Γεννήθηκα στον Χολαργό. Τα πρώτα μου χρόνια τα πέρασα στα Εξάρχεια, αλλά όλα τα χρόνια της εφηβείας μου τα πέρασα στο Μαρούσι, μέχρι τα δεκαοκτώ, που πέρασα στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Σχολείο πήγα στην Αγία Παρασκευή. Τα έξι χρόνια μέχρι το τέλος του σχολείου ήταν πολύ δύσκολα για μένα. Έμεινα ορφανός, δεν είχα κι αδέλφια, κι επειδή ήμουν μόνος με τη μητέρα μου, ήταν μια ιδιαίτερα σκληρή και μαύρη περίοδος. Σημαδεύτηκα πολύ από αυτό.
• Την περίοδο μέχρι τα δώδεκα, που έχασα τον πατέρα μου, τη θυμάμαι ως πολύ φωτεινή και πολύ χαρούμενη και στη συνέχεια έγινε το καταφύγιο και το οχυρό μου από αυτό που ακολούθησε. Είχα την ψευδαίσθηση μιας μεγάλης χαράς, μιας συνεχούς γιορτής στο σπίτι, γιατί ήταν τέτοιος χαρακτήρας ο πατέρας μου. Τον κουβαλάω μέσα μου πολύ έντονα. Από εκείνη την περίοδο κουβαλάω και τον ήχο των ρεμπέτικων, που προσπάθησα να παρατείνω τα επόμενα χρόνια. Είναι μάλλον ο πρώτος ήχος που θυμάμαι στο σπίτι, γιατί ο πατέρας μου ήταν συλλέκτης ρεμπέτικων τραγουδιών. Έπαιζε και στο τότε σίριαλ, το «Μινόρε της αυγής», κι όλα αυτά αναγκάστηκα να τα μυθοποιήσω στην εφηβεία μου για να αντέξω την απώλεια. Άρχισα στα 16 μου να παίζω ρεμπέτικα μαζί με τους αγαπημένους φίλους μου –και κουμπάρους μου πια– και κατάφερα να βγω από τη «μαύρη» εφηβεία. Και τα κατοπινά χρόνια, τα χρόνια του θεάτρου, πάλι τα ρεμπέτικα λειτουργούν ως καταφύγιο, για να ξεφεύγω από το θέατρο πια.
Από τη στιγμή που υπάρχουν συνεχείς απόπειρες σε αυτή την καταστροφή –γιατί δεν πρόκειται περί κρίσης–, προφανώς και υπάρχουν δημιουργικές ελπίδες σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει ανάγκη, υπάρχει μια φλόγα.
• Όταν τελείωσε η καταπίεση της μέσης εκπαίδευσης, όλα άρχισαν, αν όχι να γίνονται καλύτερα, τουλάχιστον να είναι πιο ανοιχτά. Δεν θα ξαναπήγαινα σχολείο, επ' ουδενί. Δεν έχω τίποτα χειρότερο, πιστεύω μάλιστα και αυτό που λέει ο σπουδαίος Μπέρνχαρντ για την κατάργηση της μέσης εκπαίδευσης, δηλαδή ότι πρέπει να περνάμε από μια πρώτη εκπαίδευση σε μια ανώτερη. Και τώρα που είμαι μπαμπάς, αν υπήρχε αυτός ο τρόπος, θα τον εφάρμοζα για το παιδί μου ασυζητητί. Με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση και με πολλή συνείδηση. Θα φρόντιζα να είναι αλλιώς η κοινωνικοποίησή του, να εξασφαλίζεται από αλλού, να μην περάσει αυτό τον καταναγκασμό, ο οποίος κατά τη γνώμη μου σκοτώνει τα πάντα και μπορεί να σκοτώσει και τη σχέση που έχεις με τους γονείς σου.
