Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό, όταν αφορά σκηνοθέτη με μικρή εμπορική απήχηση στην καριέρα του, όμως δεν είναι λίγοι οι κριτικοί (κυρίως) στην Αγγλία που έχουν αποδώσει στον Τέρενς Ντέιβις τον άκρως τιμητικό τίτλο του σπουδαιότερου εν ζωή βρετανού σκηνοθέτη. Σε μια εθνική κινηματογραφία με αρκετούς άξιους να κατέχουν αυτό τον τίτλο, είναι αρκετά ενδιαφέρον το πώς ένας ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης από το Λίβερπουλ που δεν έχει κάνει ούτε ένα φιλμ μεγάλου μήκους που να εξελίσσεται στο σήμερα, χαίρει τέτοιας εκτίμησης.
Όσο δύσκολο είναι να περιγραφεί το σινεμά του Ντέιβις υπό το πρίσμα ενός από τα γνωστά κινηματογραφικά είδη, τόσο άδικο είναι γι' αυτό να χαρακτηρίζεται απλά με την λέξη προσωπικό. Ο Ντέιβις παρά το γεγονός πως χρησιμοποιεί στις πρώτες του ταινίες ως υλικό τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, μιλά για θέματα που μόνο ως αυστηρά προσωπικά δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται.
Ο Ντέιβις γεννήθηκε στο Λίβερπουλ το 1945 και ήταν το μικρότερο παιδί πολυμελούς οικογένειας της εργατικής τάξης. Ο βίαιος χαρακτήρας του πατέρα του και οι έντονες αναμνήσεις που είχε μέσα στο οικογενειακό του περιβάλλον, τον επηρέασαν αρκετά και πάνω σε αυτές βασίστηκαν οι πρώτες δουλειές του. Έκανε τρεις ταινίες μικρού μήκους σε ένα διάστημα εννέα χρόνων ενώ παράλληλα μάθαινε σινεμά, όλες με τον ίδιο ήρωα που ήταν alter ego του ιδίου, και τις παρουσίασε μαζί ως τριλογία το 1984. Η συνέχεια είναι εντυπωσιακή, καθώς το 1988 παρουσιάζει στις Κάννες το Distant Voices, Still Lives και το 1992 την άτυπη συνέχεια, The Long Day Closes, δύο φιλμ που θέτουν νέα όρια στην αποτύπωση της μνήμης στο σινεμά και καθιερώνουν τον σκηνοθέτη ως έναν από τους πιο ιδιαίτερους δημιουργούς της εποχής του. Το 1995 συνεχίζει να αναμοχλεύει μνήμες στο The Neon Bible, ένα φιλμ όμως που ίδιος αργότερα περιέγραψε ως αποτυχία, αποκλειστικά δική του.
Το 2000 παρουσιάζει την πιο προσβάσιμη ως τότε ταινία του, το House of Mirth, βασισμένο στο βιβλίο της Ίντιθ Γουόρτον, δείχνοντας την ικανότητα του να μετατρέπει μια δουλειά αναγνωρισμένου συγγραφέα σε κάτι εντελώς δικό του. Έμοιαζε να τελειώνει οριστικά με την περίοδο των προσωπικών αναμνήσεων, όμως προβλήματα χρηματοδότησης πήγαν πίσω τα σχέδια του. Έγραψε ποίηση, παρουσίασε στο ραδιόφωνο του BBC δύο θεατρικά και κυρίως πάλεψε για να ξαναβρεί την θέληση και το κουράγιο για σινεμά. Το αποτέλεσμα ήταν μια τελευταία επίσκεψη στις μνήμες του και η ολική κάθαρση του παρελθόντος με το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ για την γενέτειρά του, Of Time and the City το 2008. Απαλλαγμένος πλέον από τους προσωπικούς δαίμονες έκανε το σπαρακτικό Βαθύ Μπλε του Έρωτα (2011) για να φθάσει στο Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα (2015) που βλέπουμε αυτές τις μέρες στη χώρα μας, μια εξαιρετική μεταφορά του σκοτσέζικου μυθιστορήματος που γράφτηκε το 1932 από τον Λιούις Γκράσικ Γκίμπον, και το οποίο είχε προσπαθήσει να κάνει μετά το House of Mirth όμως δε μπόρεσε τότε να βρει τους απαραίτητους πόρους. Σε μια ευτυχή συγκυρία, κατάφερε να χρηματοδοτήσει και να γυρίσει σχετικά γρήγορα ακόμη ένα φιλμ, το A Quiet Passion, που εξερευνά τη ζωή της ποιήτριας Έμιλι Ντίκινσον και παίχτηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ του Βερολίνου – διαβάστε εδώ την γνώμη του Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλου.
