Για πολλά πολλά χρόνια επικρατούσε η λανθασμένη εντύπωση ότι η Άιζακ Ντίνεσεν, το φιλολογικό ψευδώνυμο που «σκέπαζε» την βαρόνη Κάρεν Μπλίξεν, ήταν μία φιλάσθενη, αέρινη αριστοκράτισσα, μία επηρμένη πλην φιλήσυχη γραία, ρομαντική, πολυταξιδεμένη και πολυγραφότατη.
Έπρεπε να περάσουν επίσης πολλά χρόνια, για να αποκαλυφθεί ότι πίσω από την αινιγματική, κάποτε τρομακτική λεπτοκαμωμένη φιγούρα με το τιρμπάν και τα υπερβολικά τονισμένα με μολύβι μάτια, κρυβόταν μία πολύ αρχαία, πλην ζωηρή ψυχή, με αναζητήσεις πολύ πιο μακρινές από αυτές που περιέγραφε στις σελίδες των επιτυχημένων βιβλίων της. Το «Πέρα από την Αφρική», σύμφωνα με τις κατοπινές αποκαλύψεις για τον βίο και τον χαρακτήρα της Ντίνεσεν, μοιάζει παιδικό παραμύθι. Όχι, όμως και οι «7 γοτθικές ιστορίες» πολύ πιο κοντά στην ανήσυχη ιδιοσυγκρασία και τους μεταφυσικούς προβληματισμούς της.
«Η αλήθεια είναι πως καθώς γερνάμε, φοράμε προσωπεία, τα προσωπεία της ηλικίας μας, και οι νέοι πιστεύουν ότι είμαστε αυτό που δείχνουμε, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι», είχε πει κάποτε η βαρόνη, που μετά τη μακρά και ταλαίπωρη διαμονή της στην Αφρική, γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως συγγραφέας και κατά καιρούς οι φήμες – αλλά και η δύσκολη περσόνα της – της «φόρεσαν» διάφορα προσωπεία: οι φήμες πότε την ήθελαν άντρα, πότε ότι ήταν Λονδρέζα, πότε αλλόκοτη Παριζιάνα, πότε παράξενος ηλικιωμένος που του άρεσε η παρέα νεαρών συγγραφέων και πάει λέγοντας, πότε ότι ήταν μια περίεργη πλούσια κυρία που τρεφόταν αποκλειστικά με στρείδια και σαμπάνια...
Έπρεπε να περάσουν επίσης πολλά χρόνια, για να αποκαλυφθεί ότι πίσω από την αινιγματική, κάποτε τρομακτική λεπτοκαμωμένη φιγούρα με το τιρμπάν και τα υπερβολικά τονισμένα με μολύβι μάτια, κρυβόταν μία πολύ αρχαία, πλην ζωηρή ψυχή, με αναζητήσεις πολύ πιο μακρινές από αυτές που περιέγραφε στις σελίδες των επιτυχημένων βιβλίων της.
Να και μία αλήθεια για τη συγγραφέα επιτυχιών, όπως οι «Αγγελικοί Εκδικητές» και οι «Ιστορίες του Χειμώνα»: η Μπλίξεν αγαπούσε αυτό τον διατροφικό συνδυασμό και κάποτε γι' αυτή της την προτίμηση ψυχράθηκε με τον Άρθουρ Μίλλερ που παραπήρε θάρρος σ' ένα δείπνο και τη ρώτησε ποιος γιατρός της επέτρεπε μια τέτοια υπερβολή. Στο τραπέζι μαζί τους κάθονταν η Μέριλιν Μονρό και η μυθιστοριογράφος Κάρσον ΜακΚάλερς, που καιρό μετά θυμούνταν τις περιφρονητικές ματιές της Μπλίξεν προς τον Μίλλερ και την ατάκα της που έβαλε τέλος στις προσπάθειες για οικειότητα.
«Οι γιατροί νιώθουν φρίκη για τη δίαιτα μου, αλλά εμένα μου αρέσει η σαμπάνια και τα στρείδια μου κάνουν καλό», του απάντησε κι όταν εκείνος επιχείρησε να ψελλίσει κάτι για τις πολύτιμες πρωτεΐνες η συζήτηση κόπηκε «μαχαίρι» ως εξής: «Δεν έχω ιδέα γι' αυτά που μου λέτε, αλλά είμαι γριά και τρώω ό,τι θέλω». Παρ' όλα αυτά οι πηγές αναφέρουν ότι η βαρόνη συμπάθησε τη Μέριλιν...