• Το θέατρο, όπως και τα ρεμπέτικα, το έχω στη ζωή μου από την ώρα που γεννήθηκα, γιατί και οι δυο γονείς μου ήταν μέσα στο θέατρο. Η μητέρα μου ήταν επίσης ηθοποιός, και όταν σταμάτησε να είναι ηθοποιός, έγινε κριτικός θεάτρου. Προφανώς και ήταν ένα πράγμα το οποίο ήθελα από την αρχή, όσο και αν δεν το ήξερα. Βεβαίως, από τότε μέχρι τώρα η σχέση μου με το θέατρο έχει περάσει από διάφορα στάδια και από διάφορες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Από μικρός είχα την αίσθηση ότι αυτό ήθελα, απλώς δεν ήξερα πώς να το αναλύσω. Το θέατρο επιτρέπει τη μετακίνηση των ψυχικών διαθέσεων και αυτό είναι ωραίο, γιατί δεν είναι εύκολο να συμβεί στη ζωή, είτε επειδή η ίδια η ζωή φέρνει εμπόδια, είτε ο ίδιος μας ο εαυτός. Στη ζωή είμαι ένας ακίνητος άνθρωπος, ίσως χωρίς εξέλιξη, τουλάχιστον όπως εκδηλώνομαι μέσα από τις πράξεις μου – άλλο τι ζω μέσα στο κεφάλι μου.
• Όλα αυτά τα χρόνια έχω βιώσει τον καταναγκασμό, διότι έχω μεγαλώσει πολύ με την έννοια του καθήκοντος, και από τους γονείς μου και από τον δάσκαλο που είχα στο θέατρο, που ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής. Αναγκαστικά, αν όλα τα βλέπεις ως ένα καθήκον και έναν στόχο, έρχεται ο κορεσμός και φτάνεις στο σημείο να σιχαθείς ακόμα και αυτό που λατρεύεις. Έχω περάσει και από αυτό το στάδιο. Και έπειτα από 15 χρόνια που ενδεχομένως να κατάφερα κάποια πράγματα, πάλι είχα βρει έναν τρόπο να αναπαράγω τις ενοχές μου, τα άγχη μου και τους ψυχαναγκασμούς μου. Ίσως γι' αυτό πέρασα στη σκηνοθεσία, χωρίς να το θέλω και χωρίς να το συνειδητοποιώ καλά-καλά. Δεν τολμάω να πω ότι έχω γίνει σκηνοθέτης. Νομίζω ότι έγινε από την κούραση, τη συσσώρευση παραστάσεων τα τελευταία χρόνια και το σούρσιμο της δικής μου ψυχικής διάθεσης από ρόλο σε ρόλο.
• Τον Λευτέρη τον γνώρισα όταν ήμουν 19 χρονών και το Καθαροί πια ήταν η πρώτη μου παράσταση. Στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου μπήκα πριν καλά-καλά κλείσω τα 18 και μόλις τελείωσα το δεύτερο έτος έπεσα πάνω στον Λευτέρη Βογιατζή. Στη σχολή, ενώ ήμουν ο μικρότερος της τάξης μου, μου έδιναν μόνο τους ρόλους των γέρων. Ήταν τόσο βαριά η διάθεσή μου, που είχα πειστεί –επειδή ήταν τέτοιες οι κατηγοριοποιήσεις που έκαναν οι δάσκαλοι στις σχολές– ότι εγώ θα παίζω τον παιδαγωγό, τον πατέρα του τάδε. Αυτά μου έδιναν, και όταν ο Λευτέρης με πήρε για να παίξω τον 19χρονο Ρόμπιν στο Καθαροί πια, έλεγα ότι κάνει κάποιο λάθος. Ήταν και άλλη η αντίληψη του θεάτρου που μας πλάσαρε η σχολή τότε. Είχα μπει σε ένα νέο σχολείο, το οποίο ναι μεν με εξέφραζε, αλλά ακόμα δεν είχα συνειδητοποιήσει ακριβώς για ποιον λόγο ήμουν στο θέατρο. Μάλλον κι αυτό από συνήθεια είχε γίνει, γιατί είχα αποφασίσει ότι προς τα εκεί πάω. Ήξερα όμως από δέκα χρονών, όταν είχα δει παράστασή του, κι αυτή η παράσταση ήταν Μπέρνχαρντ, ότι αν βγω στο θέατρο, πρέπει να συναντηθώ με αυτό τον άνθρωπο.
