Ανάμεσα στις ερωτήσεις παρατίθενται αποσπάσματα από το μυθιστόρημά του «Μπαμπούσκα» (Κέδρος) που κυκλοφόρησε πρόσφατα καθώς και το θεατρικό έργο «Το γάλα» (Κέδρος).
_______________
«Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει. [...] Η αγάπη, μικρέ, αυτή κρατάει τον κόσμο. Κι όταν εξαφανιστεί, τότε ο κόσμος θα πεθάνει., θα καταστραφεί [...] Παλιότερα, οι άνθρωποι έφτιαχναν κάτι σαν κύτταρα μεταξύ τους με την αγάπη, κι έτσι συναρμολογούσαν τον κόσμο, δε διαλυόταν. Τέλος πάντων, έτσι ήταν, δεν ξέρω γιατί. Όμως τώρα... Τώρα σαν να μην έχει μείνει κανένα κύτταρο ζωντανό να τον κρατάει». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Ο κόσμος σήμερα διαλύεται; Η αγάπη κρατάει τον κόσμο;
Με την έννοια της έλξης – σχέσης ναι. Κι ο κόσμος διαλύεται όταν η σχέση γίνεται σχετικότητα.
_______________
«Γιατί ναι, κι αν ακόμα η αγάπη έχει χαθεί από τον κόσμο όπως τώρα...θα υπάρχει πάντα σε κάποια μορφή μέσα σε κάτι άλλο, μέσα σε... μέσα...[...] Μέσα στην Ποίηση! [...] Και οι τελευταίοι ποιητές εξατμίστηκαν σ' ένα θάλαμο αποστείρωσης και τα βιβλία τους πήγαν για πολτοποίηση». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Η ποίηση, τα βιβλία μπορούν να σώσουν τον κόσμο;
Μόνο σε άλλη μορφή. Ένα είδος εύπλαστου word που μετασχηματίζει το άκαμπτο pdf της καθημερινότητας.
_______________
«Χρειαζόταν σίγουρα να δει κι άλλους θνητούς. Θνητούς που ζούσαν χωρίς πολλή φασαρία. Θνητούς που δεν θα διεκδικούσαν από την αγάπη τους παρά μόνο να τους πει που ήταν οι παντόφλες τους καθώς γυρίζουν το βράδυ στο σπίτι ή ένα καλό φαϊ. [...] Θνητούς με άδειο, ανέκφραστο πρόσωπο κολλημένο στο κρύο τζάμι ενός λεωφορείου σαν τους πηγαίνει ή τους φέρνει από τη δουλειά...». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Υπάρχουν στ' αλήθεια συνηθισμένοι άνθρωποι;
Η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου είναι αλήθεια αναντίρρητη, που επιστρέφει στον ίδιο, επεξεργασμένη και παραχαραγμένη από τους διαφημιστές ως μύθος.
_______________
«Βλέπεις, όταν ένας κόσμος τελειώνει, χάνεται πρώτα η αγάπη, ύστερα η ομορφιά, μετά ο λόγος και στο τέλος χάνεται και η τελευταία μορφή που τα κρατούσε όλα αυτά: Η μνήμη. Αυτοί εκεί έξω τώρα δε θυμούνται καν αν πρέπει να περνάνε το δρόμο με πράσινο ή με κόκκινο. Η μνήμη τους είναι άδεια. Ναι, σαν αυτή τη μπαμπούσκα που της λείπει η τελευταία της κούκλα». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Τι γίνεται όταν η μνήμη αδειάζει;
Υποθέτω ότι πηγαίνεις πολύ καθυστερημένος στα ραντεβού σου. Είμαστε το άθροισμα των αναμνήσεών μας και το υπόλοιπο των ονείρων μας.
Πάντα από κάθε μπαμπούσκα δε λείπει μια κούκλα;
Ναι. Και μπορεί να την έχει ο διπλανός μας.