Παρά τα πολλά ταξίδια που έκανε, προτιμούσε να ζει στο Ρούνγκστεντλουντ στη Δανία και τον δύστροπο χαρακτήρα της, οι λίγοι οικείοι της τον απέδιδαν στον αποτυχημένο γάμο της με τον βαρόνο Μπρον Μπλίξεν, δίδυμο αδελφό ενός μεγάλου νεανικού της έρωτα. Ή καλύτερα στις ασθένειες που συνόδευσαν τη σύφιλη που της μετέδωσε στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, αναγκάζοντας της να αποσυρθεί πολύ νέα από τις χαρές της σεξουαλικής ζωής.
Εκεί τοποθετούνται ιστορικώς και τα «πάρε δώσε» της Μπλίξεν με τον Διάβολο. Εκείνη, λένε -–και αποκαλύφθηκε πρόσφατα και μέσα από ένα υπέροχο ντοκιμαντέρ – του πούλησε την ψυχή της και το αντάλλαγμα ήταν λογοτεχνική δεινότητα και διαρκής γοητεία, παρά τα αμέτρητα προβλήματα υγείας. Για αυτήν την περί... πώλησης εξομολόγηση είχε «ορκίσει» τον φίλο της, Δανό ποιητή, Θόρκιλντ Μπιόρνβινγκ να μη μιλήσει σε κανέναν. Βέβαια, δεν ήταν ο μόνος που γνώριζε αυτό το περίεργο μυστικό. Η Μπλίξεν έκανε τους πάντες να νομίζουν ότι είναι μοναδικοί, ότι τους εμπιστεύεται τα πιο μύχια της ψυχής της, όμως, οι βιογράφοι της ομολογούν ότι μάλλον της άρεσε να διασκεδάζει με τις αντιδράσεις των ανθρώπων, ακριβώς, όπως επιχειρούσε μέσα από τις ιστορίες των βιβλίων της.
Παράξενη, ελαφρώς διαταραγμένη, ιδιότροπη, το μόνο σίγουρο ήταν ότι η βαρόνη Μπλίξεν εκτός από ικανή λογοτέχνις, ήταν ένας γοητευτικός άνθρωπος, γεμάτος εξάρσεις και πάντα ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί στις βραδιές που ήταν αφιερωμένες σ' εκείνη. Έπαιζε πιάνο και φλάουτο, λάτρευε τις όπερες του Χέντελ, την ποίηση του Χάινε, σιχαινόταν τον Γκαίτε και τον Ντοστογιέφσκι, ωστόσο μπορούσε να απαγγείλει ποιήματα του πρώτου και φράσεις από βιβλία του δεύτερου κατά λέξη.
Κάπνιζε μανιωδώς, αγαπούσε τους μεγάλους κλασικούς, είχε και κάποιους φόβους για το τι θα απογίνει η ελίτ της διανόησης (και της οικονομίας), έλεγε ότι δεν βλέπει, αλλά σημάδευσε σαν αετός (ναι, είχε ένα ρεβόλβερ) και πάντα μιλούσε με μια λεπτή ειρωνεία για όλα: ακόμη και για τον εαυτό της. «Στην πραγματικότητα είμαι τριών χιλιάδων ετών και έχω δειπνήσει με τον Σωκράτη», είχε πει κάποτε.
Ο θρύλος την θέλει ένα βράδυ να καταφέρνει να παγώσει το αίμα φίλου της, που ορκίζεται ότι την είδε να κάθεται στο κρεβάτι του, να μιλά με τη φωνή της Μπλίξεν, αλλά να έχει πάρει τη μορφή 17χρονου κοριτσιού.
Γεννιέται σαν σήμερα, στο Ρούνγκστεντλουντ της Δανίας, από αριστοκρατική οικογένεια, στα 10 της χρόνια μένει ορφανή από πατέρα. Η σύφιλη μάλλον κυνηγούσε ως κάρμα την Μπλίξεν, αφού εικάζεται ότι η αυτοκτονία του πατέρα της ήταν ένα γεγονός που πυροδοτήθηκε, όταν ασθένησε από σύφιλη. Την πρώτη της ιστορία την εξέδωσε, όταν ήταν μόλις 22 ετών και οι πηγές αναφέρουν ότι από κοριτσάκι ακόμη ήταν ένα κάπως περίεργα ώριμο, σκοτεινό πλάσμα...
Υπερβολές. Για κάποια που έχασε τα πάντα – εκτός από τη φήμη, το ταλέντο και τα πλούτη της -, που εκτέθηκε σε τόσες ασθένειες, σε σκληρές θεραπείες με βαρέα μέταλλα, στην ίδια την τρέλα και την απόγνωση να χάνεις όσους αγαπάς και όσα αξίζει για να ζεις, όλα μοιάζουν αναμενόμενα και σεβαστά.
Πηγές
Γράφοντας τις ζωές των άλλων, Χαβιέρ Μαριάς, Εκδόσεις Πατάκη, 2014
Πέρα από την Αφρική, Μεταίχμιο, 2010