• Τελικά, το θέατρο δεν έχει υλικά οφέλη, με την έννοια των χρημάτων. Δεν θα μείνω στην ευχαρίστηση και στη μεγάλη χαρά την οποία έχω πάρει από τη συνάντησή μου με κάποιους ανθρώπους, με κάποιους ρόλους και με κάποιες συγκυρίες. Όπως το βλέπω σήμερα, το μεγαλύτερο όφελος είναι ότι μπορώ να αναγνωρίσω και να αποδεχτώ περισσότερο την αντιφατικότητα και του εαυτού μου και των άλλων. Παλιά δεν μου ήταν εύκολο να εξηγώ τις αντιφάσεις, τις επαμφοτερίζουσες συμπεριφορές, είτε είχαν να κάνουν με τους άλλους είτε μ' εμένα. Τώρα μπορώ να τις αναγνωρίζω και μπορώ να τις συγχωρώ. Αυτό είναι το δώρο που μου έχει κάνει το θέατρο, να μπορώ να βλέπω την αντιφατικότητα, και αυτό είναι μεγάλος πλούτος τελικά.
• Σήμερα μεταφράζεται ως ευθύνη του καλλιτέχνη, τουλάχιστον στην Ελλάδα της κρίσης, ότι πρέπει να ανεβάζει έργα σε σχέση με την κρίση ή σε σχέση με την επικαιρότητα. Με έχουν ρωτήσει γιατί ασχολούμαι με ένα έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ που μιλάει για μια τραγουδίστρια της όπερας η οποία θα τραγουδήσει 222 φορές τον «Μαγικό Αυλό». Δεν πάει έτσι ακριβώς. Η τέχνη δεν έχει την ευθύνη να καθοδηγεί, ακόμα και με έναν προοδευτικό, αριστερό τρόπο, τους ανθρώπους με βάση μόνο την επικαιρότητα ή τα πολύ σημαντικά κοινωνικοπολιτικά προβλήματα που μπορεί να υπάρξουν ανά πάσα στιγμή. Ευθύνη του καλλιτέχνη δεν είναι μόνο να αφηγηθεί ξανά, με κάποιον τρόπο, την όποια επικαιρότητα υπάρχει γύρω του αλλά να δείξει ότι υπάρχει πάντα κάτι ανώτερο, η ομορφιά, μια άλλη ιστορία, μια άλλη θέαση του κόσμου – αλλιώς, κάνουμε μόνο διαφόρων ειδών προπαγάνδα.
• Για να προχωρήσω στη ζωή μου έχω «σκοτώσει» κάποιον προκειμένου να ζήσω. Αισθάνεσαι κάποια στιγμή ότι πρέπει να σκοτώσεις την ιδέα του πατέρα σου μέσα σου, άρα να ενηλικιωθείς. Εμένα μου πήρε πάρα πολλά χρόνια η απομυθοποίηση του πατέρα μου και με αυτήν τη διαδικασία είναι σαν να τον σκότωσα, έτσι όπως τον είχα μέσα μου. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει πεθάνει μέσα μου ή ότι τον σκέφτομαι λιγότερο ή ότι δεν έχει την αξία που είχε, απλώς έπρεπε να τον «σκοτώσω». Λέει κάτι φαινομενικά πολύ σκληρό ο Μπέρνχαρντ, λόγω της απίστευτα τραυματικής παιδικής ηλικίας που είχε, «χαίρονται όλοι που γεννάνε παιδιά και κάνουν χαρές και δεν καταλαβαίνουν ότι γεννάνε γέρους με ακράτεια, όχι μωρά». Αυτό φαίνεται φοβερό και υπερβολικά σκληρό, αλλά αν κάτσει να το σκεφτεί κανείς παρακάτω, δεν είναι. Σε συμφιλιώνει με μια πορεία που σίγουρα έχει πιο πολλές στενοχώριες και διαψεύσεις, άρα μπορεί να υπάρχει τρόπος να χαρεί κανείς περισσότερο τη ζωή.