Όσο δύσκολο είναι να περιγραφεί το σινεμά του Ντέιβις υπό το πρίσμα ενός από τα γνωστά κινηματογραφικά είδη, τόσο άδικο είναι γι’ αυτό να χαρακτηρίζεται απλά με την λέξη προσωπικό. Όλοι οι σπουδαίοι δημιουργοί άλλωστε δίνουν το προσωπικό τους στίγμα στις ταινίες τους και πολλές φορές εξαιτίας αυτού του στίγματος εξελίσσουν και τα είδη. Ο Ντέιβις παρά το γεγονός πως χρησιμοποιεί στις πρώτες του ταινίες ως υλικό τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία, μιλά για θέματα που μόνο ως αυστηρά προσωπικά δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται. Η επιρροή της οικογένειας, η ζωή στην φτωχή εργατική τάξη, η θρησκεία, ο έρωτας, η σεξουαλικότητα και ο θάνατος, θέματα που υπήρξαν βασικές πηγές έμπνευσης για την τέχνη και που αποδίδονται με έναν τρόπο που τιμά πάνω απ’ όλα τον κινηματογράφο και τις δυνατότητες που έχει ως εκφραστικό μέσο, καθώς με κανένα άλλο δε θα μπορούσε να γίνει τόσο ουσιαστικά η περιγραφή τόσο της κάθε εποχής όσο και των συναισθημάτων των ηρώων.
Αυτό επιτυγχάνεται με την σταθερή πρόσκληση του Ντέιβις προς τον θεατή να μην ακούσει απλά τους διαλόγους της ταινίας του, αλλά αντιθέτως να αφεθεί στα χρώματα, τα σχήματα, τα τοπία και πάνω απ’ όλα στη μουσική, ώστε να βιώσει (στο βαθμό που θέλει και μπορεί βέβαια) και ο ίδιος τα τεκταινόμενα στην οθόνη. Για να συμβεί αυτή η βιωματική εμπειρία, ο θεατής απαλλάσσεται και από την γραμμική αφήγηση που δεν μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο παρουσίασης αναμνήσεων. Η μνήμη είναι κυκλική, όπως συχνά εξηγεί ο σκηνοθέτης όταν θέλει να δικαιολογήσει την παρουσία των χρονικών συνειρμών στις σεκάνς του αντί της γραμμικότητας. Παρά την αναπόφευκτη πολυπλοκότητα τέτοιων σκηνών στο έργο του, σύμφωνα με την παραγωγό των πρώτων έργων του, Ολίβια Στιούαρτ, ο Ντέιβις τις είχε πάντα εντελώς ολοκληρωμένες στο μυαλό του πριν το γύρισμα, με αποτέλεσμα να επεξηγούνται αναλυτικά στους συντελεστές και να αποδίδονται έτσι ευκολότερα σύμφωνα με το όραμά του.
Αυτό το περιβόητο όραμα του Ντέιβις είναι και η μεγαλύτερή του ικανότητα, να μετατρέπει δηλαδή σε καινούριο και ολοκληρωμένο αισθητικό γεγονός μέσα στο μυαλό του, ένα σύνολο στιγμών που έζησε ή ένα σύνολο σελίδων που διαβάζει, χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενό τους. Παρά τα δύσκολα μονοπάτια αυτού του σχεδόν ποιητικού τρόπου έκφρασης, παραμένει πιστός πρεσβευτής του και κρίνοντας από το ότι έχει κάνει 3 φιλμ τα τελευταία 5 χρόνια – συχνότητα που δεν είχε ξανά ως τώρα – ίσως κατάφερε στα 70 του να γίνει πολύ πιο αποδεκτός. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, αγαπητό κοινό.
Η ταινία Ένα Τραγούδι για το Ηλιοβασίλεμα προβάλλεται από την Πέμπτη 10 Μαρτίου στους κινηματογράφους από την One from the Heart.
σχόλια