Εξίσου συνειδητά με τους μυθιστοριογράφους που βάλθηκαν να κατακτήσουν την αθανασία με το περίφημο Great American Novel, σκηνοθέτες όπως ο Όρσον Γουέλς με τον Πολίτη Κέιν ή ο Ντ.Γ. Γκρίφιθ με τη Γέννηση ενός Έθνους διεκδικούν τον τίτλο της ταινίας που προσδιορίζει οριστικά τη γενεσιουργό στόφα μιας χώρας που φτιάχτηκε για να υπερέχει και να διαφεντεύει. Η εξουσία και η βία, που αποτελούν την κινητήρια δύναμη των δύο προαναφερθέντων αριστουργημάτων, εμπεριέχονται στο δίπτυχο του Νονού του Φράνσις Φορντ Κόπολα, ενός έργου τόσο πλήρους, που εξακολουθεί να προκαλεί δέος για τη βαθύτητα και τις λεπτομέρειές του. Σε αντίθεση με τον Πολίτη Κέιν και τη Γέννηση ενός Έθνους, δεν εξαντλείται στο πορτρέτο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας ή στην κάλυψη ενός ιστορικού γεγονότος αλλά ξεκινάει από την κοιλιά της Αμερικής, τους μετανάστες, και βουτάει στις ρίζες – και το αίμα. Το κάνει χωρίς κόλπα και περιττή μεγαλοπρέπεια, επιμένοντας σε ατμόσφαιρα και σταδιακή αποκάλυψη των χαρακτήρων, σκιαγραφώντας την εγκατάσταση της διαφθοράς, σε ένα επικό σχόλιο για την αληθινή Αμερική και τους μηχανισμούς της.
Ως Ιταλός, ο Κόπολα δεν παραλείπει να αναφερθεί κινηματογραφικά στους μεγάλους σκηνοθέτες της ιδιαίτερης πατρίδας του: από τον Λουκίνο Βισκόντι και τον Γατόπαρδο, στην αρχική σεκάνς της γιορτής και του χορού, στο μπαρόκ στυλιζάρισμα του δεύτερου μέρους που θυμίζει τον Κομφορμίστα του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, μέχρι τη μουσική ταπετσαρία του Νίνο Ρότα, μόνιμου συνεργάτη του Φεντερίκο Φελίνι (όπως ορθώς σημειώνει ο κριτικός Τζόναθαν Ρόζεμπαουμ). Κυρίως, ο Κόπολα πετυχαίνει κινηματογραφικά ό,τι πιο κοντινό στον Σαίξπηρ μέσω Ακίρα Κουροσάβα. Επιλέγοντας το κλασικό σινεμά, με το οποίο ανδρώθηκε, ο Αμερικανός σκηνοθέτης δεν επιδιώκει άμεση ρήξη με την εικόνα του παλιού Χόλιγουντ αλλά αντιπροτείνει ώριμο, σκεπτόμενο, ενήλικο περιεχόμενο, παραλαμβάνοντας ένα best seller με ενδιαφέρουσα χαρακτηρολογική καταγραφή της μεταπολεμικής ιταλο-αμερικανικής κοινότητας, το οποίο και μετατρέπει σε ποταμό ζωής και θανάτου, μια saga επιβίωσης και επιβολής, με ρεμπραντικούς φωτισμούς του Γκόρντον Γουίλις και αρκετή πλοκή για να γεμίσει δεκάδες επεισόδια, αν γυριζόταν σήμερα στην τηλεόραση. Γυρισμένα με σοφή οικονομία και αξιοθαύμαστη πυκνότητα, είναι πραγματικά απίθανο πώς τα δύο μέρη του Νονού παραμένουν κατά βάση ένα γκανγκστερικό μελόδραμα και, χωρίς να χάνουν τη διόλου ευκαταφρόνητη ικανότητα της αφηγηματικής ψυχαγωγίας (έργο με μεταπτώσεις, αυξομειώσεις, συναισθήματα – και τι ερμηνείες!), ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο των Κορλεόνε και των «επιτευγμάτων» τους και πραγματεύονται τα υπαρξιακά αδιέξοδα ανθρώπων που καλούνται να λάβουν βαριές αποφάσεις, στριμώχνονται αδιαλείπτως σε θανατηφόρα διλήμματα και βλέπουν τον κόσμο από την απόσταση του περιθωριακού, σε μια ομίχλη θλίψης και μελαγχολίας, μετρώντας τις αμαρτίες για τις οποίες ευθύνονται, ή κληρονομούν απρόθυμα.
Το κοινό ήταν έτοιμο να δεχθεί το κατά Κόπολα Έγκλημα και Τιμωρία, κι έτσι το πρώτο μέρος του Νονού έκανε εισπρακτικά ρεκόρ, το δε δεύτερο, δύο χρόνια αργότερα, «λούστηκε» με 6 Όσκαρ και εγκωμιαστικές κριτικές. Για κάποιον λόγο που σχετίζεται με το zeitgeist της μετάβασης από την ανάλαφρη αθωότητα του ονείρου στη σκληρή συνειδητοποίηση της ασχήμιας μιας χώρας που πρόδωσε και ντρόπιασε μια ολόκληρη γενιά, οι Αμερικανοί, και όλος ο κόσμος, παραδόθηκαν στη βελούδινη φρίκη μιας φαμίλιας που αντιλήφθηκε πως η Γη της Επαγγελίας δεν σχεδιάστηκε δίκαια και αγγελικά και παρέφρασε το motto της ευκαιρίας, ελέω εγκλήματος, προς ίδιον όφελος.
Ιnfo:
Στις αθηναϊκές αίθουσες με καινούργια κόπια 4Κ από 30/6.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.