα Φαναριώτη, Louise Stahl
Βιόλες: Laurentiu Matasaru, Elisabeth Schaefer
Τσέλα: Chris Humphreys, Ιάσων Ιωάννου, Ηλίας Σακαλάκ
Κοντραμπάσο: Δημήτρης Τίγκας
Διπλάρειος Σχολή
πλ. Θεάτρου 3
29-31/1/2016
20:30