• Έχουμε πιο πολύ θέατρο απ' όσο αντέχουμε και απ' όσο επιτρέπεται. Έχει αποθεωθεί η έκφραση. Και επειδή κάπου πρέπει να διοχετευτούν αυτά τα παιδιά, αναγκαστικά γίνονται ομάδες και σκάνε το υστέρημά τους στους «ντουβαράδες». Όλη αυτή η υπερέκφραση δεν μπορεί να κάνει καλό στο θέατρο, αλλά, από την άλλη, πώς να τους κατηγορήσεις, όταν είναι έτσι το πλαίσιο και υπάρχουν τόσες εκατοντάδες δραματικές σχολές – και επιτρέπεται να υπάρχουν. Δεν θα θέλουν, από τη στιγμή που δεν θα μπορούν να βρουν δουλειά, να κάνουν κάτι μόνα τους; Ενώ δεν έχουν μάθει τίποτα για το αντικείμενό τους επί της ουσίας, για τη μαστορική του, νομίζουν ότι το θέατρο είναι για να ψυχαναλυθούμε. Και ενώ αυτό κάνει μεγάλο κακό στο θέατρο, ταυτόχρονα δεν μπορώ να πω ότι πρέπει να απαγορευτεί, γιατί τι θα κάνουν αυτοί οι άνθρωποι;
• Έχω ταλαιπωρηθεί πολύ με το να σκέφτομαι αν υπάρχει ή δεν υπάρχει ευτυχία, όπως και αν υπάρχει δυστυχία. Προσπαθώ να είμαι σε μια φιλοσοφική αταραξία και να μην επηρεάζομαι ούτε από την ευτυχία ούτε από τη δυστυχία τόσο πολύ. Δεν είναι εύκολο. Ο Καρούζος λέει ότι ευτυχισμένος είναι αυτός που προχώρησε πέρα από τις τέσσερις αριθμητικές πράξεις: που δεν τον ένοιαζε ούτε η πρόσθεση, ούτε η αφαίρεση, ούτε ο πολλαπλασιασμός, ούτε η διαίρεση. Αυτός είναι ευτυχισμένος και χαρούμενος. Νομίζω ότι όλοι μας είμαστε εξαρτημένοι από όλες τις πράξεις, θέλουμε αποτέλεσμα και χαιρόμαστε ή λυπόμαστε από αυτό. Επειδή ήμουν έρμαιο της δυστυχίας ή έρμαιο της ξαφνικά πολύ μεγάλης χαράς, προσπαθώ να είναι πιο κατεβασμένοι οι παλμοί μου και να είμαι κάπου ανάμεσα. Δεν γίνεται, αλλά το έχω κατά νου.
• Πιο πολύ από οτιδήποτε με ενοχλεί ο φασισμός, ο οποίος είναι παντού, και δεν εννοώ μόνο τη Χρυσή Αυγή, παρότι με ανησυχεί πολύ. Ο φασισμός είναι επί της ουσίας η μη αναγνώριση του πόνου του άλλου, η μη αναγνώριση του άλλου γενικώς. Και επειδή οδηγούμαστε σε έναν πρωτόγνωρο και πολύ έξυπνο κομφορμισμό πια, ο φασισμός είναι δίπλα στις αναπνοές μας. Ανάμεσα σ' εμένα και στον φίλο μου, όχι στον φασίστα που θα δω. Υπάρχει παντού και τον τρέμω.
• Κυρίως έχω αυτολογοκριθεί. Και δημιουργικά. Θεωρούσα ότι είμαι ένα πράγμα. Ένα σοβαρό, μελαγχολικό, καλό παιδί που δεν έχει δικαίωμα στη βλακεία ή να γίνει και κακό αν χρειαστεί. Αυτό είχε να κάνει και με το τι μοτίβα αναπαρήγα και στη δουλειά μου, οπότε και δημιουργικά αυτολογοκρινόμουν, απλώς δεν το ήξερα. Επήλθε ένας κορεσμός και ένιωθα ότι δεν άντεχα άλλο τα ίδια εργαλεία, τις ίδιες συμπεριφορές που έπρεπε να ακολουθώ γιατί οι άλλοι έτσι με είχαν μάθει. Φοβόμουν πως αν έβγαζα ένα άλλο πρόσωπο, αυτό θα θεωρούνταν προδοσία, ότι δεν θα με γνωρίζουν. Πού να ήξερα; Ιδέα δεν είχα.
