Βαριά απασχολημένη, κι αφού δεν προλάβαινα να κάνω μόνη μου τη βόλτα της λαϊκής, ανέλαβε καλός μου φίλος να γεμίσει το καρότσι του σπιτιού και να ψωνίσει για μένα. Με την πείρα της παλιάς νοικοκυράς, του έδωσα μια και μοναδική εντολή. Να μου πάρει το ό,τι καλύτερο. Και μου γύρισε πολύ περήφανος. Στο άκουσμα πως βρήκε κάτι μελιτζάνες και κάτι κολοκύθια «να!» λαχταριστά, σαν να πάγωσε το αίμα μου. Το οποίο στη συνέχεια μου ανέβηκε στο κεφάλι, όταν αντίκρυσα τα βλίτα στο τελικό στάδιο του γιγαντισμού, υπερτροφικά μαρούλια ασύμβατα με το καλοκαίρι, γυαλιστερές μελιτζάνες κομμένες στο μέγεθος του απόλυτου φασόν.
Αν είναι να γεμίσω το ψυγείο μου με όλα τα θερμοκήπια της Μεσαράς, βολεύομαι και με το τυχαίο σούπερ-μάρκετ. Καθότι στη λαϊκή πηγαίνεις για το ποιοτικώς ανώτερο, για την έκπληξη-μέχρι κρίταμα μπορούν απρόσμενα να σου προκύψουν αν έχεις το ραντάρ σου σε ετοιμότητα-για το εκλεκτότερο-τα χορταράκια που μαζεύει η κυρία Φρόσω ένα-ένα στο βουνό, για το χειροποίητο-τις τσακιστές ελιές από τα χεράκια του κυρ-Γιάννη.
Όλη η ηδονή της αγοράς συνοψίζεται στο σκανάρισμα. Στην πρώτη βόλτα απ’άκρη σ’άκρη, όταν αφήνεις πίσω σου τη βιτρίνα των γκλίτερ κηπευτικών και διαβάζεις ανάμεσα στις γραμμές των φορτωμένων πάγκων. Πώς λαχταράς να γνωρίσεις το βάθος του ανθρώπου πίσω από την εμφάνισή του, έτσι ακριβώς. Ένα μπουκάλι λάδι από σπίτι ανάμεσα στα κολοκύθια, δυό μικρά βαζάκια πετιμέζι ανάμεσα στους τόνους των σταφυλιών, ελάχιστα κιλά από μια κακομούτσουνη ντομάτα πίσω από τους σωρούς των μαρουλιών, δυό ερασιτεχνικά δεμένα ματσάκια από φρέσκια μέντα στον ελάχιστο πάγκο μιας αγρότισσας.
Αν τη ρωτήσεις, θα σου διηγηθεί την προσωπική ιστορία του δυόσμου, μιας κολοκύθας, του μια χούφτα, σχεδόν αρακά της. Σταμπάρησέ την. Την επόμενη εβδομάδα θα’χει κάτι άλλο, ό,τι βγάλει το μικρό μποστανάκι της στα Βίλια. Το βαθύτερο νόημα μιας λαϊκής είναι να κοινωνήσεις απευθείας στο κέντρο της πόλης με το άρωμα του χωριού κι όχι με το απρόσωπο πρόσωπο της μαζικής παραγωγής του θερμοκηπίου.
Να ξεδιαλέξεις λίγα φρέσκα αβγά σε μια γωνίτσα, καλοκυθοκορφάδες που δεν πουλιούνται στις μεγάλες επιφάνειες-γιατί ποιός γνωρίζει τη νοστιμιά τους, το ξαφνικό κέφι της κυρίας Αργυρώς που είπε να φτιάξει καναδυό βαζάκια νεραντζάκι γλυκό που ανάμεσα στα λεμόνια της, όλο και κάποιος θα το ζηλέψει να το πάρει.
Σαν εκδρομή της μισής ώρας από την αγνή παραγωγή στην κατανάλωση.
σχόλια