_______________
«Ίσως εγώ, τώρα, θα έπρεπε να θυσιάσω κάτι, όμως δεν υπάρχει κανείς να μου το ζητήσει, δε βλέπω κανέναν που να το χρειάζεται, κι έτσι θα πήγαινε στα χαμένα, σαν τη θυσία του Ορφέα, σαν τη θυσία του Χριστού. Σ' έναν κόσμο που κανείς πια δεν ονειρεύεται το πέταγμα δεν αξίζει να θυσιάσεις τα φτερά σου». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Είναι η εποχή των θυσιών χωρίς αντίκρισμα;
Οι θυσίες γίνονται για ανάπτυξη και ευημερία. Όσο αυτές οι λέξεις αποσυνδέονται από το νόημα της λέξης «παιδεία», τόσο και οι θυσίες θα αποσυνδέονται και από κάθε ουσιαστικό αντίκρισμά τους. Η έξοδος από την κρίση είναι υπόθεση μιας άλλης, νέας γενεάς που θα πρέπει όμως να διαπαιδαγωγηθεί τώρα. Κανείς υποψήφιος επενδυτής;
_______________
«Τι νομίζεις ότι αλαφρώνει το βάρος μας; Τι μας δίνει αληθινά φτερά, πέρα από το να ξεφορτωνόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό;». («Μπαμπούσκα»)
_______________
Πώς μπορείς να ξεφορτωθείς τον εαυτό σου;
Όλο το βιβλίο «Μπαμπούσκα», είναι ένα βιβλίο, ας πούμε, αυτοβοήθειας για το πώς να το πετύχει κανείς αυτό. Ας μην κάνω λοιπόν spoiler.
_______________
«Έτσι, στα καλά καθούμενα, όπως τους βλέπεις να περπατάνε ή να κάθονται να πίνουν τον καφέ τους. Όπως τρέχουν βιαστικά ή όπως στέκονται έξω απ' το περίπτερο να κοιτάξουν την κρεμασμένη εφημερίδα. Όπως ψωνίζουν πατάτες απ΄το μανάβη ή νεκρά ψάρια απ΄το ψαράδικο. Όπως στέκονται στην ουρά στις τράπεζες ή έξω από την εφορία. Σα χαιρετιούνται από μακριά, σαν κάνουν χειραψία από κοντά, σαν κάθονται στ΄αμάξια τους μέσα κλεισμένοι, στο σινεμά, σα βγάζουν εισιτήρια για το γήπεδο, στα σπίτια τους καθώς ζητάνε τις παντόφλες τους, καθώς απλώνουν μια μπουγάδα, καθώς γυρίζουν με τις σακούλες τα ψώνια και σκύβουν ν' αγκαλιάσουν το παιδί τους... Τους βλέπεις έτσι στα ξαφνικά... Ν α κ α ί γ ο ν τ α ι !». («Το γάλα»)
_______________
Δεν είναι άραγε σήμερα πιο συχνό από ποτέ το να βλέπεις ανθρώπους δίπλα σου να καίγονται;
Βλέπω πολλούς να καίγονται σα δέντρα ακίνητα στο δάσος· και κάποιους λίγους που καίγονται σαν κεριά.
Τι μπορείς να κάνεις για να το αλλάξεις αυτό;
Όταν το δάσος κινηθεί και περπατήσει, όπως στο «Μακμπέθ», τότε θ' αλλάξει αυτό.
_______________
«Δε με πειράζει όμως αυτό, όχι έχω μάθει. Από μικρός, από τότε ακόμα που τριγύρναγα μοναχός μου, που δε μου μίλαγε κανείς, έσφιγγα τα δόντια, κουλουριαζόμουνα γύρω από κάτι σκληρό μέσα μου, εκείνο το πράμα σαν σίδερο που έλεγε κι η μάνα μου και που 'το νιωθα ότι δε θα σπάσει ποτέ... Κι έλεγα στον εαυτό μου, θα ζήσεις, ρε πούστη μου, πρέπει να ζήσεις. Έστω και μ' αυτήν την σκιά στα πνευμόνια, έστω και μ' αυτό το σακατιλίκι, τη δαγκωματιά στην καρδιά. Αλλά τώρα αυτή η σκιά πάει να απλωθεί τελείως απάνω μου, σ' ολόκληρη τη ζωή μου, να μουτζουρώσει τα πάντα, ό, τι έχω καταφέρει μέχρι εδώ». («Το γάλα»)
_______________
Γιατί αυτός ο ρατσισμός κι αυτό το μίσος σήμερα;
Δεν υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα ρατσισμός εξ ιδεολογίας, όπως π.χ. στην Αμερική ή στη Γερμανία. Υπάρχει ένα έντονο κοινωνικό πρόβλημα που όσο οξύνεται, προσλαμβάνει και ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Θα δούμε κάποτε το πρόβλημα ή θα μιλάμε μια ζωή με –ισμούς και αντι-ισμούς εδώ πέρα;
Πώς ζει κανείς με την δαγκωματιά στην καρδιά;
Αληθινά.
*«Ο τοκετός του θανάτου», Γιάννης Βαρβέρης
σχόλια