• Αν θέλεις να προωθηθεί η δουλειά σου από τις υπάρχουσες συνθήκες, είτε σε εργασιακό επίπεδο είτε επικοινωνιακά, νομίζω πως πρέπει αναγκαστικά να κάνεις μικρότερους ή μεγαλύτερους συμβιβασμούς. Με αυτό δεν θέλω να χαρακτηρίσω τους ανθρώπους που εμπλέκονται στη δημιουργία σήμερα συμβιβασμένους, δεν τους κρίνω. Και εγώ, που έχω κάνει δυο δουλειές ως σκηνοθέτης, έχω κάνει μια σειρά συμβιβασμών. Απλώς, έχω φροντίσει τους συμβιβασμούς αυτούς να τους κάνω σε σχέση με τα δικά μου αιτούμενα και όχι των συνεργατών μου. Δυστυχώς, πρέπει να εκχωρήσεις είτε πράγματα καλλιτεχνικά που έχεις φανταστεί στο μυαλό σου προκειμένου να κάνεις κάτι είτε στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, δικά σου και των συνεργατών σου. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να συνεχιστεί όλο αυτό. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί με αυτό που του δίνεται και με βάση την ευσυνειδησία του. Γιατί αυτό είναι το σοφό κόλπο που έχει συμβεί: σε βάζουν ενδιάμεσο, τουλάχιστον στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Πρέπει εσύ να διαχειριστείς τη σχέση σου με τους συνεργάτες σου, όχι ο οργανισμός. Κι αυτό αναγκαστικά προσκρούει στο τι θα αποφασίσεις να εκχωρήσεις, προκειμένου να γίνει η δουλειά. Αλλιώς, η δουλειά δεν μπορεί να γίνει, αν θέλεις να είσαι εντελώς ακέραιος.
• Άξιοι της μοίρας δεν είμαστε, επ' ουδενί. Δεν είμαστε άξιοι να είμαστε αδαείς και παράφρονες, γιατί δεν μπορεί να είναι μοίρα αυτός ο τρόπος εκπαίδευσής μας – και δεν εννοώ μόνο την εκπαίδευση των σχολείων, εννοώ την εκπαίδευση στον τρόπο που συστήνεται η οντότητα ενός ανθρώπου σε μια σύγχρονη κοινωνία. Δεν είναι μοιραία δοσμένες οι συνθήκες, οι συνθήκες αλλάζουν. Μπορεί και κάθε 500 χρόνια, δυστυχώς, ή με επαναστάσεις μόνο, αλλά νομοτελειακά αλλάζουν. Μοιάζει να είναι ακίνητο το πράγμα, αλλά δεν είναι. Σε αυτό είμαι πολύ υλιστής ακόμα, πολύ μαρξιστής. Δεν υπάρχει μοίρα, μοίρα είναι μόνο ο θάνατος. Αλλιώς, πρέπει να δεχτούμε ότι είμαστε μαριονέτες σε δοσμένες συνθήκες και καταστάσεων, όπως είναι τα κράτη, οι εκκλησίες, οι θεσμοί, τα κόμματα ή οι εξουσίες, όλα αυτά τα πράγματα. Γι' αυτό υπάρχει η ιστορική εμπειρία.
• Κατά κάποιον τρόπο είναι πολύ παρεξηγημένος ο Μεσαίωνας. Από τη μια συνέβαιναν τόσα πράγματα, από την άλλη υπήρχε μεγαλύτερη αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους. Υπήρχε η αίσθηση του κοινοτικού, πιο πολύ απ' ό,τι στην Αναγέννηση ή στον Διαφωτισμό. Η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός όντως έφεραν τη σκέψη, αλλά μαζί με τη σκέψη ήρθε σιγά-σιγά και ο κατακερματισμός της κοινωνίας. Στον Μεσαίωνα υπήρχε τουλάχιστον μια σύμπνοια μεταξύ των ανθρώπων, έστω μέσα στον ζόφο. Είχαν ανάγκη την κοινότητα οι άνθρωποι. Μετά, η χειραφέτηση του ανθρώπου, η οποία φυσικά και ήταν αναγκαία, έφερε την άνοδο της ατομικότητας και το γκρέμισμα του συλλογικού. Και τώρα δημιουργείται ένα τέτοιο κάλεσμα ξανά, ένας συνδυασμός διάφορων μεσαιωνικών καταστάσεων και ταυτόχρονα απόλυτου ατομισμού. Είναι ένα δίδαγμα αυτό.
• Η ζωή με έμαθε να μην είμαι αμετακίνητος.
ΙNFO
Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Ο αδαής και ο παράφρων» στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης, από τις 8 Σεπτεμβρίου (για 9 παραστάσεις). Σκηνικά - κοστούμια: Λουκία Χουλιάρα. Ερμηνεύουν: Ανθή Ευστρατιάδου, Γιάννης Καπελέρης, Χρήστος Μαλάκης, Γιάννος Περλέγκας. Σκηνοθετεί επίσης τη Ναταλία Τσαλίκη και τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο στο έργο «Ενθύμιο», για τη ζωή της σοπράνο Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, που θα ανέβει στις 4 Νοεμβρίου στο Θέατρο Θησείον.